Further tags

  1. Η στάση ζωής του σνομπ
  2. Το σινάφι των σνομπ.
  3. Ο ίδιος ο σνομπ. Συνώνυμο: «σνομπάκιας».

Λέγεται ειρωνικά, κυρίως για όσους δεν τους παίρνει με τίποτα να το παίζουν σνομπ.

  1. Αυτός μας το παίζει αριστερός, αλλά είναι μία σνομπαρία άλλο πράμα!

  2. Μην καλέσεις την Ελένη στο πάρτυ γιατί θα πλακώσει όλη η σνομπαρία μαζί της και θα ξεκαβλώσουμε άσχημα.

  3. Ρε... σνομπαρία, δεν μας παίζεις τώρα που έγινες διάσημος; Το ξέχασες το χωριό σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)

  1. - Τα έμαθες για τον Νικόλα; - Τι, για πε;
    - Να ρε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει ο φουκαράς...
    - Γιατί μωρέ ο καημένος;
    - Έχασε στο χρηματιστήριο και πήγε και πήδηξε από το μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο.
    - Καλά ρε με δουλεύεις, αφού μου λες «επιχείρησε»!
    - Ναι ρε, καλά λέω, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και πιάστηκε από το ρείθρο του πεζοδρομίου και γλύτωσε.
    - ;;;;;;;;;
  1. Είναι τόσο κοντός αδελφέ μου που, όταν αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του, πάει κάτω από αυτό και έχει τα χέρια στην ανάταση και ξεβιδώνει την τάπα του Κάρτερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια τιραμισουρεαλιστική έκφραση του λαού μας, που δηλώνει την μαλακία που κατατρύχει έναν άνθρωπο και δεν τον αφήνει να ορθοποδίσει / προκόψει. Μια μαλακία τόσο πυκνή και ισχυρή, ώστε να μπορεί να αναλάβει και σχετικές πρωτοβουλίες. Εκ των υστέρων κυκλοφόρησε και το ανέκδοτο:

-Τι είναι άσπρο, παχύρρευστο και κρατάει μαστίγιο;
-;
-Η μαλακία που σε δέρνει.

Όπως παρατήρησε, πάντως, ο χρήστης Vrastaman, υπάρχει και μαλακία που μας δέρνει με την καλή έννοια, ήτοι μαλακία που μας δέρνει εν ταυτώ και μας δένει, όπως η σλανγκομαλακία που χαλκεύει το esprit de corps στο slang.gr. Για να το θέσω με όρους του Jean-Paul Sartre, χρειάζεται μια μαλακία να μας δέρνει απ' έξω, έτσι ώστε δερόμενοι να σφυρηλατήσουμε μια αλληλέγγυα συνείδηση του σλανγκικού «εμείς» (nous-conscience).

Από σχόλιο του χρήστη Vrastaman:

Το esprit de corps (βλ. η συλλογική μαλακία που δένει και δέρνει την σλανγκική μας κοινότητα με την καλή έννοια) δεν κλονίστηκε κατά την δοκιμασία αυτή, αντίθετα σλανκοζυμωθήκαμε και αγαπηθήκαμε περισσότερο!

Fake tweet αλλά έχει την πλάκα του. (από Khan, 01/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη καραβάνα δεν έχει καμία σχέση με τη στρατιωτική καραβάνα.

Ο όρος μας έρχεται από τη βυζαντινή εποχή, όπου τότε καραβάνα σήμαινε καραβάνι ομάδας εμπόρων και προσκυνητών με κοινό προορισμό. Οι ταξιδιώτες συνταξίδευαν για ασφάλεια μαζί με καμήλες, γαϊδούρια, κλπ.

Τα ταξίδια αυτά ήταν πολυήμερα και κουραστικά και έτσι, για να μη σαλτάρουν και πλήξουν οι άνθρωποι, μιλούσαν συνεχώς, περί ανέμων και υδάτων.

Οταν αναφέρουμε τον όρο, αναφερομαστε σε αναξιόπιστα λόγια, σε λόγια χωρίς σοβαρότητα και σπουδαιότητα, σε ανοησίες, αερολογίες, μπαρούφες.

Αυτά είναι λόγια της καραβάνας που λέγονται από τους γνωστούς «ξερόλες» του κλάδου. Δες

(από GATZMAN, 11/03/09)(από GATZMAN, 11/03/09)(από GATZMAN, 11/03/09)

Δες και ό,τι να 'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ευγένειας όταν βρίσκεσαι αποσυνδεδεμένος από τα δρώμενα γύρω σου, όταν έχεις κατεβάσει ασφάλειες και ρολά για να βρει το μυαλό σου λίγη ησυχία, και γενικά όταν βρίσκεσαι σε κατάσταση νιρβάνα και δεν θέλεις να σου τη χαλάσουν.

Όταν βρίσκεσαι σε κατάσταση φρίκης, αντίστοιχες εκφράσεις είναι: δε μας χέζεις ρε Νταλάρα, άντε γαμήσου παράτα με, τα κουβαδάκια σου και σ' άλλη παραλία, τράβα πάγαινε να τη βρεις με κανέναν άλλον, μη μου σκοτίζεις τα ούμπαλα, αντε ρε σκοτισαρχίδι, και πολλές άλλες ανάλογα με το ταπεραμέντο και το λεξιλόγιο του καθενός.

Έχω πιάσει τέσσερις καρέκλες, ο ήλιος με χτυπάει κατακούτελα, η φραπεδούμπα συμπληρώνει τη σκέψη μου που αφορά θέματα περί ανέμων και υδάτων, και από το πουθενά εμφανίζεται η Πόπη. -Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο και με έστησες; Την κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια και απαντώ: μη μου τους κύκλους τάραττε Ποπάρα μου... θα τα πούμε άλλη ώρα.

Η ορίτζιναλ σκηνή με τον Ρωμαίο στρατιώτη. (από Hank, 12/03/09)(από vip, 12/03/09)(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που βγαίνει από το «πάτημα» και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει πολύς κόσμος και γίνεται πανικός.

...πατημός εχθές στο live, έχασες μιλάμε.

Σχετικό: χαμός, χαμός στο ίσωμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκελώνω. Παγώνω. Μένω άναυδος έκπληκτος. Μένω μαλάκας.

Έμεινα κάγκελο με αυτά που μου είπε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μένω άναυδος/άφωνος. Παγώνω. Μένω κάγκελο.

Ρε μαλάκα, μιλάμε καγκέλωσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «δις» και «πιστός».
Διπροσωπία ή και δυο φορές πιστός σε κάτι.
Δηλαδή αυτός που είναι πιστός και στις δυο συζύγους του (δίγαμος),
ή αυτός που είναι πιστός σε δυο πατρίδες, ή και σε δυο θρησκείες. Βλέπε και «παθητικός» + «ενεργητικός». Υποβόσκει σε τέτοια πρόσωπα και σε μεγάλο βαθμό η διχασμένη προσωπικότητα, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι οικονομικοί. Εξάλλου όλοι έχουν κάποια τιμή,
κανείς δεν είναι άτιμος,

Α, όλα και όλα, εγώ αγαπώ και την γυναίκα μου στην Αμερική και την γυναίκα μου στην Μόσχα.
Α, όλα και όλα!

(από suxumuxu, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχική εκδοχή του γνωμικού παραπέμπει στο εξιδανικευμένο γυναικείο πρότυπο του χθες το οποίο πλέον σώζεται μόνο στα έργα του παλαιού Ελληνικού κινηματογράφου: της γυναίκας-τιραμόλα που αφενός είχε τον άνδρα της πασά στα Γιάννενα, αφεδύο ασκούσε πλήρη κυριαρχία στο νοικοκυριό - επικράτειά της, το οποίο συνήθως συμπεριλάμβανε κάποιο σαχλοκούδουνο για δουλικό.

Οι κοινωνικές συνθήκες μετεξελίχτηκαν έκτοτε, και η «εξιδανικευμένη» γυναίκα πλέον συμμετέχει με τον άνδρα ισότιμα τόσο στον επαγγελματικό στίβο όσο και στα του οίκου τους. Ωσεκτουτού, και υπό το σημερινό slangically correct πρίσμα, η έκφραση αντικατοπτρίζει κάτι εντελώς διαφορετικό: Η καλή νοικοκυρά (όπως, άλλωστε, και ο καλός νοικοκύρης) πειραματίζεται στο κρεβάτι με παιχνίδια υποταγής με έντονα στοιχεία μαζοχισμού (Δούλα) τα οποία εναλλάσσονται quid pro quo με *οδοντωτά/αυταρχικά κόλπα *σαδιστικής φύσεως ***(Κυρά)***.

Assist: Mes

Βαγγέλας: Βρε πούστη μου τελικά τι διαφοροποιεί το Λίλιαν από όλα τα άλλα αμαρτωλά; Ασκεί μια απίστευτη γοητεία ακόμα και σε μας που συμφιλιωθήκαμε με την ομοφυλοφιλία!

Πέρι: Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά!

Βαγγέλας: Μιλάς με γρίφους, γερομπινέ μου!

Πέρι: Το Λίλιαν είναι μια κατά Sacher-Masoch Αφροδίτη με τη Γούνα που όμως μπορεί και γαμάει και δέρνει σύμφωνα με τις παραδόσεις του Sade!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified