Further tags

Λέξη προερχομένη εκ του γραφόντος (δηλαδή εμού), εκ του γαμέω-ω, δηλαδή παντρεύομαι ή ό,τι άλλο έχω κατά νου, με την προσθήκη -ιάρης στο τέλος, το οποίο και προσδίδει την έμφαση ή υπερβολική τάση του ρήματος.

Ο γαμιάρης είναι ο εν έτει 2012 σεξοκάγκουρας, ο επί εικοσιτετραώρου βάσεως ασχολούμενος με γυναικείες υποθέσεις, υπερηφανευόμενος για τις δήθεν κατακτήσεις του καθίσταται περίγελος εις τον περίγυρό του.

Ενίοτε, σαφώς ενοχλητικός, αποτελεί αντικείμενο χλευασμού ακόμη και από το γυναικείο φύλο ως ο σαλιάρης, ο ψευτοκοκορίκος, ακόμη δε και ο μάλαξ.

Προτροπή στους αναγνώστες: Όταν προφέρετε την λέξη ως προσφώνηση σε γνωστό σας, τονίζετε πάντα την παραλήγουσα, επί παραδείγματι: Καλώς τον γα-μννιιιιά-ρη, (βλέπει κανείς την ουσία της λέξεως με την προσθήκη του 'ν', αυτός που νοιάζεται περί των θεμάτων της γαμικής).

  1. Πού ήσουν ρε γαμιάρη;

  2. - Ο Τάσος πρέπει να είναι γερός μπήχτης. - Μπαα, ένας παλιογαμιάρης είναι.

  3. Έλα ρε μάλαξ, μη στέκεσαι στη μέση σαν τον γαμιάρη.

  4. - Τασούλα;! Έμαθα σ' την έπεσε ο Απόστολος. - Τον έστειλα από εκεί που ήρθε, τον γαμιάρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «πριζομπρέκι» προήλθε από το γνωστό σε όλους Prison Brake. Είναι μια παραλλαγή του τίτλου της ταινίας. Το χρησιμοποιούμε σε διάφορες εκφράσεις και θα το συναντήσετε στην Κρήτη.

Γαμώ το πριζομπρέκι μου!

Άντε να μη σε στείλω σε κανένα πριζομπρέκι βραδιάτικα! (Κοινώς, άντε στο διάολο!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και ο κραγμένος ομοφυλόφιλος, αλλά αυτός χαρακτηρίζεται περισσότερο ως πουστάρα.

Το πουσταράς είναι συνηθέστατη και γενικότατη βρισιά, που μπορεί να σημαίνει και ότι αυτός προς τον οποίο την απευθύνουμε έχει τα χαρακτηριστικά της βρισιάς πούστης μεγεθυμένα, δηλαδή άνανδρος, άτιμος, πονηρός, μη γενναίος, αλλά και μπορεί απλώς να σημαίνει ότι θέλουμε να βρίσουμε κάποιον ότι γαμιέται.

Από τον γούγλη φαίνεται ότι την χρησιμοποιούν πολύ οπαδοί εναντίον όσων ανήκουν σε άλλη ομάδα.

  1. ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΓΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΨΑΡΑΣ ΠΑΡΑ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΖΕΛΑΣ ΠΟΥΣΤΑΡΑΣ!!! (Εδώ).

  2. Που μας κατάντησε ο πουσταράς…Μέχρι και οι Σλοβάκοι μας κάνουν πλάκα… (Εδώ).

  3. Ο ΕΦΗΒΟΣ ΜΕΓΑΛΩΣΕ ΜΟΥΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΣΑΣ Η ΜΟΥΝΑ ΕΓΙΝΕ ΝΑ ΚΑΙ ΕΣΥ ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΘΑ ΕΙΣΑΙ ΠΟΥΣΤΑΡΑΣ ΓΑΜΙΕΤΑΙ Ο ΘΡΗΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ (Εδώ).

(από joe909, 20/01/12)(από Khan, 08/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα)

ξεβαφτίζω: μπινελικώνω κάποιον σε τέτοιο βαθμό (συνήθως εμπλέκοντας θεία πρόσωπα σε άσεμνες στάσεις), που δεν μένει πια τίποτε ιερό πάνω του (βλ. χέζω/«λούζω» πατόκορφα)

ξεβαφτίζομαι: μπαινοβγαίνω συχνά στο νερό (θάλασσα ή μπανιέρα).

Καίτοι οι πατρινοί τυγχάνουν ιδιαίτερα θρήσκοι (και θρησκόληπτοι), παρατηρείται το οξύμωρο, η λαϊκή δοξασία να θεωρεί εξαιρετικά επιφανειακό και πρόσκαιρο το εξ απαλών ονύχων «επίχρισμα» της βαπτίσεως, ώστε να αποκολλάται ευχερέστατα, συνεπεία ύβρεως ή ύδατος, αντιστοίχως.

  1. - Μήτσε, πήρε ο προμηθευτής και είπε δε θα’ ρθει σήμερα, του ’τυχε δουλειά λέει. Άμα είναι αύριο πρωί-πρωί.
    - Αύριο; Τί μαλακίες είν’ αυτές; Και τί θα κάνω εγώ σήμερα που δε μου’ χει μείνει στόκ; Για βρες μου το τηλέφωνό του, ναν τονε ξεβαφτίσω, να σου πώ εγώ...

  2. - Μάααακηηηη! Πιπίιιιιτσαααα! Βγείτε επιτέλους απ’ τη θάλασσα βρωμόπαιδα, που ’χετε μελανιάσει και τρέμετε σα ζαγάρια! Ξεβαφτιστήκατε πιά!
    - Μάλιστα μητέρα.

  3. - Επρόπερσυ το καλοκαίρι με τους καύσωνες, που ’χε χτυπήσει σαρανταπεντάρια, έκανα ίσαμε 5-6 ντούς τη μέρα!
    - Είσαι κι εσύ των άκρων, βρε παιδί μου. Ή που θα ξεβαφτίζεσαι ή καθόλου;
    - Δεν το πήρα;! Εγώ κάνω κάθε μέρα μπάνιο.
    - Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διοικητής λόχου αυνανιστών (< αγγλ. captain = λοχαγός). Συνήθως δεν έχει αποφοιτήσει από κάποια σχετική σχολή, αλλά αναδεικνύεται στο πεδίο της μάχης σε φυσικό ηγέτη της ομάδας, λόγω των αναμφισβήτητων προσόντων του και του έμφυτου χαρίσματος που διαθέτει.

Ο καπετάν-μαλάκας υποστηρίζεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του από έναν ή περισσότερους ανθυπομαλάκες των οποίων τις δραστηριότητες συντονίζει με ζήλο.

Χότζα μου, δουλεύοντας ήδη το μέχρι σήμερα ανύπαρκτο λήμμα, έπεσα πάνω σε σχετικό σχόλιό σου στον καπετάν Φλωριά. Έχεις απόλυτο δίκιο, ο λημματογραφούμενος καπετάνιος κρύβεται στις σελίδες του Κονδυλάκη. Κατέβασα όσα κείμενά του διαθέτω, κατέβασα και κάμποσα καντήλια και ΧΠ αλλά εις μάτην, του κάκου. Ο καπετάνιος παρέμεινε ασύλληπτος.

Ίσως γι αυτό να λένε ότι η μαλακία είναι ανίκητη.

Για να βγάλω λοιπόν το άχτι μου, στο παράδειγμα παραθέτω από μνήμης και στο περίπου τη φράση του Κονδυλάκη.

«Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο καπετάν-μαλάκας ήταν πατέρας μου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μισοσοβαρή-μισοαστεία κατάρα από Αιτωλοακαρνανία μεριά.
Το παλιούρι είναι ένας γεμάτος αγκάθια θάμνος, εναντίον του οποίου δεν συνιστάται η κατά μέτωπον επίθεση, κοινώς γιούργια. Προφάνουσλυ, ένας αγκαθωτός διάολος που κόβει βόλτες στα σωθικά του αποδέκτη της κατάρας δεν είναι και ό,τι καλύτερο...

Πηγή : Ο φάδερ.

Μωρέ φαταούλα, μισό μπακλαβά είχα φυλάξει να γλυκάνω το δόντι μου, και μόλις γύρισα την πλάτη μου τον σαβούρωσες; Μπα που να 'μπει ο διάολος μέσα σου και να 'ναι φορτωμένος παλιούρια, κερατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση του υβριστικού όρου κλαπαρχίδας ή κλαπαρχίδης.

Άντε ρε κλάπα από 'δω που θα μου πεις ότι ήταν οφ-σάιντ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδίδεται συνεχώς στην γνωστή τέχνη του Αυνανισμού... Χρησιμοποιείται για να μην χρησιμοποιηθεί δημοσίως όταν δεν αρμόζει (π.χ. όταν είναι μια γκόμενα μπροστά)...

Στο γυμναστήριο είναι 2-3 και συζητούν... Μπαίνει ένας που είναι ευρέως γνωστό ότι το αγαπημένο του σπορ είναι να την βρίσκει με την Πουλχερία...
«Μαλάκα αυτόν τον βλέπεις;»
«Ποιον ρε»;
«Αυτόν που μπήκε τώρα μέσα...»
«Ναι ρε... Γιατ;ί»
«Είναι μεγάλος πετσαδόρος... Όλη μέρα χειρογλύκανο...»
«Έλα ρε... είναι θαμώνας του youporn;»
«Τι να σου λέω το έχει ματώσει το πετσάκι του πολλάκις...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Νόστιμο ψάρι που μοιάζει με τον τόνο και την παλαμίδα με επιστημονική ονομασία auxis. Το είδος auxis thazard ζει σε μεγάλα βάθη στη Μεσόγειο. Παρεμπιπτόντως, έχουν βρεθεί απολιθωμένα λείψανά τους σε στρώματα του ολιγόκαινου και του μειόκαινου, σε περιοχές της Αυστρίας και της βόρειας Βαλκανικής.

2. Χοντρό ροπαλοειδές (κι όχι μόνο) κομμάτι ξύλου, ο γνωστός κόπανος, στο ουδέτερό του.

3. Το αρχίδι, κατά Λευκάδα μεριά. Οπότε και μειωτικός χαρακτηρισμός προς άτομα με απαράδεκτη συμπεριφορά, βλάκες, ύπουλους, μοχθηρούς και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό όπως βεβαιώνεται κι εδώ.

1.
Έχω πιάσει μόνο δυο φορές με λαστιχάκι ψαρεύοντας τονάκια (κοπάνια) τα οποία πιάνονται εύκολα με αυτό οπότε σίγουρα δεν είναι η καλύτερη μέθοδος το λαστιχάκι για παλαμίδες.

2α.
Η δε επεξεργασία του χώματος ήταν μια μεγάλη διαδικασία, Το χώμα αυτό το κοπανούσαν με ένα ξύλο, το «κοπάνι», το οποίο το έπαιρνε χοντρό από το δάσος ο Παναγιώτης ο Κοζανίτης και το πελεκούσε. Μ’ αυτό χτυπούσε το χώμα μέχρι να γίνει σαν πούδρα.
(Περιγράφει την επεξεργασία χώματος με σκοπό τη δημιουργία κεραμικών).

2β.
Το νερό θέτει σε περιστροφική κίνηση εκκεντροφόρο άξονα, ο οποίος με τη σειρά του κινεί παλινδρομικά ράβδους (κοπάνια), οι οποίες συνθλίβουν τις πρώτες ύλες του μπαρουτιού σε λεπτή σκόνη. (Περιγράφει τη λειτουργία ενός μπαρουτόμυλου στην Αρκαδία -βλ. 2ο μήδι).

3α.
Το παιδί είχε μοίρα λαμπρή. Καλά-καλά!!! Το δέχτηκε η γειτονιά ως φυσιολογικό και γνήσιο. Το δέχτηκαν οι Βλάχοι, οι γύφτοι, οι λούμπεν, οι χλιδάτοι, οι μοδάτοι, οι λεφτάδες, οι παπάδες, οι σοφοί, οι κουτοί, οι χαζοί, οι κουζουλοί, οι πονηροί, οι χωριάτες, οι εργάτες, τα κοπάνια, τα τσογλάνια, οι λεβέντες, οι χαφιέδες και γενικώς το εδέχθησαν άπαντες οι μαλακισμένοι της κοινωνίας ( μεταξύ αυτών και εγώ αρχικώς) γιατί το παιδί έγραφε στην ούγια ΜΕΪΝΤ ΙΝ ΟΥΖΑ και εμείς διαβάζαμε Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

3β.
Έχει σημασία που δεν δημιουργήθηκε για video games; Δεν υπάρχει πιο εύχρηστο εργαλείο από το ποντίκι τελεία και παύλα, για όποιον σκοπό και να χρησιμοποιείται. Εξάλλου κάποτε δεν φανταζόμασταν τους εαυτούς μας να παίζουμε με keypads, αυτά ήταν για κοπάνια, το tomahawk joystick ήταν κάποτε το χέρι του θεού ή το πιο κοντινό σε αυτό.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified