Μεταξάς: ο δικτάτωρ.
Μεταξά: το κονιάκ.
Με τα ξας; μού τα ξένεις;
(Λαρισαϊκή έκφραση)
- Μη τα ξας, Μήτσομ’;
- Ναις, τούρας Γιάννομ’, τούρας!
(βλαχοπουστηρλέδικος διάλογος)
Μεταξάς: ο δικτάτωρ.
Μεταξά: το κονιάκ.
Με τα ξας; μού τα ξένεις;
(Λαρισαϊκή έκφραση)
- Μη τα ξας, Μήτσομ’;
- Ναις, τούρας Γιάννομ’, τούρας!
(βλαχοπουστηρλέδικος διάλογος)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη Κουτάλας παραπέμπει στο διασημότερο ίσως περίπτερο της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Κατά καιρούς του έχουν γίνει διάφορα χαζο-αφιερώματα σε περιοδικά κλπ. Βρίσκεται στην παραλιακή λεωφόρο, στην κάθοδο, αμέσως μετά τη διασταύρωση της Βάρης και καμιά κατοσταριά μέτρα από εκεί που τελειώνει η λεωφ. Βουλιαγμένης.
Διατί Κουτάλας; Διότι σ' αυτό το περίπτερο όλοι σχεδόν οι πελάτες εξυπηρετούνται όντες εντός του αυτοκινήτου τους, μέσω μιας μακριάς κουτάλας (πιο πολύ φέρνει σε φτιάρι που 'χει για λαβή ένα σκουπόξυλο) που χειρίζεται ο επιδέξιος περιπτερούχος. Οι εποχούμενοι πελάτες, αφούν πουν τι θέλουν, τοποθετούν πρώτα το αντίτιμο στην αδηφάγο κουτάλα. Κατόπιν, αφού ο κουτάλας τσεπώσει το μπακίρι, η κουτάλα επιστρέφει γέμουσα αγαθών.
Εννοείται πως ο Κουτάλας έχει θησαυρίσει και τρώει κυριολεκτικά με χρυσά κουτάλια. Είναι κυριολεκτικά μαγαζί-γωνία. Δεν υπάρχει παραλιόβιος που να μη γνωρίζει το πέρασμα αυτό. Όλα τα σκυλιά της αθηναϊκής (καλοκαιρινής) νύχτας έχουν κάποτες αφήσει τον οβολό τους εκεί. Το ίδιο ισχύει και για τα στίφη των λουόμενων του καλοκαιριού, που κατευθύνονται προς τις παραλίες της Βουλιαγμένης, της Βάρκιζας, της Σαρωνίδας κ.ο.κ.
Διότι (και αυτό είναι πολύ σημαντικό) μετά τον Κουτάλα, τα περίπτερα στην παραλιακή μετριούνται στα δάχτυλα του μισού χεριού. Εκτός αυτού, είναι ψιλοχωμένα και δεν βρίσκονται ακριβώς απάνω στον κεντρικό δρόμο, ώστε να σκάσεις εκεί μπαμ με το αμαξικό σου και να τσιμπήσεις κύριος τα σιγαρέτα σου ή ότι άλλο γουσταρίζεις. Πρέπει να κάνεις παρακάμψεις και μανούβρες για να τα προσεγγίσεις, όπως π.χ. με το περίπτερο που ειναι στο Λαιμό της Βουλιαγμένης. Μανουριάρικες καταστάσεις, όπου χάνεις χρόνο και γίνονται τα νεύρα σου ζαρτιέρες.
Και στο πέρασμα του Κουτάλα όμως παίζει να γίνουν τα νεύρα σου κρόσια, εξαιτίας του τράφικ που δημιουργείται εκεί από αυτοκίνητα που περιμένουν στην ουρά να εξυπερετεθούν. Αν τώρα εσύ υπήρξες τόσο μαλάκας, ώστε προνόησες να καβατζωθείς με τσιγάρα κλπ και να μην ψάχνεις τελευταία στιγμή, τότε καλά να πάθεις. Θα τους λουστείς και θα περιμένεις μαζί τους...
Σ.ς.: Το παρόν λήμμα αναφέρεται σε συγκεκριμένο φαινόμενο του λεκανοπεδίου Αττικής και ειδικότερα της παραλιακής λεωφόρου. Ως εκ τούτου, ζητούμε την κατανόηση χρηστών μη εξοικειωμένων, για οποιοδήποτε λόγο, με το μαγικό κόσμο της και καλούα ελληνικής Ριβιέρας.
- Μαλάκα ελπίζω να πήρες τσιγάρα.
- Ω ρε πούστη μου το ξέχασα τελείως. Θα σταματήσουμε στον κουτάλα.
- Άντε ρεεεεε...! Τσουλάτε καμιά ώρα τα καρότσα σας να φύγουμε!
- Κουλ ντάουν βρε μαλάκα! Δλδ τι περίμενες, Κυριακή μεσημέρι καλοκαιριάτικο και να μην έχει κίνηση στην παραλία;
- Δεν κατάλαβες, είναι που όλοι οι μαλάκες έχουν σταματήσει εδώ στον κουτάλα και κλείνουν το δρόμο.
- Ε νταξ ρε φίλε, τότε ας πρόσεχες να μην έπιανες δεξιά λωρίδα σαν τους γέρους.
- Βρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο κουτάλας λέω γω;
Got a better definition? Add it!
Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:
Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)
[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ.
- Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ
Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.
Δε χρειάζονται...
Got a better definition? Add it!
1) Σύμφωνα με δόκιμο ορισμό (από λεξικό της νεοελληνικής): χαιρετισμός που απευθύνουμε σε κάποιον όταν τον συναντήσουμε τις απογευματινές ή τις βραδινές ώρες, ευχή να περάσει καλά αυτό το διάστημα
2) Σύμφωνα με λαϊκή άποψη: Χαιρετισμός κατάλληλος για οποιαδήποτε ώρα της μέρας, ανεξαρτήτως τοποθεσίας και ατόμου στο οποίο απευθύνεται. Όταν χρησιμοποιείται, το «α» της τελευταίας συλλαβής επιμηκύνεται κατά δύο με τρία «α» και η όλη λέξη έχει έναν τόνο που εμπνέει συχνά γέλιο και σχεδόν πάντα ανταπόδοση του χαιρετισμού. Ο τόνος πρέπει να είναι σταθερός, αποφασιστικός και «χαβαλεδιάρικος».
Παρατηρήσεις:
Μαρία: - Γεια σου Δημήτρη!
Μήτσος: - ΚΑΛΗΣΠΕΡΑΑΑ!
Μαρία: - Χαχαχαχα, καλησπέρα!
Καθηγητής νεοελληνικής: - Καλημέρα νεαρέ.
Νεαρός μαθητής: - Καλησπέρααα!
Καθηγητής νεοελληνικής: - Τι καλησπέρα ρε, πρωινιάτικα;
Got a better definition? Add it!
Λιγότερο γνωστή μετάλλαξη του μαλακιστηριού.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του:
- Μάνα πεινάω.
- Περίμενε και σε λίγο θα φάμε βρε μαλακίδι!
(Απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος διέπραξε κάποια ανόητη και ασυγχώρητη ζημιά, π.χ. έχυσε τον φραπέ του.)
- Τι έκανες εκεί ρε μαλακίδι ανιστόρητο;
Got a better definition? Add it!
Μάχομαι στην Απείρανθο της Νάξου σημαινει «μισώ».
- Ο Γιώργης με μάχεται από παλιά...
Got a better definition? Add it!
Μπρουσούκ(ι), ή μπουρσούκ(ι). Κυριολεκτικά ο ασβός.
Λέμε έτσι τον πονηρό που προσπαθεί να κινηθεί υπογείως για κακό. Αυτόν που προσπαθεί να κάνει κάτι, συνήθως εις βάρος σου, χωρίς να τον πάρεις χαμπάρι. Αυτόν που δεν μπορεί ή δεν θέλει να σε αντιμετωπίσει ευθέως και συνωμοτεί πίσω από την πλάτη σου...
Εγώ σου χτύπησα το αμάξι σου!;;;
Πιό μπρουσούκ(ι) στο είπε αυτό;
Αυτό το μπρουσούκι που μένει από πάνω παίρνει τηλέφωνο την αστυνομία. Το ξέρω!
Πάλι εσύ ρε μπρουσούκ(ι) είπες ότι εγώ πέταξα τα σκουπίδια εκεί;
Δεν θα σε πιάσω; Πού θα μου πας...
Λένε οι παλιοί μια ιστορία στον τόπο μου (δεν γνωρίζω το βαθμό εγκυρότητας) ότι, κάποτε ο παππούς Καραμανλής αποκάλεσε τη Βασίλισσα Φρειδερίκη μπρουσούκ και δεν μπορούσαν να καταλάβουν για μέρες τι της είπε...
Got a better definition? Add it!
Στην Ρόδο προφέρεται με πέντε τ, όπως το τττττέλι.
Χαρακτηρισμός για τα καμάκια που περιμένανε τις τουρίστριες να ξεμυτίσουνε από το ξενοδοχείο, οπότε και τις ακολουθούσαν κατά πόδας ή με το μοτοσακό που, κατά κανόνα, είχε τρυπημένη εξάτμιση.
Συνήθως, ήταν έφηβοι που δούλευαν σε συνεργεία , ξυλουργεία κ.τ.λ. Μακρύ μαλλί, τρυπημένη εξάτμιση, πηγαίναν συνήθως κατα δυάδες.
Το είδος αυτό έχει εξαφανισθεί πια από την Ρόδο. Την παράδοση πια συνεχίζουν κάποιοι Αλβανοί μετανάστες.
Συνώνυμη η λέξη πάκος.
Καμιά πενηνταριά ματάρια περιμένανε έξω από το ξενοδοχείο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από δύο τραγούδια - ύμνους στους Τυπικούς Κύπριους του Andy Ahana στο YouTube.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η έκφραση ξεπέρασε τον ψηφιακό κόσμο και τέθηκε σε καθημερινή χρήση, ως το τοπικό συνώνυμο του κλασσικού μαλάκα Έλληνα ή Ελληνάρα.
Τείνει δε να αντικαταστήσει τον παραδοσιακό χαρακτηρισμό Ττοππουζοκυπραιος.
Αν νιώθεις θιγμένη επειδή κάποιος έφκαλε τραγούδι που μιλά για τις typical Κυπραίες μάλλον εν επειδή είσαι typical Κυπραία που φορείς τακούνια με κολάν τζαι κολάν με κοντό παντελόνι (άμεση αναφορά στο βίντεο Typical Kyprea από blog)
Η κοινωνία μας καίγεται και ο «Typical Κυπραίος» ψήνει σούβλα (χρήση σε blog χωρίς άμεσο συσχετισμό με το βίντεο)
Είσαι τέλλεια ττύπικαλ κυπραίος ρε μαλάκα! Χώρε ίνταλως εππάρκαρες! (σε καθημερινό λόγο)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χωρίς καπέλο, με ακάλυπτο κεφάλι τέλος πάντων.
Τα μαλλιά τους οι γυναίκες τα έκαναν κοτσίδες πίσω στην πλάτη. Άλλοτε τις έκαναν κύκλο στο κεφάλι ή φτιάχνανε τα μαλλιά κότσο και βγαίνανε ξεκούτρουλες.
Μην πας ξεκούτρουλος ρε, θα γυρίσεις σαν ζαλισμένο κοτόπουλο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified