Further tags

Ο πολύ, μα πολύ βλάκας.

Bλάκας + Megatron (αρχηγός των Decepticons στους Transformers) = βλάκατρον.

- Φώναξα τον κλειδαρά γιατί νόμιζα οτι είχα κλειδωθεί έξω, αλλά τελικά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα, μιας και η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Δεν σκέφτηκα να δοκιμάσω το πόμολο πρώτα...
- Ε, είσαι βλάκατρον!

(από xalikoutis, 09/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός του Γιάννη Βαρδινογιάννη, γνωστού και ως «Τζίγκερ», ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, με αφορμή το πρόσφατο παρελθόν του ως οδηγού αγώνων ταχύτητας.
Τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιούν κυρίως φίλαθλοι του ΟΣΦΠ στα πέριξ του Πειραιά και της ευρύτερης περιοχής.

- Λες να τα κανόνισε φέτος η σωφεράτζα να πάρει το πρωτάθλημα, που κλείνει και ο βάζελος τα 100;
- Πολύ πιθανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.

  1. - Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!

  2. - Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!

(από GATZMAN, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός των γουδιών. Ο μεγάλος μαλάκας. Χρησιμοποιείται και ως γουδάρχης αλλά σε πιο επίσημο λόγο.

-Καλά, πιστεύεις τον Ρουσσάκη; Αυτός ειναι μεγάααλος γούδαρχος.
Μια φορά μου είχε πει ότι τα είχε με μια Pamela!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του εκκλησιαστικού όρου «Παναγιώτατος», αναφερόμενη σε εξτρεμιστή ιερέα της ορθόδοξης εκκλησίας, ο οποίος απειλεί με τον λόγο του και τη στάση του αντίχριστους, προδότες, κουλτουριάρηδες, ομοφυλόφιλους και γενικά όποιον έχει γνώμη και άποψη διαφορετική από την δική του και της επίσημης εκκλησίας.

Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε για τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα το 1992, λόγω του εξτρεμισμού του λόγου του.

(χωρίς παράδειγμα)

Ο Παναγιώτατος Άνθιμος Θεσσαλονίκης. Στο 3:52. (από patsis, 06/09/11)Ο Παναγριότατος Σαρουμάνθιμος απειλεί "θα γίνει της Μόρντορ". (από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα Χουντάλας είναι συνώνυμο της γούνας στην Ελλάδα. Αυτό βέβαια δεν είναι διαφήμιση, γιατί εμείς στο slang.gr δεν γουστάρουμε ούτε τις γούνες ούτε αυτές που τις φοράνε και υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των ζώων, οπότε να πάει να #@!%*& ο εν λόγω κύριος...

Στο θέμα μας τώρα... Εκτός από γουνεμπόρους στην Ελλάδα είχαμε και πολλά πραξικοπήματα, με πρώτη μούρη το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 (την γνωστή «χούντα των συνταγματαρχών»). Κάποιοι ανεκδιήγητοι τύποι αποφάσισαν να σώσουν την Ελλάδα από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» κάνοντας «επανάσταση» και στέλνοντας τους αντιφρονούντες σε Γυάρο και Λονγκ Άιλαντ (Μακρόνησο). Τελικά, μετά από μια επταετία (κατά την οποία μοιράστηκαν πολλές άδειες για ταξί και περίπτερα στα «καλά παιδιά»), με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και με μισή Κύπρο λιγότερη, η χούντα έλαβε το τέλος της. Θα ήταν σενάριο για κωμωδία με ξεκαρδιστικούς πρωταγωνιστές (βλέπε τα βίντεο με τον Παττακό), αν δεν ήταν τραγωδία.

Ο χουντάλας λοιπόν είναι ο χουντικός ή ο νοσταλγός της χούντας. Λέγεται με σαφή ειρωνική διάθεση και συναντάται επίσης ως χούνταλο. Γενικά πάντως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός για κάποιον που συμπεριφέρεται σαν φασίστας (παράδειγμα 3).

Ο χουντάλας ονομάζει το πραξικόπημα του 1967 «επανάσταση». Δεν παραλείπει να λέει τι καλά και ηθικά παιδιά που υπήρξαν οι συνταγματάρχες, τι ησυχία, τάξη και ασφάλεια που επικρατούσε τότε και, κλασικά, ότι «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται»...

Τώρα τελευταία μάλιστα, ο χουντάλας αρχίζει να πιστεύει πως ο Αλαβάνος είναι ο Αντίχριστος και πως η άνοδος των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ είναι η τελευταία τρομπέτα της Αποκαλύψεως...

  1. (Από blog)
    «Και μια ιδιαίτερη προσφορά του blog: Όποιος θέλει να δει από κοντά τον Παττακό, μπορεί να πάει μια Κυριακή πρωί στην Αγία Βαρβάρα, τέρμα Πατησίων. Πιστός χριστιανός, φυσικά, ο χουντάλας, σχεδόν 100 ετών πια, εκκλησιάζεται όποτε μπορεί να περπατήσει! Έχει καθαιρεθεί στο βαθμό του στρατιώτη, αλλά ο κ. Χριστόδουλος τον προσφωνεί ακόμα «στρατηγό»!»

  2. - Πώς τα πέρασες τα Χριστούγεννα;
    - Πώς να τα περάσω... Είχα πάει στους συγγενείς της δικιάς μου και άκουγα όλο το βράδυ τον παππού της τον χουντάλα να λέει τι καλά που ήταν τότε που τους τεντιμπόηδες τους έστελναν για διακοπές στη Μακρόνησο!

  3. (από το Facebook)
    «Άρα αυτός ή ο οποιοσδήποτε κουκουλοφόρος (nickname, μούφα εικόνα) που το μου έσβησε τα posts προάγει σκοπιμότητες εκτός facebook, ή απλά είναι σκατοχούνταλο του ελέους στο μυαλό.»

Βλέπε και χουντόσκυλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά για γυναίκα την οποία θεωρούμε ότι είναι για τον πέουλο...

συνων. μαλακισμένη (απλά πράματα...)

(στίχος τραγουδιού)

[...]Είσαι μια πουτσοκαρούμπα εσύ, δεν θέλω να σε κρίνωωωω... Τ΄αρχίδια μου τα έσπασες μεγάλη συμφορααααααααά.... Τα νεύρα μου δεν τα συγκράτησα και όπως σηκωνόσουουν... «Κριτίμπομπο!» μια τόφα, σου γάμησα τα πρέκιαααα...

(σ.σ. η μελωδία όπως στο κουπλέ του λαϊκού άσματος «Μια καρδιά στα χέρια μου μου φέρανε, καντην ό,τι θες είναι για σένανε»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα υποκοριστικά δύο από τους πρωταγωνιστές του Παναθηναϊκού (μπάσκετ), δηλαδή του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους και του Δημήτρη Διαμαντίδη. Συνεκδοχικά, όλη η ομάδα του Παναθηναϊκού (μπάσκετ 2008-2009), αν και εξίσου σημαντικοί είναι ο Σπανούλαρος, ο Μπατίστ, ο Πέκοβιτς κι όλοι οι υπόλοιποι...

Ο Σάρας να μην συγχέεται με την σάρα.

- Θα το πάρουν απόψε το ευρωπαϊκό ο Σάρας κι ο Μητσάρας;
- Για να δούμε, για να δούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προ επιθέτου με μειωτική σημασία σε φράσεις τύπου «καλά, καλός μαλάκας/σκιντζής/κτλ είναι κι αυτός», για να δείξει ότι ο ομιλητής γνώριζε εκ των προτέρων ότι το πρόσωπο έχει την αποδιδόμενη ιδιότητα, και ότι την έχει αποδεδειγμένα και σε μεγάλο βαθμό.

Το καλός δεν έχει την κυριολεκτική του έννοια, καθώς δεν θαυμάζουμε τη μαλακοσύνη ή την σκιντζότητα του υποκειμένου, ούτε κάποια μεταφορική, αλλά μάλλον εμμέσως τη λέμε στον άλλον ότι θά 'πρεπε να τον είχε πάρει χαμπάρι πιο πριν. Ή πριν πιω... μπερδεύτηκα.

Ένιγουέη, όταν χρησιμοποιείται στο πρώτο πρόσωπο, στο στυλ «καλός μαλάκας / καραγκιόζης είμαι κι εγώ», παίρνει μια περίεργη χροιά τύπου «μου τά 'λεγα» και στο δεύτερο πρόσωπο κάτι σαν ήπιο «σ' τά λεγα».

  1. - Πήγα στον Σκορδομπούτσογλου τον οδοντίατρο για εξαγωγή και μου έβγαλε τρία-τέσσερα δόντια μέχρι να βρει το σωστό...
    - Εμ, καλός σκιντζής είναι κι αυτός, δι' αλληλογραφίας από Βουλγαρία το πήρε το πτυχίο.
    - Τώρα μας τα λες ρε μαλάκα;

  2. Καλό ρεντίκολο είσαι και συ ρε πστ μου... Ήπιες χτες τον κώλο σου σου πάλι και άρχισες τα δικά σου. Αφού σε χαλάει, γιατί το πίνεις;

  3. Μου ζήτησε δανεικά δύο τούβλα πέρσι ο Ψωλοπέογλου κι ακόμα να τα γυρίσει. Αλλά καλό θύμα είμαι και γω που του τά 'δωσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified