Further tags

Η απόκτηση μεγάλου χρηματικού ποσού, συνήθως σε μικρό χρονικό διάστημα και με δόλιες ενέργειες. Από το ρήμα οικονομώ > κονομάω (λαϊκ.)

Στην Ελλάδα, οι μεγάλες κονόμες γίνονται κυρίως από πολιτικούς και παρατρεχάμενους αυτών (βλ. Μίζενς, Bushchild=Βατοπαίδι, και λοιπά κονομιστά σκάνδαλα).

-Είδες ο Postman's Son τρελή κονόμα που έκανε με το Bushchild; Έχτισε τρία σπίτια και 2 εξοχικά!
-Έτσι είναι αυτά. Στην Ελλάδα, αν θες να προκόψεις και να τα κονομάς, πρέπει να γίνεις πολιτικός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, δε θα μιλήσουμε εδώ για το γνωστό μυδοπίλαφο, έδεσμα που λειτουργεί ως θαλασσινό βιάγκρα.

Εδώ μιλάμε:
1) για τη χυλόπιτα που τρώει κάποιος από αρχιμύδεια, στην οποία ζητά νταραβέρι. Το όνομα μυδοπίλαφο προέρχεται από το γεγονός πως μιλάμε και καλά για προϊόν που παρέχεται από αρχιμύδεια.

Όσο πληθαίνουν οι απορρίψεις, τόσο πληθαίνουν και τα γεύματα. Η κυρία είναι μυδοπαραγωγός και ιδιοκτήτρια ψαροταβέρνας. Και καλά. Είναι σπεσιαλίστ στο είδος της. Και η ψαροταβέρνα της, προσφέρει μόνο μυδοπίλαφο.

Το μυδοπίλαφό της δεν είναι ποτέ το ίδιο. Κάθε απορριπτικό ερωτικό request κάποιου από αυτήν, οδηγεί σε διαφορετικό τύπο μυδοπίλαφου. Παρόλο που το μυδοπίλαφο παρασκευάζεται από την ίδια και έτσι διατηρούνται κάποια πράγματα αναλλοίωτα στη συνταγή της, πολλές παράμετροι διαφέρουν (ακόμα κι αν μιλάμε για τον ίδιο «πελάτη», υπάρχουν διαφορές, π.χ: η διαφοροποίηση των συνθηκών, το επίμονο της φάσης, η φάση στην οποία θα βρίσκεται η αρχιμύδεια, κλπ). Το όλο πράγμα θυμίζει τη ρήση του Ηράκλειτου: Κανένας δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ποτάμι δυο φορές. Επίσης, η γεύση του κάθε τύπου μυδοπίλαφου διαφέρει από «πελάτη» σε «πελάτη» κι από στιγμή σε στιγμή.
Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 1.

2) Η πλάκα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δουλεύει ανάποδα. Εδώ έχουμε την περίπτωση όπου κάποιοι, πιστεύοντας πως κάποια θεογκόμενα αποκλείεται να μην έχει δεσμό, δεν της κάνουν πρόταση και μένουν στην κερκίδα. Η πλάκα είναι πως η γκόμενα επιζητεί νταραβέρι, περιμένει πρόταση, δεν την παίρνει κι έτσι είναι αυτή που σε αυτή τη φάση θα φάει το μυδοπίλαφο. Μιλάμε δηλαδή για χυλόπιτα που τρώει η αρχιμύδεια. Ο τύπος μπορεί να καίγεται για αυτήν μα φοβάται την απόρριψη. Φοβάται δηλαδή να φάει το μυδοπίλαφο και τη βρίσκει με άλλο θαλασσινό. Δικό του θαλασσινό. Κάνει κατάχρηση στα παντελονόψαρα. Ο υποστηρικτικός ρόλος της μαλακίας που λέγαμε εδω. Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 1.

Υπάρχει βεβαίως και η περίπτωση όπου κάποιος μπορεί να θέλει να της κάνει πρόταση (κάτι που κι αυτή γουστάρει), αλλά γνωρίζει βέβαια αυτός το απαίσιο του χαρακτήρα της, το ύφος των πεντακοσίων καρδιναλίων που αυτή διαθέτει, κλπ και έτσι κωλύεται. Έτσι αυτή, περιμένοντας μια πρόταση που ποτέ δεν έρχεται, είναι σα να τρώει μυδοπίλαφο (χυλόπιτα).
Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 2.

Η μητροπατρότητα του όρου ανήκει στον Βράσταμαν, τον οποίον και ευχαριστώ.

  1. - Πω πω τι θεοκόμματος, η Ντόρα. Καίγομαι.
    - Ε βουρ... τότε.
    - Άσ' τα... δε μ' αρέσει να τρώω μυδοπίλαφο.
    - Αντιθέτως, ξέρω καλά πως σε θέλει τρελά. Αν κάποιος τώρα, τρώει μυδοπίλαφο, αυτή είναι η Ντόρα.
    - Ε;

  2. - Αρχιμύδεια η Μαρίτσα, αλλά με τον κωλοχαρακτήρα που έχει, θα μείνει στο ράφι, τρώγοντας μυδοπίλαφο.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χιόνι (που λέει και ο συσλαγκιστής μου στον ένα και μοναδικό ορισμό του) είναι εφήμερο και λιώνει με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Σε νορμάλ μεσογειακές συνθήκες δηλαδή, γιατί η παρούσα σλανγκιά δεν χρησιμοποιείται, από όσο είναι γνωστό, στις περιοχές με παγετώνες κ.λπ.

Γράφω στο χιόνι κάτι που άκουσα και με στενοχώρησε, κάτι που επιθυμώ να σβηστεί από την μνήμη την δική μου και του σύμπαντος και να μην αφήσει ίχνη.

Αυτή η κουβέντα-δηλητήριο που βγήκε από τα χείλη σου με πλήγωσε, δεν το αρνούμαι, αλλά θα την γράψω στο χιόνι, κι αυτή ως κουβέντα και το γεγονός το ίδιο, για να σβήσει, χωρίς συνέπειες για σένα σκληρή και άπονη (σκληρέ και άπονε), γιατί σου 'χω αδυναμία βρε μπαγάσικο και στα συγχωρώ όλα. Με σκότωσες γιατί σε αγαπούσα, γιατί σε είχα σαν μικρό παιδί, κι όλα τα λάθη σου τα συγχωρούσα, πικρή στιγμή μαζί μου να μην δεις, όπως φημολογείται ότι ανέφερε κάποτε ο Παβαρότι.

Επί της ουσίας και αφού ξεπεράσουμε την ποίηση: Γράφω στο χιόνι είναι ο εναλλακτικός, ιδιαίτερα ευγενικός και ιπποτικός τρόπος για να πεις το γνωστό «Καλά, τραγούδα, δεν πά' να λες, ό,τι λες το γράφω στ' αρχίδια μου και σένα μαζί ολτουγκέδερ και γύρω γύρω μέλισσες».

– Μάκη, τελείωσε, είσαι ένα κάθαρμα.
– Έτσι ε... Κάθαρμα λοιπόν... Αχχχ, το άκουσα κι αυτό αλλά δεν πειράζει... Το γράφω στο χιόνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόστρα, φιγούρα, επίδειξη, ποζεριά, Πουλ Μουρ.

Κατά την καθιερωμένη σημασία, λεζάντα είναι το σύντομο επεξηγηματικό κείμενο που συνοδεύει εικόνα, σκίτσο, φωτογραφία, βιντεάκι του Εσύ Τιουμπ κ.λπ. Είναι μεταφορά από το γαλλικό légende < λατινικό legenda («αναγνωστέα», γερούνδιο του ρ. lego = διαβάζω). Το κειμενάκι αυτό παίζει συνήθως πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του μηδιού που συνοδεύει, ακριβώς όπως η εξωτερική εμφάνιση μετράει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, στην εικόνα που θα σχηματίσουμε για το ποιόν ενός ανθρώπου.

Γίνεται κατανοητό λοιπόν, πως η σημασιολογική απόκλιση ανάμεσα στο «συνοδευτικό κειμενάκι» και τη «μόστρα», είναι μάλλον αμελητέα. Μ΄ένα λόγο, η μετάβαση απο την «κυριολεξία» στην σλανγκική μεταφορά, γίνεται χαλλλαρά και εύκολα.

Όταν π.χ. μια γκόμενα νοιάζεται μόνο για τη λεζάντα της, αυτό σημαίνει πως την απασχολεί μόνο το Φαίνεσθαι, το Θεαθήναι, η επιφάνεια, η εξωτερική της εμφάνιση. Οι παραδοσιακοί κλαψιάρηδες θα την έκραζαν, θα την εγκαλούσαν για έλλειψη βάθους, καλλιέργειας, ουσίας. Όπως ακριβώς καταδικάζουν και τις σύγχρονες κοινωνίες (αλλά και κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή). Ίσως της έλεγαν «είσαι ρηχή σαν το ταψί του μπακλαβά».

Καμιά όμως Ουσία δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο το Κείμενο (Derrida), δηλ. η Λεζάντα. Μόνον η Επιφάνεια σώζει. Όπως έλεγε ο Nietzsche, είμαστε επιφανειακοί από αγάπη για το βάθος (αυτό στέκει και ως σεξουαλικό υπονοούμενο). Με απλά λόγια, αν δεν πουλήσεις και λίγη μούρη, όλοι σ' έχουν χεσμένο (όπως είπε ο πόντικας Μοντεχρήστος στον Ισοβίτη του Αρκά και μετέφερε στα καθ' ημάς ο Χαλικούτης).

  1. - Είδες η Κατερινούλα πως εξελίχθηκε από τότε που ξεφόρτωσε το γιωργάκη (sic); Κάθε μέρα έξοδος κι έτσι, έχει πάρει αμπάριζα όλα τα γκλαμουρομάγαζα της Παραλίας σου λέω.. Τι Ακρωτήρι, τι Mao, τι Room, τι της Παναγιάς τα ράμματα.. Έχει βρει και κάτι μαλάκες καληνυχτάκηδες με Πορσικά και την πηγαινοφέρνουν. Πολύ λεζάντα μιλάμε η δικιά σου, πολύ Πουλ Μουρ.

  2. - Γάμησέ τα ρε φιλαράκι, χαθήκαν οι σοβαρές γυναίκες απ' την πιάτσα. Όλες μόνο για τη λεζάντα τους κόβονται, για τα παπούτσια τους, τα βαφτικά τους, τα βρακιά τους, τις μουνότριχές τους... Επίπεδο πάτωμα σε λέω, άστα να παν στο διάλο.
    - Δηλαδή εσύ ρε μεγάλε την προτιμάς γραμματιζούμενη κι έτς τη γκόμενα, να βλέπετε τη φεγγαράδα και να συζητάτε για ποίηση; Ή θες ένα ξανθό πατούρι να το σπάσεις στον πούτσο; Γιατί αν ψάχνεις το πρώτο, εσύ δε θες γυναίκα, εσύ θες την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ ναούμε..

  3. - Να σου πω ρε Τζορτζ, δε τσιμπάς το Μερσεντικό να πεταχτούμε μία μέχρι το Κολωνάκι για καφέ;
    - Την παλεύεις αγορίνα μου με την πάρτη σου ή σου 'χει λασκάρει; Θα κουβαλάω τη Μερσέντα σαββατιάτικο, σε μέρος που θα βρούμε να παρκάρουμε του του Αγίου Πούτσου ανήμερα; Είσαι σοβαρός; - Μην πήζεις ρε μαλάκα.. Θα σου πληρώσω γω το πάρκιν άμα είναι. Στην τελική, για λίγη λεζάντα ζούμε σ' αυτή τη ζωή..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να μην ανακατεύουμε τον Καίσαρα μια και αποτελεί παρελθόν. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, του αποδίδουμε ό,τι του αξίζει, όπως και οφθαλμός αντί οφθαλμού και φρονιμίτη για κυνόδοντα και μάχαιρα έδωσες μάχαιρα θα λάβεις και άλλα αμέτρητα και αμελέτητα.

– Πάλι διόδια ργμτμ, ένα κάρο φράγκα έχουμε δώσει.
– Α φίλε μου, καλά τα δίνουμε, φτιάχνουν δρόμους και παράδρομους και σοκάκια και βάλε και βάλε, και το κυριότερο χωρίς λακκούβες και καρμανιόλες στροφές με ανάποδη κλίση κλπ, α, όλα και όλα, τα του τω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδόξως το «μου την σπάει» έχει όλως αντίθετη έννοια από το «τα σπάει». Σημαίνει μου την δίνει, με χαλάει και είναι πιο κοντά στο σπασαρχίδιασμα.

Μου την σπάνε οι σλανγκαρχίδηδες! Άσε με να κάνω λάθος, μην παριστάνεις τον Θεό, δεν μ' αρέσουν οι σωτήρες, δεν γουστάρω να σωθώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πουσάρω προέρχεται εκ της αγγλικής λέξης push = σπρώχνω.

Η χρήση του όρου αναφέρεται, σε κάποιον που ωθεί τον εαυτό του πέραν των ορίων του, μέσω συγκεκριμένης δραστηριότητας επαύξησης των επιδόσεών του, π.χ. εκγύμνασης. (Δες παράδειγμα 1)

Θα μπορούσαμε επίσης να μιλάμε και για ώθηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών κάποιου μηχανήματος (π.χ. συχνότητα επεξεργαστή Η/Υ) πέρα από τα όρια του, μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας, π.χ. διαδικασία υπερχρονισμού επεξεργαστή Η/Υ (overclocking process). (Δες παραδείγματα 2, 3)

Η διαδικασία επαύξησης των επιδόσεων, στην οποία αναφερθήκαμε στις παραπάνω περιπτώσεις, λέγεται πουσάρισμα, εκ του πουσάρω. (Δες παράδειγμα 3)

Μιλάμε για μία διαδικασία που ενέχει ρίσκο και εγκυμονεί κινδύνους.
Όταν ξεπεραστούν τα όρια λειτουργίας (π.χ. όρια που προβλέπονται από τον κατασκευαστή ενός μηχανήματος) ή όρια των δυνατοτήτων κάποιου, μπορεί να συμβούν δυσλειτουργίες ή και καταστροφικά αποτελέσματα ακόμα.

Γι' αυτό, λοιπόν, η διαδικασία πουσαρίσματος ενέχει ρίσκο. Το ασφαλές της διαδικασίας εξαρτάται από τη γνώση των παραμέτρων που την επηρεάζουν και από την ευθυκρισία και την εμπειρία αυτού που ασχολείται με αυτήν, σχετικά με το βαθμό παρέμβασής του στο χειρισμό ανάλογων καταστάσεων στο παρελθόν.

  1. Βασικά, στον στρατό δεν πας για να μπεις νωρίτερα στην ζωή αλλά για να μην μπεις νωρίτερα. Ο στρατός είναι κολλέγιο με αυτό που βιώνουμε καθημερινά. Στον στρατό εγώ πήγα για να να πουσάρω λίγο το σώμα (ΣΕΑΠ), να 'σπρώξω' Ολλανδέζες και Δανέζες στην Κω
    Δες

  2. Ναι, εγώ γουστάρω το πισί μου να αποδίδει τα μέγιστα και θα πουσάρω τον επεξεργαστή του μέχρι να βγάλει σπίθες.
    Δες

  3. Το overclocking, ή αλλιώς πουσάρισμα, είναι μία διαδικασία με την οποία ωθούμε τον επεξεργαστή να λειτουργήσει σε μεγαλύτερη συχνότητα από αυτήν που είναι κατασκευασμένος. Σήμερα, όμως, αυτή η τεχνική δεν γίνεται αποκλειστικά και μόνο στον επεξεργαστή. Μπορούμε να πουσάρουμε ακόμα και τις κάρτες γραφικών, σε μικρότερο βαθμό βέβαια, με τα διάφορα προγράμματα που κυκλοφορούν.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μεγάλη απαξίωση για ένα αντικείμενο ή μία κατάσταση.

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δείξουμε ότι κάτι είναι ελαφρώς για τον πέοντα και ότι εμείς είμαστε γενικά υπεράνω, χωρίς αυτό να ισχύει πάντα.

Από παρέα οπαδών στο ματς ΠΑΟΚ-ΑΡΗΣ το 2008 στην Τούμπα.(Κλασσικός τύπος χαλλλαρά, που στο ημίχρονο προσπαθούσαν να φτιάξουν κατάσταση με μία τύπισσα από το security).

-Έλα ρε, κάναν τάχα μεγάλη μεταγραφή και χαίρονται. Αμορόζο και τα αρχίδια μας κουνιούνται να 'ούμε.

(από nikos4ever, 10/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέροντας τον όρο, μιλάμε:

1) Χιουμοριστικάγια τη χύτρα ταχύτητας. Διανθίζουμε έτσι τη φάση, κάνοντας σεξουαλικό υπονοούμενο, εάν η περίσταση το επιτρέπει. Η γλώσσα του σώματος (πονηρό κλείσιμο ματιού, μορφασμοί, κλπ) και τα συμφραζόμενα, βοηθούν στην ορθή αποκωδικοποίηση του λόγου μας. (βλ. παρ.1).

2) Για μια μάνα, που σα χύτρα ταχύτητας ξεπέταξε απ' τη μήτρα της, ένα λόχο παιδιά σε χρόνο ρεκόρ. Δεν κωλώνει με τίποτα. Σωστό...ντούρασελ (βλ. παρ. 2 και φωτογραφία 2).

3) Για τη βασίλισσα της ξεπέτας, που σα χύτρα ταχύτητας, φτάνει γρήγορα σε σημείο βρασμού και ολοκληρώνει γρήγορα. Για πουσάρισμα των γήπεδικών επιδόσεων, συνίσταται συνεύρεση με ταχυπηδήκουλα. (βλ. παρ. 3).

  1. - Άντε... πείνασα. Πότε θα βάλεις τη μήτρα ταχύτητας στη φωτιά;

  2. Με μια χύτρα ταχύτητας κάνεις παϊδάκια σε 9-13 λεπτά. Με μια μήτρα ταχύτητας κάνεις τα παιδάκια της φωτογραφίας 2 σε 9-13 χρόνια (βλ. φωτογραφίες).

  3. Η Μαρίτσα που λες, είναι ευρύτερα γνωστή ως μήτρα ταχύτητας. Ήρθε στην Αθήνα από την Κοζάνη για να σπουδάσει στη Φαρμακευτική, αλλά μόλις τέλειωσε το πρώτο έτος, συνειδητοποίησε πως άλλη ήταν η κλίση της. Έτσι άλλαξε κλάδο. Προκειμένου να αξιοποιήσει τον υπάρχοντα εξοπλισμό της και να κάνει μια λαμπρή καριέρα, δανείστηκε, αγόρασε διαμέρισμα και μέσα σε λίγα καιρό με τις υπηρεσίες που παρείχε στους πελάτες, έκανε απόσβεση. Αλλά μιλάμε για προκομμένη κοπέλα. Όχι αστεία. Εκεί που οι άλλες σταματούν, εκείνη συνεχίζει. Το... ντούρασελ. Γεννήθηκε για αυτό. Έχει το...τάλαντο.

Παράρτημα
Από ταινία του Στάθη Ψάλτη

-Έβαλα το φαγητό στη μήτρα ταχύτητας!
-Πού το έβαλες;
-Στη μήτρα ταχύτητας!
-Φαγητό θα φαμε, μωρή, ή αποβολή;;;

Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω χαριστικά, γαμάω για την ψυχή της μανούλας μου, κάνω σεξουαλική εξυπηρέτηση, κάνω ψυχικό γαμήσι.

Υπέρ πατρίδος γαμάμε κατά κανόνα τα προσφιλή μας μπάζα, για τα οποία τόσα και τόσα συνώνυμα θα βρείτε στην λατρεμένη μας ιστιοσελίδα.

Η λογική του ψυχικού γαμησιού είναι ίδια με εκείνη της θητείας: κανείς δε θέλει να πάει, αλλά τελικά (σχεδόν) όλοι πάνε σαν τα αρνιά, και λεν κι ένα τραγούδι (για την ακρίβεια πολλά τραγούδια). Κι η δικαιολογία στο τσεπάκι: «ε, να ρε φίλε, τι να κάνω, για την πατρίδα πήγα, που έχουμε τον Τούρκο πάνω απ' το κεφάλι μας και απειλεί» και άλλες παρόμοιες στρατοκαυλικές κουράδες. Διότι αποτελεί κοινό μυστικό πως ο μέσος Έλληνας είναι στρατόκαυλος, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, άλλος κατά βάθος κι άλλος κατά πλάτος. Δε πα να βρίζει κάθε μέρα πατόκορφα το κωλοκράτος, τους κωλόμπατσους, τους κωλόδρομους, την εφορία, τα διόδια, τους πολιτικούς, το γαμοσύστημα, την Κωλλάδα την ίδια (όπως λέει ο Χατζηστεφάνου); Και τι να λεει; Μια φορά στρατό θα πάει, δεν παίζει. Γιατί χωρίς στρατό δε γίνεσαι άντρας, καρατσεκαρισμένο. Και την κοινωνική κατακραυγή και την ταμπέλα του γιωτόπουλου που την πας; (Στην Κύπρο - όπου βέβαια τα θέματα διαφέρουν κάπως - υπάρχει το έθιμο να πετούν αυγά στο σπίτι όποιου πούλησε τρελίτσα για να μην πάει στρατό). Καλοί κι οι μετροσέξουλες, αλλά στον ευλογημένο τόπο μας η μπρουταλιτέ εκτιμάται ακόμη ιδιαιτέρως (γι' αυτό κι όλες οι γκόμενες γαμιούνται με αλβανά).

Όπως λοιπόν ο κλασικός Έλληνας είναι στρατοκαύλης, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι και σαβουρογαμιάς. Με τον ίδιο τρόπο που δέχεται να χαρίσει 12 μηνάκια απ' τη ζωή του (κι ίσως και την ίδια του τη ζωή) στη Μαμά Πατρίδα, έτσι κάνει εκπτώσεις και στην καθαρά προσωπική του ζωή, αποδεχόμενος το γεγονός πως το ωραίο το μουνί είναι άπιαστο πουλί, και χώνοντάς τον σ' όποια τρύπα λάχει: «μια φορά μας γέννησε η μάνα μας, δεύτερη δε μας ξαναγεννάει».

Είναι γεγονός πως όλοι σχεδόν, έχουμε κάποτες ρίξει κάποια τεμάχια σε φώκιες, υπέρ πατρίδος. Είναι φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμά μας, και μπορούμε να δικαιολογηθούμε εκστομίζοντας την εν λόγω φράση. Όταν όμως η σαβουρογαμίαση γίνεται συστηματάκι, τότε τα περί πατρίδος, ψυχικών και εξυπηρετήσεων, είναι πολύ απλά προφάσεις εν αμαρτίαις.

Και πρέπει εμείς να 'χουμε πρόβλημα με αυτό; No way. «Το άσχημο είναι ωραίο» λεει κάπου ο Ουμπέρτο Έκο στην Ιστορία της Ασχήμιας, ενώ «η ομορφιά είναι μια κόλαση». Πολλοί ανάμεσά μας φτιάχνονται πιο πολύ με τις άσχημες, ισχυριζόμενοι πως αυτές κάνουν το καλύτερο γαμήσι (κι ίσως δεν έχουν άδικο). Το θέμα έγκειται στην υποκρισία τους. Σ' αρέσουν οι φέτες Δωδώνης παλικάρι; Με γεια σου με χαρά σου, μόνο μη μας το παίζεις ότι δε σ' άρεσε κιόλας και το 'κανες χαριστικά. Μη μας το παίζεις και θύμα, για όνομα.

- Πως τη βλέπεις τη Ρένα; Της τον ακούμπαγες άμα λάχει; Εμένα πάντως μου κωλοτρίβεται τελευταία και δε ξέρω τι να κάνω.

- Εμένα με ξέρεις φίλε, δεν αφήνω ευκαιρίες χαμένες, μια φορά μας έκανε η μανούλα μας. Για σένα δεν ξέρω, που μας το παίζεις ντίβα, εκλεκτικός κι έτσι.

- Έχει ωραίο κορμάκι, δε λεω, αλλά αυτή η μύτη της βρε παιδάκι μου, ότι πρέπει για να καρφώνει μπιφτέκια και να σκοτώνει κατσαρίδες στις γωνίες. Ίσως της ρίξω ένα υπέρ πατρίδος στο φινάλε..

- Να σου πω πασά μου, εσύ τη μύτη θα γαμάς ή τον πάτο; Ξεκόλλα με τη μαλακία που σε δέρνει, ρίχτο λίγο έξω. Αλλά έτσι είναι, ο μαλάκας ο Θεός πάει και δίνει την εμφάνιση και τα φράγκα σ' όποιον δεν τα εκτιμά, στα φλώρια και τους μη μου άπτου. Κι εμάς που είμαστε μάχιμοι και δε κωλώνουμε πουθενά, μας έχει στην απόξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified