Further tags

Έκφραση έντονα προσβλητική. Πρωτοεμφανίστηκε στα κατώτερα λαϊκά στρώματα και γρήγορα έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για να περιγράψουν την έντονη παρουσία γυναικείου, πολλά υποσχόμενου πληθυσμού.

- Μαλάκες, πήγατε στο πάρτυ της Φωφώς;; - Ναι, ρε φίλε!! Τόσες γκόμενες μαζεμένες... του μουνιού το πανηγύρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη. προέρχεται από το πυρκαι το κλανίδι(ουδέτερο, παρετυμολογικό της λέξης κλανιά). Αναφέρεται σε κατάσταση όπου το άτομο που προβαίνει στην ειδεχθή αυτή πράξη χρησιμοποιεί εκτός από την κλανιά του, η οποία μπορεί να διακριθεί σε εκούσια (όταν προσπαθεί από μόνος του να την αμολήσει) και την ακούσια (ως ανθρώπινη φυσική ανάγκη), και όργανα που μπορεί να προκαλέσουν εύκολη και γρήγορη ανάφλεξη, όπως αναπτήρας ή στουπί σε ακραία περίπτωση.

- Ρε μαλάκα Μήτσο, τι στον πούτσο κάνεις με τον αναπτήρα στον κώλο σου; Τον ασβεστώνεις τον τοίχο;
- Τι λες ρε μαλάκα; Προσπαθώ να κάνω πυροκλανίδι!!!

Απαραίτητος ο πυροσβεστήρας. (από nick, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκωπτική αυτή στιχομυθία πηγάζει από την βαθιά ριζωμένη λαϊκή πεποίθηση ότι οι κουτσές γυναίκες –καθώς και οι πάσχουσες από οποιαδήποτε άλλη δυσμορφία ή αναπηρία– είναι αντισταθμιστικά καλύτερες στο κρεβάτι, απλούστατα επειδή προσπαθούν πιο σκληρά.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πλέον στηλιτευτικά προς άτομα αργόστροφα ή αναποτελεσματικά, ιδιαίτερα δημόσιους υπάλληλους.

Υπάρχει πληθώρα εναλλακτικών διατυπώσεων, όπως το «πάει κούτσα-κούτσα και χαίρεται την πούτσα», η πιο καθωσπρέπει διατύπωση «έλα κούτσα-κούτσα και κούτσα-κούτσα έλα», αλλά και η εκστέντεντ βέρσιον
«Έλα κούτσα-κούτσα και πιάσε μου την πούτσα και χώσ' τη μες τον κώλο σου να κάνει πλάτσα-πλούτσα»

«Έλα κούτσα κούτσα και γλύψε μας την πούτσα και όπως έρχεσαι πάρε γκασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά» (Από forum)

Κούτσα-κούτσα, η Heather Mills έπιασε τον κώλο του Paul McCartney... (από Vrastaman, 25/09/08)Δημόσιο φορέβερ! (από Vrastaman, 25/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της πόκας. Καλό πράμα γενικώς, διότι το χαρτί στο οποίο αναφέρεται ο όρος (το φουλ, πχ 3 άσσοι με 2 παπάδες) είναι από τα ανώτερα και κερδίζει πολλά κόλπα. Αν το χειριστεί δε σωστά και ο παίκτης ή αν είναι κρυφό στο υπόλοιπο τραπέζι, γίνεται ακόμη καλύτερο.

Ο όρος χρησιμοποιείται αντί του γενικότερου «γίνομαι», το οποίο αναφέρεται στο ότι έχω πράμα αλλά δεν εξειδικεύει ακριβώς τι.

Στην ερώτηση του αδαούς περί την ποκερική τέχνη / επιστήμη «και καλά ρε μάγκα, μιλητό το παίζετε το παιχνιδάκι και λέτε τι έχει ο καθένας;», η απάντηση είναι ότι μετά από κάθε κόλπο για κάποιο ανεξήγητο λόγο οι χαμένοι θεωρούν πρέπον να εξηγήσουν στην ομήγυρη για ποιον ακριβώς λόγο ακολούθησαν τα χτυπήματα μέχρι τέλους και πήραν τ' αρχίδια τους αντί να πουν πάσο και να ξεμπερδέψουν έχοντας απωλέσει μόνο τις προκαταβολές.

- Καλά ρε μαλάκα, τι αστείος είσαι... Χτυπάει η Σόνια και ανεβαίνεις κιόλας; Αφού είναι προφανές ότι έχει φουλιάσει, φωνάζει το ρημάδι το χαρτί, μόνο στο τραπέζι που δεν ανέβηκε...
- Περιμένω να φουλιάσω κι εγώ από την αρχή. Είμαι με 2 βαλέδες στο χέρι και 2 δεκάρια κάτω.
- Ε, τράβα στο γκιζντάνι τώρα να δεις τη γλύκα...

Το περί ου ο λόγος εργαλείο στην ισχυρότερη έκδοση, το GTi των φουλ ένα πράμα. (από acg, 25/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φουλάρισμα (εξ ου και το σχετικό ρήμα) είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο και εξτρήμ σπορ, το οποίο δεν είναι γι' αυτούς που πάσχουν από αδύναμη καρδιά ή δεν αντέχουν τις μεγάλες και απότομες συγκινήσεις.

Αναφέρεται στο γέμισμα του ρεζερβουάρ βενζίνης του αυτοκινήτου, πράγμα το οποίο είναι μεν πολύ σπάνιο στις μέρες μας, αλλά συμβαίνει ενίοτε. Βέβαια με τις τιμές του πετρελαίου εκεί που βρίσκονται και τους βενζινοπώλες να τις παρακολουθούν μόνο στην άνοδο, ένα φουλάρισμα ιδίως μεγάλου αυτοκινήτου είναι κοντά μια κατοσταρού ενώ το πενηντάρικο (λέγε με 17 χήνες σε κανονικά λεφτά) είναι εκ των ων ουκ άνευ...

Το ρήμα και το επίθετο «φουλαριστός» χρησιμοποιούνται επίσης όταν αναφερόμαστε σε μεγάλη ταχύτητα (βλ. σχετικό παράδειγμα).

Τέλος, δεν θα πρέπει να συγχέεται με το ρήμα φουλιάζω, κυρίως διότι με το φουλάρισμα σίγουρα χάνεις λεφτά ενώ με το φούλιασμα μπορεί και να βγάλεις.

1
- Είμαστε έτοιμοι. Το αμάξι φορτωμένο, τα παιδιά μέσα. Πάμε να φουλάρουμε βενζίνη και φύγαμε.
- Σιγά μην πάμε και για μπάντζι τζάμπινγκ. Θα βάλουμε 20 ευρώπουλα και όσο μας πάνε. Εκτός άμα σ' έβγαλε γκόμενα ο βενζινάς, που πλάκα πλάκα δεν το κοιτάς λίγο, μπα και γλυτώσουμε κανα φράγκο;
- Α να χαθείς... κρύε.

2
- Ακρίβεια βρε Θρασύβουλε... Όλα ανεβαίνουν. Εκείνη η βενζίνη πια, ούτε χρυσή να ήταν...
- Εγώ πάλι δεν το καταλαβαίνω Αγησίλαε. Και τότε ένα χιλιάρικο έβαζα, και τώρα τρία ευρώ βάζω. Πού τη βλέπεις την ακρίβεια;
- Α, καλά. Πάλι άλλαξες τα χάπια;

3
...και ξεκινάω φουλαριστός για Θεσσαλονίκη και λέω «σε 3 ωρίτσες και κάτι ψιλά θα 'μαστε πάνω». Εσύ 'σαι που το λες; Μετά το Σείριο, εκεί στην ευθεία, μπάτσος, δεξιά, άδεια - δίπλωμα και πάπαλααα...

(από nick, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται με το ρήμα κάνω, και κυρίως στον αόριστο. Συνώνυμο με την αγνώστου προελεύσεως μαντάρα, τα σκατά, την πουτάνα και τις συναφείς ευγενείς έννοιες.

- Αν είναι δυνατόν ρε πούστη μου. Μια ομελέτα πήγα να φτιάξω και τά' κανα μουνί με ρύζι στην κουζίνα...Πιάσε το τηλέφωνο να πάρουμε καμιά πίτσα να τελειώνει...

Έτς! (από Galadriel, 11/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρρενωπότερη και εμφατικότερη παραλλαγή του κωλοβαράω και, εννοείται, του μαλακίζομαι. Δεν είναι κυριολεκτική η σημασία της λέξης, δεν βαράω τον πούτσο μου δηλαδή (όπως λέμε «βαράω μύγες»), ούτε και τραβάω μαλακία ντε και καλά, απλώς σκοτώνω τον χρόνο μου σα να τα έκανα όλ' αυτά. Για τις δύσκολες στιγμές και τις ώρες που δεν περνάνε με τίποτα. Στο σπίτι, στο γραφείο, στο σχολείο, στην καφετέρια, στον δρόμο, στη ζωή γενικά. Αγαπημένη απασχόληση του Έλληνα, λένε οι κακές γλώσσες. Μάλλον φταίει το κλίμα, δεν εξηγείται αλλιώς.

Χρησιμοποιείται και για γυναίκες κι ας μη διαθέτουν το περίφημο αυτό εργαλείο.

Παράγωγο: η πουτσοβάρα (κατά το κωλοβάρα).

Πουτσοβαράγαμε χθες όλη μέρα στη δουλειά μέχρι που έσκασε η πίπα για του δίδυμους πύργους και μετά δεν σηκώσαμε κώλο για ένα μήνα, φίλε μου! (από το αρχείο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Νοιώθω ξαφνικό φόβο ή τρομάρα. Συνώνυμο του κλάνω μέντες ή κλάνω πετούγιες.

  2. Κλάνει πατάτες: απότομος θόρυβος όταν ξεμπουκάρει η εξάτμιση ενός αυτοκίνητου ή μιας μηχανής. Οι περαστικοί συνήθως εξίστανται, επικαλούμενοι τα θεία ή το θρυλικό έτσι να κάνει ο κώλος σου!

«Χέντριξ και Καζαντζίδης
δέκα χιλιάδες βατ να κλάσουνε πατάτες οι μπάτσοι και τα MAT»
(Τζιμάκος)

Βλ. και κλάνω μαλλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.

  1. Ρε φιλαράκι, που με έστειλες; Πολύ σότο η ταινία ρε.

  2. Ρε φιλαράκι, που τον έστειλες; Πολύ μεγάλο σότο το γκομενάκι. Σωστό μουστάκι.

  3. Πω πω ρε ψηλέ, τι σότο είναι αυτός ο παίχτης που πήραμε;

Δες και μούφα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεράματα, σε πιο ήπιο χαρακτηρισμό.

- Τι έχω πάθει και ξυπνάω ακόμα και στις διακοπές στις 7:30 το πρωί, ρε πούστη;!
- Φίλε, δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, ξέρεις τι σημαίνει αυτό...
- Ξέρω, γεροντάματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified