Further tags

«Κωλοτρίβομαι» σημαίνει ένα ή και περισσότερα από τα παρακάτω:

Σλανγκασίστ: Val

  1. Refuse: - Ρε παιδιά σόρρυ, είμαι νέος στην όλη φάση, αλλά ο «φραπές», είναι αγγλιστί το hand-job; Η διαφορά 'πριβέ' χωρός από αυτό σε τραπέζι υποννοεί τίποτα παραπάνω από το να σου κωλοτρίβεται η εκάστοτε stripper;
    xaf: - ναι δίκιο έχεις φραπές= Ενδωπαλάμια πεοταλάντωση. (από εδώ)

  2. Κωλοτρίβομαι να σ'απαντήσω αλλά είναι αρχή μου το να μην γαμάω τόπικς (εκτός αν εγγυηθείς ότι δεν θα με κάνει ban ο ψηλός)
    (από εδώ)

  3. περί αναίδειας: σήμερα τό πρωΐ ο στρατής λιαρέλης μιλάει μέ τόν δήμαρχο αθηναίων καί λέει: «τόσα χρόνια δημοσιογράφος κωλοτρίβομαι...» Χρειάζεται νά προσθέσω κάτι άλλο;
    (από εδώ)

Παραθέτουμε εδώ και επιπλέον ορισμούς ακόμα από χρήστες του slang.gr

  1. «κωλοτρίβομα»ι = συνερίζομαι, αναπτύσσω νευροτοξική προσκόλληση αγάπης και μίσους προς άτομο, εμπλέκομαι σε ψυχολογική πόλεμο χαρακωμάτων, τρωω το σκατό κάποιου κι αυτός το δικό μου, που όλα έχουν σαν συνέπεια το Γκραν Γκρινιόλ.

    - Τσακώθηκα πάλι με τον Τάκη. - Ε, μην του κωλοτρίβεσαι κι εσύ.

(xalikoutis)

  1. Το στυλ «Καραγκούνης», λόγω του συχνού τριψίματος των οπισθίων του ποδοσφαιριστή στο γκαζόν του γηπέδου προς εκμαίευση φάουλ ή καθυστερήσεων.

- Πολύ κωλοτρίβεται αυτός ο χαφ που μπήκε αλλαγή - σκέτος Καραγκούνης μας βγήκε.
- Χρόνο να κερδίζουμε, ρε συ.

(allivegp)

βλ. και μην τρίβεσαι στη γκλίτσα του τσοπάνη, θυμίζω, πιπιλιέμαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορμάω με τσαμπουκά και πετυχαίνω σε κάτι, παίρνω τον αέρα κάποιου, νικάω έναν αντίπαλο, ή γενικότερα, παίρνω το κολάι πάνω σε κάτι.

Σχετικό: πιάνω τον πάπα απ' τα αρχίδια Προσοχή: να μη συγχέονται οι δύο εκφράσεις - ο Πάπας δεν έχει κέρατα (εμφανή, τουλάχιστον) και κανείς δεν πιάνει ταύρο απ' τα αρχίδια.

- Ρε φίλε, μην αγχώνεσαι, μια απλή συνέντευξη είναι. Θα μπεις μέσα και θα πιάσεις το ταύρο απ' τα κέρατα, το ξέρω. Όλα καλά...

Got a better definition? Add it!

Published

Μιλάμε για τον όρο «Παρουσιάστε», που απαντάται στη στρατιωτική ορολογία. Είναι ένας χαιρετισμός που γίνεται με το όπλο. Κατά το χαιρετισμό αυτό, φέρνουμε το όπλο σε κατακόρυφη θέση, με την φλογοκρύπτη στο ύψος των ματιών και τη γεμιστήρα να κοιτά μακριά από εμάς.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το θέμα αγγίζει το σεξουαλικό χώρο. Μιλάμε για την περίπτωση που η ορθοπεική ικανότητα χτυπάει ζενίθ και το ντουφέκι ορθώνεται, λες και θέλει να σκίσει το παντελόνι και να παρουσιαστεί, όταν, μπροστά από τα μάτια του κατόχου του, περάσει κάποια αρχιμύδια, κάποια για την οποία μπορεί να πει κανείς, κι ηκλανιά της βάλσαμο. Οταν περάσει κάποιος θεοκόμματος βρε αδερφέ.

Το φαινόμενο χτυπάει κόκκινο, σε χώρο που γίνεται του μουνιού το πανηγύρι, σε αιδοίον πέλαγος και ειδικότερα όταν οι τύπισσες, λειτουργούν ως πουτσανάφτρες, προκαλώντας έγερση δάσους μπαργαλάτσωνγύρω τους. (βλ. παράδειγμα)

- Αστα χθες είχαμε πάει σε ενα ρεμπέτικο στέκι...άλλο να σου λέω κι άλλο να βλέπεις. Τίγκα από γυναίκες αδελφέ...Η μια καλύτερη απ' την άλλη. Κι όταν σε λίγο τα ήπιανε και μερακλώσανε, κι ανέβηκαν στην πίστα, πάνω στα τραπέζια και γύρω απ' τα τραπέζια, τότε...τι... να σου λέω. Μας είχαν σε μόνιμο παρουσιάστε, λες κι ήταν επιλοχίες και μας έκαναν καψόνι.
-Επιλοχίες, ε; Μάνες του λόχου, ε; Είπες όμως σε καμιά, τι σου κάνω μάνα μου, ή έμεινες με το όπλο ανά χείρας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απολιτίκ, η όλη αδιαφορία της σημερινής νεολαίας για την πολιτική κατάσταση στη χώρα μας.

Η διαφθορά και η ξύλινη γλώσσα των πολιτικών έχει φέρει μια απέχθεια στους νέους με αποτέλεσμα να μην θέλουν να ακούν οτιδήποτε έχει σχέση με πολιτική.

Θείος έρχεται από το χωριό. Έχει να δει τον ανιψιό του 5-6 χρόνια...

-Γιωργάκη πως μεγάλωσες έτσι αγόρι μου... Πόσο είσαι τώρα;
-18 θείο...
-Πω-πω μπράβο... άντε τώρα θα μπορείς και να ψηφίζεις...
-Πας καλά ρε θείο; εμείς (η γενιά μου) είμαστε απολιτίκ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρκαστική έκφραση-πείραγμα είτε σε φαντάρο, είτε σε κάποιον που ετοιμάζεται να παρουσιαστεί, από κάποιον παλαίουρα ή, κυρίως, πολίτη που έχει ξεμπερδέψει από καιρό με το στρατό. Αναφέρεται στην σειρά του στρατιώτη-ψάρι (με την ανεπίσημη αρίθμηση) η οποία βαίνει συνεχώς αυξανόμενη και θυμίζει κάτι από πληθωρισμό.

Ο απλός διάλογος-παγίδα ακολουθεί στο παράδειγμα.

– Πότε μπαίνεις ρε κολλητέ;
– Την Πέμπτη...
– Καλά μη τρελαίνεσαι, κολλέγιο είναι τώρα ο στρατός! Όχι σαν τα δικά μας...
– Ναι ρε φίλε, αλλά Αυλώνα; Έχω ακούσει ιστορίες γι' αρκούδες γι' αυτό το κέντρο!
Ράδιο αρβύλα, μην δίνεις βάση. Αλήθεια, τι σειρά είσαι;
– 309, γιατί;
– Ακρίβυνε το ψάρι...
Άι γαμήσου ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός, μάλλον υποτιμητικός, χαρακτηρισμός των Νεοελλήνων, με την έννοια ότι αρέσκονται σε ανατολίτικες συνήθειες, όπως τα τσιφτετέλια.

Γενικά, χρησιμοποιείται από αυτούς που κατηγορούν τους Νεοέλληνες μάλλον για την ανατολίτικη τάση τους παρά για την δυτικόφιλη, λ.χ. για αυτούς που θα ονομάσουν την Ελλάδα Ελλαδιστάν ή Λαϊκή Θεοκρατία του Ελλαδιστάν μάλλον παρά Ελλαδέξ, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Χρησιμοποιήθηκε αρκετά στην παπανδρεϊκή δεκαετία του '80 και απαθανατίστηκε απ' τον Διονύση Σαββόπουλο στο άσμα «Κωλοέλληνες» του αντιπασοκικού δίσκου «το Κούρεμα».

Οι πρώτοι στίχοι των Κωλοελλήνων:

Μελαμψές φυλές
κοντοπόδαρες,
Σειληνοί του κράτους
που ξερνάει και νάτους,
τσιφτετέλληνες!
Με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία οι αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες.

Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.

Μπρέθλες. (από Galadriel, 17/10/10)(από Khan, 14/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά: στέλνω για τσάι, κερνάω τσάι.

Όρος του ευγενούς μηχανοκίνητου αθλητισμού και δη των αυτοσχέδιων αγώνων (τις λένε και κόντρες). Το θέμα είναι απλό: αυτός που τσαγιάζει είναι ο νικητής. Ο άλλος, που το ήπιε, καλά θα κάνει ν' αράξει και να απολαύσει το τσαγάκι στο του σπιτάκι του, σε κανά ΚΑΠΗ, ή (αλίμονο!) σε κανά Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων (έτσι κουλάδι που είναι).

Τσάγια σερβίρονται παντού και πάντα, εκεί που δε το περιμένεις. Μια λοξή ματιά σ' ένα φανάρι αρκεί ενίοτε για να στηθεί μια κοντρίτσα ως το επόμενο. Αν είσαι καυλόγκαζος φίλε μου, θα το ρουφήξεις το αφέψημα κάποια στιγμή. Δε το γλιτώνεις ούτε με σφαίρες. Όπως δεν υπάρχει δίκυκλο που να μην έχει φάει σαβούρα, έτσι δεν υπάρχει και οδηγός που να μη τον έχουν τσαγιάσει.

  1. ΣΕΡΒΙΡΩ ΖΕΣΤΟ ΤΣΑΓΑΚΙ (αυτοκόλλητο στο πίσω τζάμι πειραγμένου τουμπανιάρικου αμαξίου)

  2. - ... κι εκεί που γκαζώνει που λες ο χοντάκιας και κωλοχαίρεται, του πατάω ένα κατεβασματάκι κι έφαγε τη σκόνη μου... Ο μαλάκας ο γιάπωνας με τον καρνάβαλο!
    - Σα να λέμε ρε φίλε τον τσάγιασες κανονικά!...
    - Σερβιτόρος καριέρας, αγορίνα μου... Έχω κεράσει εγώ γενιές και γενιές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προερχόμενη από ελληνική ταινία, ατάκα του Θανάση Βέγγου για την ουσία της γυναικείας φύσης.

Χρησιμοποιείται από άτομα που δεν ενδιαφέρονται για γυναίκες με ιδιαίτερη εμφάνιση ή για πνευματώδη θηλυκά, μιας και το σκοτάδι εξομοιώνει τις καταστάσεις.

(Στο μπαρ ο ένας κολλητός στον άλλο):
- Καλά τα γκομενάκια απέναντι, πάμε να τους μιλήσουμε;
- Δεν ξέρω, άσε καλύτερα... δε μου αρέσει πολύ αυτή στα δεξιά
- Έλα μωρέ, σβησθείσης της λυχνίας πάσα γυνή ομοία!
- Καλά λες! Βουρ στον πατσά!

βλ. σχόλιο του χρήστη ΠΡΩΤΕΑ παρακάτω
βλ. και μία μάνα τους έχει γεννήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, στην ντοπιολαλιά της Χαλκιδικής.

Στη Χαλκιδική «γαβανίζω» - «γαβάνι» (το), γαβανάς (ο). Σχετίζεται με το χαβάνι = το γουδί, αρχ. ιγδίον

(μίνι δια-τριβή για μαλακία, από τα σχόλια εδώ)

Άλλη αναφορά στο λήμμα εδώ.

Είναι γλυκεια η μαλακια (από Vrastaman, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ γρήγορα, του σκοτωμού, μαλλιοκούβαρα, κουβάρια, σπασμένος. Όρος του ευγενούς μηχανοκίνητου αθλητισμού.

- Και που λες φίλε, ξεκινάμε με τα μηχανάκια από Αθήνα στις 12 και στις 3.30 πίναμε καφέ στο Λευκό Πύργο...!
- Έλα ρε γίγαντα... Φαντάζομαι πόσο πουτάνα πηγαίνατε...
- Δεν πέσαμε κάτω απο 210. Και σερί, χωρίς στάσεις, έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified