Further tags

Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.

(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).

- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος «ζεν» αποτελεί Ελληνοκινεζο-σλάνγκ που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση γαλήνης, ψυχοσωματικής ισορροπίας, επικοινωνίας με άλλους κόσμους, προϊόντα διαρκούς υπερβατικού διαλογισμού και πνευματικής άσκησης.

Ευρύτερα, συμπεριλαμβάνει όλες εκείνες τις ιδιότητες του μοντέρνου δυτικού ανθρώπου που θαυμάζει και θέλει να αφομοιώσει την ανατολική φιλοσοφία, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να την καταλάβει, αλλά μπορεί να την «καταναλώσει» μέσα από απόπειρες γιόγκα, βιολογική διατροφή, σεμινάρια φιλοσοφίας και διαλογισμού κ.α. τυποποιημένα αγαθά made in Taiwan.

Σε ειδικές περιπτώσεις, πχ. σε αναφορά στη «μόνιμη γαλήνη», αντικαθιστά την μέχρι πρότινος δεσπόζουσα στο στερέωμα των Ινδοελληνο-σλανγκ φράση «είμαι σε φάση Νιρβάνας», η οποία είχε διαδοθεί ιδιαίτερα στα ενενήνταζ, χάρις στην εμφάνιση του ομώνυμου ροκ σχήματος ανακύκλωσης κιθάρων.

Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, όπου και ο μπάρμπα-Μπρίλιος από το αρβανιτοχώριον μπορεί να συνδεθεί στο ψαχτήρι και να κατεβάσει ταινίες όπως «Τίγρης και Δράκος» και «Kung-Pow», να παραγγείλει να του στείλουν «Μάνγκα» (αυτά είναι γιαπωνέζικα κόμιξ) και να μάθει για τον Κάπταιν-Κόζκο που θα πάρει τον Περαία, η επαφή με την Κινεζική κουλτούρα και φιλοσοφία μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ντοπιολαλιά.

Φυσικά, η χρήση ξένων όρων δεν ταυτίζεται νοηματικά με την εκφορά τους στη μητρική γλώσσα με συχνά αποτελέσματα κακοποίησης, όπως και στη χρήση του όρου «ΖΕΝ».

- Καλά, ε; Αυτός ο διατροφολόγος είναι και πολύ «ζεν» τύπος! Άκου να δεις! Με το που μπαίνω στο γραφείο του και χαζεύω τους βούδες και τους ελέφαντες νίντζα αυτός απλά κοιτώντας με μου έχει βγάλει τα κιλά μου, την ηλικία μου και το όνομα του σκύλου μου! Και καπάκια με ψεκάζει με ένα κινέζικο αδυνατιστικό άρωμα και με κοιμίζει! Και ξυπνάω την άλλη μέρα 2 κιλά ελαφρύτερος! Απίστευτο, σου λέω! Ενώ όλα αυτά τα'χα για τα ούρα, τώρα πιστεύω!

- Ρε μπας και ενώ κοιμόσουν σου έκλεψε κανένα νεφρό και νιώθεις ελαφρύτερος; Για κοιτάξου σε κάναν ουρολόγο και τράβα κατά Ινδία μεριά, μπας και ο δικός σου τα' στειλε πακέτο στο «Μάστερ» να τα σκοτώσει σε καμιά λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τροποποίηση / μετατροπή / μετασκευή / βελτιωτική επέμβαση. Εκ του αγγλέζικου modify προφάνουσλυ. Συνώνυμα: φτιάξιμο, πείραγμα.

Δημοφιλέστατη έκφραση, το γούγλε βγάζει πάνω από 21.000 αποτελέσματα. Αναφέρεται κυρίως σε μηχανοκίνητα και είναι από τις πλέον κλάσικ εκφράσεις της άουτο-μότο σλανγκ. Τις μοντίφες τις αγαπούν οι κάγκουρες, αλλά και όσοι γενικά έχουν μεράκι με τα μοτόρια και την έχουνε ψάξει τη δουλειά. Οι μοντίφες είναι πρακτικά ανεξάντλητες. Με τις κατάλληλες μοντίφες ένα απλό μηχανοκίνητο μπορεί να προβιβαστεί σε εργαλείο που θα πηγαίνει τον κώλο του. Πολλαπλές μοντίφες επί του ιδίου αμαξίου / μηχανακίου το καθιστούν κωλοφτιαγμένο, τη στιγμή που μια και μόνη ουσιαστική μοντίφα επί του κινητήρα αρκεί για να χαρακτηριστεί αυτό ως πειραγμένο.

Παίζει αυτούσιο και ως επίθετο, π.χ. το αμαξάκι είναι μοντίφα, όχι μαμίσιο. Άλλο παράγωγο επίθετο: μοντιφαριστός.

Εννοείται πως μοντίφες δεν γίνονται μόνο σε δίτροχα και τετράτροχα, αλλά και σε άλλα αντικείμενα-φετίχ, όπως οι υπολογιστές (εκεί συνήθως το λένε αναβάθμιση), τα ηχοσυστήματα, ένα θαλάσσιο σκάφος ή μια ηλεκτρική κιθάρα Les Paul Standard.

Ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται καθημερινά αντικείμενο μοντίφας: πλαστικές επεμβάσεις, τεχνητά μέλη, εμφύτευση τσιπακίων, κλωνοποίηση, ευγονική, γενετικό ντόπινγκ, γνωσιακές επιστήμες κ.ο.κ. Η έννοια «άνθρωπος» αλλάζει. Μεταβολή στις ποσότητες συνεπάγεται μεταβολή στις ποιότητες. Τα όρια με τη μηχανή θα γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα.

Για να μην εξαντλούμαστε σε περιπτωσιολογία: η μοντίφα είναι το ειδοποιό στοιχείο του Homo Faber, του Ανθρώπου-Κατασκευαστή. Ο Άνθρωπος-Προμηθέας, που επεμβαίνει διαχειριστικά στη φύση με στόχο να την καθυποτάξει, να κυριαρχήσει επ' αυτής (και ακολούθως επί των συνανθρώπων του). Η Φύση γίνεται Αντικείμενο (αντικειμενοποίηση / εξαντικειμενίκευση) και έναντί της ίσταται το Υποκείμενο, όπως συνελήφθη φιλοσοφικώς υπό του Καρτεσίου. Η res cogitans του ανθρώπου αντιπαρατίθεται στην res extensa του πράγματος. Ο Λόγος είναι το εργαλείο τούτης της κατακυριάρχησης, καθιστάμενος ως εκ τούτου εργαλειακός (Ιnstrumentallen Vernunft κατά τον Μax Horkheimer). Ποτέ ο Homo Faber δεν μένει ικανοποιημένος με τις μοντίφες του, αλλά διαρκώς αναζητά βουλιμικά κι άλλες, κι άλλες... Ένας κατά βάθος στείρος τεχνολογισμός και παραγωγισμός συντηρεί ως σήμερα το Μεγάλο Αφήγημα της Προόδου, τον Εφιάλτη της Προόδου.

  1. - Για λέγε καμιά καλή μοντίφα για εξάτμιση. Έχω ένα ΚΤΜ LC4 κι ένα CBR 1100.
    - Αρχαιολογίες μηχανάκια, αλλά ρησπέκ όσο να 'ναι. Αcrapovic για το on-off, Υοshimura για το στριτάκι.

  2. (από forum καυλόγκαζων)
    - rallakias και phoinix_gr ενδιαφερομαι και εγω καθως μπορω να φερω και καποια εργαλεια που 8α βοηθησουν....ειδικα στην αφαιρεση της ταπετσεριας της πορτας...
    - Οκ, οταν κανονίσουμε την μοντίφα, θα ενημερώσω!

  3. (από άλλο forum καυλόγκαζων)
    Ο Χρήστος είναι από το πρωί μέχρι τώρα στο συνεργείο... :roll:
    Φυσικά επειδή πάντα υπάρχουν προτεραιότητες, δεν πήγε για τη βλάβη, αλλά για μοντίφα.

  4. (από παράλλο forum καυλόγκαζων)
    Ωραίος. :D Χάζευα ξανά τα spec σου. Δεν φανταζόμουν ότι του είχες φορέσει δίσκάτο lsd, νόμιζα ότι το είχες με torsen.
    Επίσης πολύ ωραία τα μοντιφαριστά coilover στα γόνατα.

  5. (από ένα τελευταίο forum καυλόγκαζων)
    - Οι νίκελ ταινίες να σου πω την αλήθεια δεν μου πολυάρεσουν... Οι καθρέφτες νίκελ μαμάνε αλλά είναι ακριβούτσικοι! Ό,τι και αν κάνεις τελικά καλές μοντιφιές.

Οι Mods έκαναν τρελές μοντιφιές στα πραπρά τους (από Vrastaman, 02/01/10)Homo Faber-Castell (από Vrastaman, 02/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξουαλικό όργιο στο οποίο συμμετέχουν κατά κανόνα βρωμόμουνα μποντιμπιλντεράδες, ζιγκολό ή ακόμα και ανυποψίαστες πλην πολύπειρες σεξουαλικά κοπέλες.

Διοργανωνονται από μερακλήδες σε ποικίλα μέρη όπως γκαρσονιέρες, χαμάμ, spa ή ξενοδοχεία και σκοπό έχουν την ψυχοσωματική εκτόνωση και αναζωογόνηση των συμμετεχόντων.

Σ.ς.: Μετρ του είδους είναι ο Θεσσαλονικιός Σωτήρης.

- Πρόεδρε έλα για μουχαμπέτι αύριο στα λουτρά Θέρμης.
- Εκτιμώ την πρόσκληση άλλα είμαι παντρεμένος ρε παλικάρι μου. Να 'σαι καλά.

Mουχαμπέτι με την Ugly Betty ακα Tσιμουχαμπέτι (από Vrastaman, 15/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των μαφιόζων, σημαίνει ψεύτικο, κάλπικο, πέτσινο.

Ακούγεται στην ταινία «Donnie Brasco»,με τους Al Pacino, Johnny Depp και Michael Madsen (βλ. μήδι).

Εκ του fugazi.

- Αυτό το δαχτυλίδι είναι φουγκάζι.
- Ποιος το χέζει...

Στο 0:13 (από allivegp, 08/12/11)(από allivegp, 08/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεργούνι: εξευτελισμός, ρεζίλεμα.

Βγαίνω (ή με βγάζουν) σεργούνι: γίνομαι βούκινο, ντροπιάζομαι σε κόσμο, ξεφτιλίζομαι, γίνομαι ρόμπα (απλή ή, κυρίως, υπερθετική).

Συνδέεται στην συνείδηση του λαού με το ξεφτιλίκι που επιτυγχάνεται όταν βγαίνουν τα άπλυτά σου στη φόρα μέσω κουτσομπολιού, ενώ συχνά παίζει να ενέχεται και συκοφαντία.

Ο ορισμός μας για το θάψιμο περιγράφει σε μεγάλο βαθμό τον ένοχο και το θύμα. Ο κολλητός που έχεις κλάψει στον ώμο του επειδή είσαι διαφανής για μια γκόμενα που δεν το ξέρει - τώρα το ξέρουν όλοι και την δουλεύουν, εσένα απλά σε περιφρονούν, λούζερ. Η κατίνα της γειτονιάς που παρακολουθεί με μεγάλη σπουδή τα εσώρουχα που απλώνεις να στεγνώσουν - όλη η πλάση μαθαίνει για το κόκκινο βρακί αυτοκινήτου, πού, πού το φοράς εσύ δηλαδή το βρακί, ε, ε, χήρα γυναίκα, αλλά είσαι μια πουτάνα που οργανώνει όργια, λυπούνται όλοι τον γιο σου που είναι και φαντάρος το παλικάρι. Η οικιακή βοηθός που βρίσκει στο συρτάρι τα μπλε χαπάκια - στη λαϊκή συζητούσε ο ψαράς με την κυρία που πουλάει τα μανταρίνια ότι ε, ήταν προφανές πως είσαι ανίκανος, αχχχ η καημένη η γυναίκα σου γι' αυτό είναι μαραμένη. Άστα. Σε βγάλανε σεργούνι.

Η λέξη προέρχεται από την τουρκική γλώσσα όπου, λέει, σημαίνει εξορία και με αυτή την έννοια είναι σχετική με την διαπόμπευση.

Έκφραση χρησιμοποιούμενη σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου (στανταράκι Ηλjεία, Μεσσηνjία, Αρκαδία, Λακωνία), αλλά και αλλού (πχ στο νετ την πέτυχα και ως ιδιωματισμό της Σκύρου).

- Μπράβο Γιώργο μου, μπράβο αστέρι μου, καλά ρε ηλίθιε, πήγες με τη Ρούλα; Με τη Ρούλα;;; Δε σου 'λεγα ότι έχει βγάλει όλη την εταιρία σεργούνι; Τόσο το 'χει ο ένας, αυτουνού είναι στραβιά, εκείνος την έχει γαϊδουρινή και με κούρασε, ο άλλος είναι μαλακοκαύλης;
- Ε, καλά ρε, για μένα τι να πει δηλαδή... - Α είσαι εντελώς μαλάκας! Τι να πει ρε στόκε το τσόκαρο, άμα θέλει να βρει να πει δεν θα πει; - Παιδί μου δεν κάναμε τίποτα λέμε!!! Μου την έπεσε σαν λυσσάρα αλλά δεν μπορούσα τόσο χύμα ξενέρωσα, δεν έγινε σκηνικό.
- ...Ωχ. Την πάτησες - τσάμπα το ξεφτιλίκι. - Μα τι να πει;!!!
- Ας πούμε... ότι την έχεις σαν το καπάκι του μπικ και μόλις που έφτασε μέχρι τον ουρανίσκο της;
(γκντουπ)
-...(μονολογεί) αυτά είναι ρε πούστη μου, τις πηδήξεις δεν τις πηδήξεις πάλι μαλάκας είσαι...

Από εδώ: Αυτοί οι κύριοι που παίρναν σβάρνα τις διάφορες πόλεις για να βρούν τις νέες Σπάις Γκέρλς και είχαν την κακοήθεια να μας δείχνουν τις χειρότερες οντισιόν κάνοντας ρόμπα τα κοριτσάκια στο Πανελλήνιο, καλά θα κάνουν να πάνε να καθαρίσουν τους καθρέφτες τους με λίγο σάλιο. Γιατί βέβαια με τη λογική «εμείς είμαστε σοβαροί αλλά στην ουσία κάνουμε και λίγο πλάκα, τηλεόραση είναι» κάποιοι άνθρωποι γίνονται σεργούνι και πολλοί περισσότεροι γίνονται περισσότερο σεργούνι που στήνονται να τους δουν.

Οκ. Δεν υπάρχει ελπίδα. Βγήκες σεργούνι. (από Galadriel, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την αγγλική λέξη crash = συντρίβομαι, καταρρέω.

Κάποιες κλασσικές περιπτώσεις χρήσης του όρου αναφέρονται ακολούθως. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δείξει:

α) Δυσλειτουργία ενός προγράμματος, ενός συστήματος, μιας συσκευής, κλπ. (βλ. παρ. 1)

β) Διάλυση και αποδιοργάνωση, ως συνέπεια κάποιας κατάστασης που τυχαίνει να έχει φθοροποιά αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε να μιλάμε, π.χ. για περίπτωση:

  • υπερβολικής κούρασης, συνεπακόλουθης κατάπτωσης και αδυναμίας ανάκτησης ψυχοσωματικών δυνάμεων κάποιων. Μιλάμε, δηλαδή, για κάποιους που καταντούν, για επισκευή και πέταμα.
  • θλιβερού γεγονότος, αρρώστιας (δικής μας ή κάποιου προσφιλούς μας προσώπου), συναισθηματικής αναστάτωσης, με διάφορες επιβλαβείς συνέπειες σε ορισμένους τομείς της ζωής μας.
  • μεγάλης πόσης.

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 2.

γ) Διάλυση και αποδιοργάνωση ως συνέπεια κάποιας αναμενόμενης φθοροποιού κατάστασης. Μιλάμε, π.χ: για αδυναμία ανάκτησης δυνάμεων κάποιων λυκόπουλων. Ο άνθρωπος έχει και καλά, καλή εγγύηση λειτουργίας για ορισμένα χρόνια. Από κει και πέρα ο πανδαμάτωρ χρόνος που όλα τα φθείρει, φθείρει κι αυτόν, που κάποτε, μπορεί να λειτουργούσε ως, μηχάνημα μ' αρχίδια, αλλά τώρα λειτουργεί ως, αρχίδια μηχάνημα (π.χ: δε θυμάται βασικά πράγματα, κλπ).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 3.

δ) Αίσθηση ανατροπής, όταν απίθανα κι απρόσμενα πράγματα, διεγείρουν τις αισθήσεις μας, δίνοντάς μας την εντύπωση πως έχει αποδιοργανωθεί η τάξη και η ισορροπία των πραγμάτων. Ο κόσμος γύρω μας κλονίζεται. (βλ. παρ. 4).

  1. Μόλις πάω λίγο να ανοιξω ένα προγραμματακι ( δηλαδη να φορτώσω λίγο το CPU ) τοτε τα βρίσκει σκούρα και κρασάρει. Δες εδώ.

  2. Έχω κρασάρει αυτές τις μέρες από την πολλή κούραση στη δουλειά. Δεν αντέχω άλλο.

  1. - Απ' όσα κι αν του 'λεγα, ζήτημα αν θυμόταν κάνα δυο θέματα
    - Εμ... έχει καβαντζάρει τα όντα εδώ και κάμποσα χρόνια. Έχει κρασάρει ο δίσκος του πια. Έχει κάψει RAM.
  1. Αλλά με όσα βλέπουν τα μάτια μου και ακούν τα αυτιά μου, με προδοσίες από εμάς τους ίδιους, θα κρασάρω κάποια στιγμή. Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified