Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι ο αδιάθετος, ο μισοάρρωστος.
Νιώθει δεβόγιος σήμερα.
Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι ο αδιάθετος, ο μισοάρρωστος.
Νιώθει δεβόγιος σήμερα.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς, τρώω τον δαύλιακα σημαίνει τρώω πάρα πολύ, τρώω τον περίδρομο.
Τον δαύλιακα φάγαμε πάλι σήμερα.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει αλήθεια, τω όντι στην ποικιλία των νησιών του Ιονίου.
Βαραμέντε τη σκαπουλάραμε.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο αλλήθωρος, ο αδέξιος.
Τι λες βρε στραπιακιάρη! Μαζί μ΄ εκείνη με βάζεις βρε;» (Χρήστος Μυλωνάς , Χριστουγεννιάτικα της Κούλουρης).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα σημαίνει άι στον διάβολο.
Ρε τύραννε! Άι στορόντο, χρονιάρες μέρες, που θα μου βγάλεις την ψυχή!» / «Ρε μάνα! Τι στορόντο σ’ έπιασε τώρα;» (Χρήστος Μυλωνάς, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι το μπουφάν, πανωφόρι στρατιωτικού τύπου εκ του αγγλικού battle dress.
Κρύωνε κι έβαλε έναν παλιό πατατρέ.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο Αμπελακιώτης, ο κάτοικος του οικισμού Αμπελάκι, επειδή θεωρείται σκωπτικά ότι οι κάτοικοι του Αμπελακίου είναι απόγονοι των Περσών, οι οποίοι επέζησαν από την ναυμαχία του 480 π.Χ. και έμειναν στο νησί, για αυτό και έχουν υποτίθεται μη ελληνικό μεγάλο κεφάλι.
Παντρεύτηκε Πέρση κεφάλα.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Σαλαμίνας (< Αμαλίτσα < Αμαλία). Κέρμα 25 λεπτών (1/4 δραχμής) επί Όθωνα και 20 λεπτών επί Γεωργίου. Χρησιμοποιείται στην Κούλουρη, λόγω κάποιων ομοιοτήτων που φέρει η φορεσιά της Κούλουρης με τη φορεσιά της Αμαλίας, την οποία καθιέρωσε ως βασίλισσα, αντικαθιστώντας τη μουσουλμανική μαντίλα που έβλεπε να φοράνε οι γυναίκες της Ελλάδας και θέλοντας να φέρει τον ευρωπαϊκό τρόπο ενδυμασίας.
Οι μαλίτσες στολίζουν το τάσι πάνω στο φέσι της κουλουριώτικης φορεσιάς.
Got a better definition? Add it!
Ο βρικόλακας στην ποικιλία της Σαλαμίνας και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν κοιμάται το βράδυ.
Σαν τον λουγκάτη απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει αργά μια δουλειά, ο χασομέρης, στην ποικιλία της Σαλαμίνας.
Είναι ντιπ άχρηστος και κωλογιούρης.
Got a better definition? Add it!