Further tags

Τράκα:

  • βούτηγμα τσιγάρου (αλλά και γενικά αντικειμένων ενδιαφέροντος) γιατί έτσι, χωρίς αντάλλαγμα, αντίτιμο ή επιστροφή. Ο τρακαδόρος δρα εκμεταλλευόμενος την ανοχή που προκύπτει από φιλική σχέση ή απλή έκπληξη στο θράσος που επιδεικνύει (περίπτωση 1). Σχετικά: Τρακαστράτος, αμάκα, Απόλλων, απόλλων τσιγάρα, τζαμπέισον, τζαμπαντάν.
  • τρακάρισμα (συντόμευση): (μέινστριμ έννοια - επίσης με τη μορφή «τράκο») τροχαίο ατύχημα, σύγκρουση οχημάτων / απρόοπτη συνάντηση (περίπτωση 2).

σ.ς. Το λήμμα μεν υπάρχει στις τριανταφυλλιές όμως εδώ δίνει χαρακτηρισμό σλανγκ και ειδικά για την πρώτη έννοια από πάνω συμφωνώ, δεν θα πεις στον βρετανό αριστοκράτη αφεντικό σου του μπι «κύριε τάδε μου να σας κάνω μια τράκα» - αατα.

  1. α)Εδώ - δικό μας: - Πάλι στην τράκα την έβγαλε ε;
    - Αφού είναι γνωστός γύφτος!!

  2. β)Τσιγκουνιές: Οι εποχές άλλαξαν και μαζί τους άλλαξες κι εσύ. Απότομα. [...] Αλήθεια, τον είχες κάνει ποτέ αυτόν τον άχαρο υπολογισμό; Ή τον άλλο με τα τσιγάρα; Πόσο αποτιμάται μία τράκα; Θα σου το πω σε δραχμές, μήπως και καταλάβεις: Εβδομήντα ολόκληρες δραχμές. Κι αν ο ξένος σου πει «θα πάρω δύο για να μη σε ενοχλώ ξανά», τότε είναι εκατόν σαράντα δραχμές, όσο έκανε θυμάμαι παλιά ένα παγωτό πύραυλος.

  3. γ)Active member - ο αδιάφορος:
    Έχει στα χέρια το δικό του τ' αμάξι
    τρελό για μας γι' αυτόν εντάξει
    κάνει τράκα μπαταρίες κάν' του λίγο αγάπη τράκα
    μην τον λυπηθείς γιατί θα σε πάρει για μαλάκα.

  4. δ) Σαβουάρ βιβρ: Μέχρι πόσα τσιγάρα μπορώ να κάνω τράκα; [...] είναι εντάξει να ζητήσεις μέχρι και τρία τσιγάρα από έναν καλό σου φίλο μέσα σε μία βραδιά, θα σε πούνε όμως τρακαδόρο αν ζητήσεις περισσότερα, ιδιαίτερα από κάποιον που μόλις γνώρισες.

  5. α)Εδώ-δικό μας: - Δεν του φτάνει που έκατσε ένα μήνα στο νοσοκομείο μετά την τράκα, με το που βγήκε άρχισε να ξεσκονίζει τα σάιτ μεταχειρισμένων αυτοκινήτων για να βρει νέα γκαζοσκοτώστρα.
    - Όταν έβρεχε μυαλά, κρατούσε ομπρέλα.

  6. β) γνωστό ανέκδοτο: Ο παπάς και η τράκα.

Άμα ξαναπλώσεις χέρι, να, με το σφυρί θα το τακτοποιήσω το θέμα. (από Galadriel, 10/08/11)τα με κεράσις ένα τσιγκαράκι, ταβάριτς? (από MXΣ, 10/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαντασμένο, ξιπασμένο ανθρωποειδές.

Εκ του ψωνάρα (υπερθετικό του ψώνιου) και του γαμοσλανγκοψευδογαλλοεπιθέματος -ρέ.

- Το παίζω σκυλάκι της, δεν με παίρνει κι αλλιώς. Είναι η πρώτη γκόμενα στα μέρη μας, το ξέρει, μπορώ να σου πω καλύτερη από κάτι σούργελα που βλέπεις στην τηλεόραση. Είναι λίγο ψωναρέ μα δεν με χαλάει καθόλου, μην σου πω ότι με φτιάχνει κιόλας. Αυτό το υφάκι, αφ' υψηλού και υπεράνω, με κάνει να αισθάνομαι ότι όποτε είμαι δίπλα της κάτι γίνεται, κάτι συμβαίνει.*
εδώ

- gt na iste toso psonare oles re pousti; dn iparxi mia p na ine kanoniki oute mia omos...
ekei

- Κινητά των 400 ευρώ κάθε χρόνο ή κάθε 6 μήνες, λογαριασμοί κινητής τριψήφιοι κάθε μήνα. Αλλαγή αυτοκινήτου κάθε 2-3 χρόνια γιατί «συνέφερε περισσότερο» . Σ/Κ σε Ναύπλιο, Αγόριανη, σαλέ, πισινέ, ψωναρέ. 2-4 ΙΧ ανά οικογένεια...
περαπέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία που δείχνει ότι όταν γίνεται κάτι με το ζόρι, μάλλον δεν θα είναι καλό ή θα είναι κάτω από τις προσδοκίες.

– Μα σου λέω οτι ο Αντώνης στις διακοπές ήταν τελείως μαλάκας. Είχε κολλήσει με το κινητό και όλο μηνύματα έστελνε... Και μας; Στα αρχίδια του...
– Καλά, και γιατί δεν του είπατε τίποτα;
– Ε τώρα... Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι... Άμα είναι να τον παρακαλάμε και στις διακοπές, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική περίπτωση πασιφανούς συγκυρίας ή ακολουθίας αιτίας-αιτιατού όπου η διατύπωση αντιρρήσεων και επιφυλάξεων θεωρείται αθέμιτη και περιττή.

Εκ του ποδοσφαίρου, πέρασε και σε άλλους χώρους.

  1. – Δεν μπορείς να αποδίδεις κατηγόριες δεξιά-αριστερά φίλος. Όπως έδειξε και η εξεταστική επιτροπή της Βουλής, δεν αποδείχτηκε ότι ο Τσοχατζό...
    Χέσε με ρε λοβοτομημένε, κλασική περίπτωση πέναλτι είναι το πράμα και συ αγορεύεις περί όνου σκιάς!

  2. – Μπουκάρει που λες η κυρα-Σοφία στο γραφείο και πιάνει τον κυρ-Θεόφιλο αγκαλιά με το Τζενάκι.
    – Και πώς τα μπαλώσανε;
    – Ε τι να μπαλώσουνε καημένε, κλασική περίπτωση πέναλτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζει κατάσταση απόλυτης πλήξης.

Σχετικές έρευνες έχουν δείξει πως ο σκύλος είναι το συνηθέστερο κατοικίδιο ανά τον κόσμο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να έχουμε μάθει ως ανθρωπότητα με λεπτομέρεια κάθε πτυχή της ζωής και της συμπεριφοράς του της οποίας τα σημαντικότερα στοιχεία τα έχουμε περάσει μέσω παρομοιώσεων στον λόγο και στην καθημερινή μας ζωή.

Έτσι το πρώτο συνθετικό σκυλο-, στο παρόν λήμμα, μπαίνει για να καταδείξει την υπερθετικότητα της βαρεμάρας, όπως συμβαίνει ομοίως με το βρωμάω και με το μετανιώνω.

Ρε μαν, σήκω ναουμ', πάμε για μπάνιο, ρακέτες, καμιά ποικιλία, να δούμε κάνα κώλο και μετά για ποτάκι κι ετς. Άντε!
– Μπαα. Σκυλοβαριέμαι ρε φίλος. Λέω να σλανγκάρω καμιά στάλα και μετά ύπνο.
– Ρε άσε το σλάνγκγκρ! Θα τυφλωθείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριέμαι. Πολύ.

– Βαριέμαι,
– ...
– ...
– ...
– εσύ;
– ...
– ...
– Σκυλοβαριέμαι.

(από Vrastaman, 12/08/11)(από gaidouragathos, 13/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εμπορική συναλλαγή (αρχική σημασία).
  2. Δοσοληψία, πάρε δώσε, σχέση (οποιασδήποτε φύσης, φιλικής, ερωτικής ή άλλης).
  3. Προβλήματα, μπερδέματα, φασαρία, διαπληκτισμός.

Από το ιταλικό dare-avere, δούναι και λαβείν (πηγή: Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα). Με ανομοίωση του Ρ σε Λ προκύπτει το «νταλαβέρι».

Σχετικό ρήμα: νταραβερίζομαι

  1. Στη δουλειά μου έχω νταραβέρια με πολλές εταιρείες.
  2. Δε θέλω καθόλου νταραβέρια μαζί του.
  3. Έχει νταραβέρια με την αστυνομία.

βλ. και βέρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχίδια μύδια και νερό από την Αφροδίτη = φουλ εξοπλισμός (εννοείται και ποικιλία).

  1. - Μα τι κουβαλάει πάνω ρε συ ο αγρότης; Αρχίδια μύδια και νερό από την Αφροδίτη.

  2. - Κομπλέ ξενοδοχείο... Έχει αρχίδια μύδια και νερό από την Αφροδίτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για ατυχή αντίδραση, δήθεν επιθετική, που στην πραγματικότητα αποβαίνει βλαπτική για τον αντιδρώντα. Λεονταρισμός από ανίσχυρο που δεν έχει ορθή αντίληψη της μειονεκτικής του θέσης. Στην επιθυμία του να βλάψει τον άλλο, ενεργεί άστοχα και βλάπτει περισσότερο (ή μοναχά) τον εαυτό του. Αυτογκόλ. Τσαμπουκάς αυτοκαταστροφικός και αποτυχημένος.

  1. Το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος αποφάσισε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την ανοχή του προς τον ΑΤΤΙΛΑ 2, οι επιχειρήσεις του οποίου διεξήχθησαν με τη χρήση αμερικανικών όπλων. Θύμωσε ο αγάς και δάγκασε τ' αρχίδια του δηλαδή, καθώς ένα μόλις μήνα αργότερα υπέβαλε αίτηση επανένταξης, που όμως απαιτούσε, πλέον, τη συναίνεση της Τουρκίας, η οποία δεν δόθηκε παρά μόνον έναντι σημαντικότατου περιορισμού των προηγουμένων αρμοδιοτήτων της Ελλάδας στο Αιγαίο.

  2. – Θα σε καταγγείλω στην πολεοδομία ρε!
    Θύμωσε ο αγάς και δάγκασε τ' αρχίδια του! Πού πας ρε Καραμήτρο που έχεις κλείσει 100 τετραγωνικά ημιϋπαίθριο και θες να μου φέρεις και την πολεοδομία; Φερ' τηνα ρε να σου κόψουν τον κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω από κάποιο μαγαζί, κυρίως νυχτερινό (club, μπουζούκια και τα συναφή), χωρίς να πληρώσω τα ποτά ή ό,τι άλλο πήρα.

Απαντάται και ως: σκάω / ρίχνω κανόνι και πιο συχνά βαράω / σκάω / ρίχνω πιστόλι / πιστολιά

  1. Ρε μαλάκα, δεν τιγκανά τώρα που δε μας βλέπει ο τσεκαδόρος;
    – Τι; Να σκάσουμε κανόνι;
    – Ναι ρε. Σιγά μην του δώσω 120 ευρώ για ένα μπουκάλι μπόμπα βότκα. Τόσα του λείπανε;

  2. – Τι κάνατε χτες ρε;
    – Άστα να πάνε ρε. Πήγαμε χθες στα μπουζούκια και πήραμε 3 μπουκάλια.
    Κυριλέ δηλαδή.
    – Τι κυριλέ ρε που όταν ήρθε η ώρα να πληρώσουμε είδαμε ότι μας λείπανε 70 ευρώ.
    – Και τι κάνατε ρε; Σκάσατε πιστολιά;
    – Όχι κάτσαμε! Πάλι θα κάνουμε κάνα δίμηνο να εμφανιστούμε στο μαγαζί.

Δες ακόμη: πιστολιάζω, πιστόλιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified