Further tags

Συνήθως χρησιμοπείται σε αόριστο χρόνο, και σημαίνει έχω χορτάσει από φαγητό, δε πεινάω άλλο, ντερλίκωσα.

Αντώνυμο: ξεπυτάω

- Φάε κι άλλο παιδάκι μου. Έχεις ξεπυτήσει όλη μέρα, ούτε μια μπουκιά δεν έχεις βάλει στο στόμα σου.
- Δε πεινάω άλλο ρε γιαγιά, τύλωσα σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρός, λεπτός, σχεδόν ανεπαίσθητος, αλλά εκνευριστικός και ανησυχητικός θόρυβος, καθότι συχνά φέρνει κακά μαντάτα.

Ναι μεν το ρήμα τσαχαλίζω θα έπρεπε να μπει ως λήμμα, αλλά δεν συναντάται πουθενά σχεδόν, οπότε προτίμησα να βάλω το τσαχάλισμα per se.

Προφ η λέξη προέρχεται από το τσάχαλο, βλ. και εδώ. Κι αυτό γιατί τα μικρά αυτά σκουπιδάκια αντιστοιχούν σε τέτοιου είδους θόρυβο.

Τσαχάλισμα είναι μξ άλλων και αυτό που λέμε «φύσημα», επίσης το κοινό χράτσα-χρούτσα, τσίκι-τσίκι κλπ... Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει φαινόμενα που αφορούν κάτι τεχνολογικό, αλλά γενικά σημαίνει και τον θόρυβο που προκύπτει από το ψαχούλεμα, το άνοιγμα ενός πακέτου / μιας σακούλας κλπ (βλ. παρ. 3).

Δεν ξέρω αν είναι πανελλήνια η λέξη, πάντως λέγεται αβέρτα στην Κρήτη.

  1. Αυτο δεν ειναι προβλημα των ηχειων!!! Το παθαινουν και τα δικα μου οταν αναβω τον κρυφο φωτισμο(10 λαμπες φθοριου 1.20m)...! Ο λογος που κανουν θορυβο οταν δεν δουλευουν ειναι γιατι ο φιλος σου μαλλον κλεινει την πηγη και αφηνει τα ηχεια ανοιχτα...!(ακουγετε ενα τσαχαλισμα...)

  2. Δυναμό, ήχοι, αποτελέσματα. CRDI 2000ccm. Ακουγα λοιπόν ενα μικρό τσαχάλισμα στις πλαινές τροχαλίες στο ρελαντί στην αρχή, το οποίο όταν γκάζωνες σταματούσε. Αυτο συνεχιζόταν για ~6000χλμ. Η αντιπροσωπεία στο Ηράκλειο μου έλεγε οτι μπορεί να περάσει και απο μόνο του. Μετα το τσαχάλισμα έγινε συνεχές και σιγανοτερο, αλλα ακουγόταν, δεν ενοχλήθηκα.... Σε ενα ταξιδι λοιπόν, ακουστηκε το κλάκ.

  3. Να'τανε Κυριακή απόγευμα. Ύστερα από μεσημεριανό ύπνο. Η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ να ξεχειλίζει σε κάθε τσαχάλισμα καθώς ανοίγει το χάρτινο πακέτο «Δανδάλη». Να μαζευτούμε οι γυναίκες του σπιτιού, να μασουλήσουμε σισαμωτά λαδοκούλουρα και ανεβατά καλιτσούνια, να συζητήσουμε το πάντα επίκαιρο πρόβλημα της γειτόνισσας με τον «αχαΐρευτο» γιο της και να προγραμματίσουμε τί θα μαγειρέψουμε γι' αύριο.

  4. Κατά τις 01:30, πάω στην κουζίνα να βάλω νερό και καθώς επέστρεφα στην τραπεζαρία που είναι το PC ακούω ένα περίεργο τσαχάλισμα (από το τροφοδοτικό νομίζω) και κάνει shut down το PC. Σε περίπου 2 δευτερόλεπτα το σύστημα ανοίγει από μόνο του και πριν προλάβω να συνειδοτοποιήσω τι γίνεται μύριζε καμενίλα και έβγαιναν καπνοί από την σίτα στα δεξιά του επεξεργαστή (δείτε παρακάτω τις φωτογραφίες).

  5. Η μουσική υπόκρουση είναι ονειρική, αλλά υπάρχει έντονο πρόβλημα στις λούπες των μουσικών κομματιών (θα ακούσετε ένα τσαχάλισμα όποτε επαναλαμβάνεται κάποιο από τα samples).

(διχτυωτά όλα)

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχαλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντίστοιχο του «Μάνα μου». Χρησιμοποιείται από μικρούς και μεγάλους και πιθανολογείται ότι η καταγωγή είναι από την Μυτιλήνη.

  1. Στρίψε σε αυτή τη στροφή μανάκα μου...

  2. Να σου μαγειρέψω κάτι μανάκα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πατώ+ίκι και κυριολεκτικά σημαίνει γυναικεία παντόφλα.

Στα πελοποννησιακά όμως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη πολυκοσμία σε έναν χώρο, συνώνυμο του «δεν πέφτει καρφίτσα».

- Τι λέει πάνω ρε μάγκες; Έχει κόσμο το Faces;
- Άστα, πατίκι.
- Μπω μπωω, και έλεγα να πάω για κανά χαλαρό ποτό να χαζεψω κανά μωρο ρε γαμώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που πηγάζει από την επαρχία και χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι κουτσομπόλης, σχολιάζει δηλαδή την συμπεριφορά των άλλων, συχνά με αρνητικό τρόπο. Σε πολλές περιοχές και Κουσέλας, καθώς και το ρήμα κουσελιάζω.

- Πωπω! Δεν θα πιστέψεις τι έμαθα για την Μαρία πριν λίγο!
- Τι;
- Θα σου πω μετά! Πρέπει να το πω στο Γιάννη και την Δέσποινα αμέσως!!!
- Πφφφφφ... Ποτέ δεν θα σταματήσεις να είσαι τόσο κουσελιάρης...

(από Saturnine, 26/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μελανιά στα Κρητικά. Από το «μπλάβος, που σημαίνει μελιτζανής, μόβ» (πάσα: vikar).

«Μπλαβινιά» στην Καλαμάτα.

- Χτύπησα χτες το χέρι μου και δες πόσο έχει μπλαβίσει...
- Πώ, ρε μαλάκα. Τρελή μπλαβάδα, φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοκαιρία.

Δεν ξέρω από ποια ετυμό. Μου είπαν μάλλον από τον μήνα Μάρτη (γδάρτη και παλουκοκάφτη), αλλά δεν μου φαίνεται πειστικό.

Το άκουσα από Συριανή, αλλά ενδέχεται να υπάρχει οπουδήποτε μιλιούνται ενετικόφερτες λέξεις.

Κανας Σάραντ ακούει να μας πει;

Πάσα: η κομμώτριά μου.

Πωπω, βλέπω να έρχεται μεγάλη μαρτίνα...

Got a better definition? Add it!

Published

Ρήμα που χρησιμοποιείται κυρίως στην Πελοπόννησο, και σημαίνει πεινάω πάρα πολύ, είμαι νηστικός.

Χρησιμοποιείται περισσότερο σε αόριστο και σε παρακείμενο χρόνο. Αόριστος: ξεπίτησα
Παρακείμενος: έχω ξεπιτήσει

ps: Δεν κατάφερα να βρω ετυμολογία της λέξης, δεν είμαι καν σίγουρος ότι γράφεται έτσι, είναι άξιο αναφοράς επίσης ότι ο γούγλης δεν το φέρνει καν σαν αποτέλεσμα!

Οποιος ξερει περισσότερες πληροφορίες για τη λέξη, ας συνεισφέρει.

  1. Γιαγιά: - Πού χάθηκες όλη μέρα παλικάρι μου;
    Εγγονός: - Άσε ρε γιαγιά, έτρεχα όλη μέρα, δουλειές με φούντες στο πανεπιστήμιο.
    Γιαγιά: - Κάτσε να σε φιλέψω λίγες λαλαγκίδες που έφτιαξα, θάχεις ξεπιτήσει όλη μέρα.

  2. - Θα φάμε τίποτα ρε ξάδερφε; Ξεπιτήσαμε όλη μέρα.
    - Έχεις δίκιο, θα κόψω μια ντομάτα χαραχτή να φάμε τάκα τάκα και συνεχίζουμε.

για το τελευταίο αυτό ζήτημα, βλ. σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στη Μεσσηνία σε γεγονότα όπως γλέντια, γιορτές και λοιπές εκδηλώσεις και σημαίνει αναποδογύρισμα (π.χ. τραπεζιών, καρεκλών κλπ).

Κατ' επέκταση η λέξη τουρνόκωλα υποδηλώνει το πιώμα-μεθύσι, το τσαλάκωμα και γενικότερα την επιτυχία του γλεντιού χωρίς αναστολές, όχι και μή.

  1. - Καλά του αγιωργιού θα γίνει χαμός στη γιορτή μας. Θα το κάψουμε
    - Τουρνόκωλα όλα ρε, δε θα μείνει τίποτα όρθιο.

  2. - Είχαμε πάει χτες στο Prive, μιλάμε φύγαμε μπουσουλώντας από το μαγαζί...
    - Έλα ρε φίλε, χαμός δηλαδή;
    - Άσε, σου λέω, τουρνόκωλα όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή σλανγκ: ο ξαναμμένος, ο ευρισκόμενος σε σεξουαλική διέγερση.

- Κάτσε καλά... πάλι σ' έπιασε ο πυρόκωλος;

- Μόλις τη βλέπισα μ' έπιασε ο πυρόκωλος!

- Να δω εγιώ τα Παπαδοπουλλούθκια τζιαί τα Κωλοκασούθκια να τα πιάνει ο πυρόκωλος.

(από peregrine, 05/12/12)

Βλ. και πύρκαυλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified