Further tags

Ιδιωματισμός της Λήμνου. Λέγεται και «κομματάκι». Χρησιμοποιείται χωρίς άρθρο κι εκφράζει πολύ λίγη ποσότητα μη μετρήσιμου ουσιαστικού.

Δώσε κομμάτι φαΐ και σε μένα ρε μπάρμπα, έχω να φάω από χθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαϊδευτικά, το φανταράκι που υπηρετεί στη Γκατζολία.

  2. Το πραγματικά περίφημο γάλα «Ροδοπάκι» που διατίθονταν στο ΚΨΜ όταν εγώ υπηρετούσα.

Παρεμπιπτόντως το Μίλκο δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του. Εννοείται πως οι ντόπιοι δεν το αποκαλούν ποτέ έτσι.

  1. - Πού έκανες φανταρικό; - Γκατζολάκι ήμουνα. - Άντε ρε! Εγώ Διδυμότειχο μπλουζ.

  2. - Πιάσε δυο γκατζολάκια. - Σιγά! θα στομαχιάσεις.

(από sstteffannoss, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά εκεί που καθίζουμε τον κώλο. Συνήθως περιγράφει ένα καρεκλάκι ξύλινο που δεν το λες έπιπλο (δλδ σε καμιά περίπτωση ένα σκαμπό -θα ήταν απαξιωτικό), ή ό,τι θα μπορούσε σε ώρα ανάγκης να παίξει τέτοιο ρόλο (π.χ. ένα τελάρο, ή μια άδεια κάσα από μπύρες).

- Μια θέση για τον Πρόεδρο βρε παιδιά!!
- Δώσ' του το κωλοκάτσι και πολύ του είναι.

Κωλοκάτσι (από poniroskylo, 06/11/10)Κολοκάσι (από poniroskylo, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γιαγιά που τυγχάνει κατά κύριο λόγο να είναι και σλανγκομούνα. Όχι ότι αν δεν είναι λέγεται αλλιώς, αλλά να, εκεί στη Σετινσουλία, οι γιαγιάδες είναι όντως και πολύ άτομα.

Λέγεται φυσικά και βάβω, αλλά και νόνα.

- Μαλάκα μου τι θα ντυθούμε τσ' Αποκρές (χωρίς ι)
- Κοκολοΐστρες...
- Με τι κότολα ρε, πούθενε;
- Θα πάρουμε κρυφά τση βαβάς μου, έχει τρία - τέσσερα και δε θα το πάρει χαμπέρι.

βαβά του μόχθου. (από perkins, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του πουτσαράς, όπως το όρισαν οι Γεωργία και Ironick.

Πουτσαρίνα, δηλαδή, είναι η γενναιόκαρδη, η λεοντόκαρδη, η λεβέντισσα γυναίκα, η πουτσαρόκαρδη.

Λ.χ. εδώ αναφέρεται ως καρδιτσιώτικος ιδιωματισμός για την «γεροδεμένη, δραστήρια γυναίκα», εδώ για την λεβέντισσα, εδώ ως αρτινός ιδιωματισμός με την ίδια σημασία, ενώ ο σλάνγκαρχος Λύο Καλοβυρνάς αναλύει εδώ το γεγονός ότι ως πουτσαρίνα χαρακτηρίζεται η γυναίκα με κότσια.

Αφήνω σε γιαλόμες και σε οπαδούς της κορεκτίλας να διερωτηθούν περί τον σεξουαλικό προσανατολισμό της πουτσαρίνας και περί του μήπως είναι σεξιστικό να χαρακτηρίζουμε την γενναία γυναίκα με παράγωγο της λέξης πούτσα, και μήπως είναι πιο politically correct εκφράσεις όπως ρίχνω δυο μουνιά. Λένε άλλωστε ότι η κλειτορίδα είναι κι αυτή πούτσα κατά μια έννοια.

Τέλος, α πουστεριόρι δόθηκε η παπαρετυμολογία ότι πουτσαρίνα είναι η τσαρίνα της πούτσας, την οποία εν παρόδω και καταγγέλλουμε.

- Έλα, έλα πουτσαρίνα μου να φας το ρυζόγαλό σου. Να χαρώ μια πουτσαρίνα εγώ!
(Καρδιτσιώτισσα σλανγκογιαγιά προσφωνεί την εγγονή της, αναπαράγουμε χωρίς να αποδίδουμε την ιδιωματική προφορά).

Got a better definition? Add it!

Published

Πουτσαράς και πουτσαρίνα (δεν έχει σχέση με Ρωσία κλπ) είναι χαϊδευτικά που χρησιμοποιούν οι γιαγιάδες στην Καρδίτσα για τα μικρά αγοράκια (πουτσαράς) και κοριτσάκια (πουτσαρίνα) μέχρι 4 χρονών.

Πουτσαρά μου έλα εδώ, έλα να σε αλλάξει η γιαγιά...

στο 2.30 (από jesus, 06/07/11)

Δες και πουτσί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρπάζω κάτι που προσφέρθηκε σε πολλούς για δική μου άμεση χρήση χωρίς να υπολογίζω μία. Διαφέρει από το καβατζώνω που ενέχει την έννοια της μετέπειτα χρήσης. Για φαγητό είναι πολύ κοντά στο χλαπακώνω / χλαπακιάζω.

- Τι σκατά μασάω γαμώ το καντήλι σου;
- Ωχχ!! Ανάθεμα!! Κοίτα ψυχή μου. Έφερε χθες τρία η μαμά , κατζάκωσε ο μικρός τα δυο μικρά στο πιτς φιτίλιι κι...
- ...έμεινε για μένα το τρίτο το μακρύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φλουρί στη βασιλόπιτα. Λέγεται σε περιοχές στο βορρά της χώρας.

- Πάλι ο Νικολάκης βρήκε τον παρά;
- Έ! καλά τώρα!! Το κανονίζει η γιαγιά κάθε χρόνο, μη στεναχωρηθεί ο εγγονός για.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος παραδοσιακής τηγανίτας. Η ονομασία απαντάται κυρίως στην περιοχής της Θράκης.

- Καλά, τί έκανες τόσην ώρα στo WC;
- Άσε, έφαγα κάτι λαλαγγίτες που είχε στείλει η γιαγιά από τα Δίκαια και πρέπει να' ταν χαλασμένες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεμπέτι ονομάζεται χρόνια τώρα, χαϊδευτικά, το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης στο Δήμο Σταυρούπολης και συγκεκριμένα στη περιοχή Λεμπέτ.

Συνεπώς, όποιος διακριτικά και με νόημα παραπέμπεται εκεί, ασφαλέστατα και σε καμιά περίπτωση δεν υπονοείται κάποια μετάθεση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αλλά ότι είναι τρελός για δέσιμο, για τα σίδερα, θεότρελος, παλαβός, γκάου-μπίου και τα συμπαρομαρτούντα.

Η περιοχή ονομαζόταν έτσι κατά μία εκδοχή γιατί εκεί βρίσκονταν τα κτήματα του πασά Λεμπέτ, κατά μία άλλη, γιατί εκεί βρίσκονταν εγκαταστάσεις (στάβλοι) του συμμαχικού στρατού που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τι μου λες γι αυτόνε τώρα; Αυτός παιδάκι μου είναι για το Λεμπέτι.

Σύγκρινε: για τ' Ασβεστοχώρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified