Further tags

Η κωλοτούμπα, η εκδήλωση ασυνέπειας, η αλλαγή στάσης λόγω έλλειψης σοβαρότητας λόγω ηθικής αδυναμίας, διαφθοράς κλπ. Και αυτός που πράττει τα παραπάνω, ο κωλοτούμπας δηλαδή.

Ο Μιτσούο Τσουκαχάρα (Mitsuo Tsukahara, 1947-) είναι ένας Ιάπωνας αστέρας της ενόργανης γυμναστικής. Του αποδίδεται, σύμφωνα με την Wikipedia, η εισαγωγή και καθιέρωση δύο ασκήσεων που φέρουν πια το όνομά του. Οι περιστροφές του σώματος που περιλαμβάνουν αυτές χρησιμοποιούνται για να τονίσουν καθ' υπερβολή το εντυπωσιακό μέγεθος της ιδεολογικής ή πολιτικής μεταστροφής.

  1. Από εδώ:

τσουκαχαρα απο ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ: θα ψηφισουν τελικα την προκαραρκτικη εξεταση.

  1. Από εδώ:

Κανει τουμπα και βγαινει στη Βουκουρεστιου να εισπραξει ΦΑΠΕΣ !
Βγαινει τωρα και λεει για ΑΠΕΙΛΕΣ !! χαχαχαχα Αυριο τον βλεπω να βγαινει σαν τον Ντομινικ… «μου την επεσε τραβε προβοκατωρας για να με χωρισει»… Τριπλο τσουκαχαρα και το ΠΑΣΟΚ στο κλαρι…

  1. Από εδώ:

Σορυ για το οφ τοπικ, αλλα ο Μελαγιες φετος ηταν ο μοναδικος που επεσε μεσα στο θεμα Σπανουλη. Οταν οι αλλοι εκαναν τον Τσουκαχαρα, εκεινος επεμενε οτι ηταν τελειωμενη υποθεση ο ερχομος του στον Ολυμπιακο.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται με δυσανασχέτηση από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, όταν ένας χώρος διασκέδασης κατακλύζεται από εφήβους με συμπεριφορά που διακρίνεται από εξωστρέφεια, τζερτζελέ, φασαρία και ανωριμότητα, σε αντίθεση με την ωριμότητα των χρησιμοποιούντων την έκφραση. Προφ, πρόκειται για μεταφορά σχετική με την πενθήμερη εκδρομή όπου οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου ξεπορτίζουν και του δίνουν και καταλαβαίνει σε ειδικούς χώρους που τους πάνε με πούλμαν, ενοχλώντας συχνά τον περίγυρο.

- Πώς ήταν χτες στο μπαράκι;
- Γάμησέ τα! Μαζεύτηκε πολλή καυλοπιτσιρικαρία και το κάνανε πενταήμερη το μαγαζί..
- Γιατί σε χαλούμι που είδες και τα παστάκια σου;

Πενταήμερη οέο (από Khan, 12/12/11)Μόνο το λάιβ βρήκα (από Khan, 13/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά της αγγλιάς/ αμερικλανιάς ολκής agree to disagree. Πρόκειται για το κύριο σύνθημα του προγραμματικού πλουραλισμού των παράλληλων μονολόγων (κατά Γ. Σεφέρη), όπου επειδή ξέρουμε ότι είναι αδύνατο να φτάσουμε στην αλήθεια, συμφωνούμε σ'αυτό το ελάχιστο μίνιμουμ μόνο ότι διαφωνούμε (κατά το «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα»). Συνήθως έτσι κατακλείεται ένας διάλογος που έχει φτάσει σε αδιέξοδο, ώστε να τηρηθεί η απαραίτητη ευγένεια. Προϋποθέτει μία διάκριση μεταξύ ανεκτικότητας και συμφωνίας, δηλαδή δεν συμφωνώ με αυτό που λες, αλλά το ανέχομαι.

Πρόκειται για ένα μότο πλήρως αντιπροσωπευτικό της μεταδιαφωτιστικής κουλτούρας της ανεκτικότητας που είναι η άλλη όψη του νεωτερικού φιλελεύθερου καπιταλισμού. Δηλαδή πρέπει να υπάρχει μια ευγενής ελάχιστη συναίνεση, που έχει ως αποτέλεσμα να απωθούνται όλα τα σημαντικά ζητήματα στην ιδιωτεία της ατομικής κωλοτρυπίδας, ώστε ενόσω εμείς συμφωνούμε ότι διαφωνούμε σε αστικά σαλόνια ή τώρα και σε πάνελ μεταξύ τυριού και αχλαδιού, έξω ο καπιταλισμός να αλωνίζει ως παγκοσμιοποιημένη μονοτροπία. Η Βικούλα αναφέρει ότι η φράση πρωτογράφτηκε από τον Αγγλάρα ιδρυτή του Μεθοδισμού John Wesley στον επικήδειο του ιδεολογικού του αντιπάλου Αγγλικανού George Whitefield, (σύμφωνα μάλλον με την πρόταξη από τους Μεθοδιστές της κοινής ηθικής που ενώνει έναντι της μεταφυσικής που χωρίζει).

Αυτά για την δόκιμη εκδοχή της φράσης. Το (όποιο) σλανγκικό ενδιαφέρον της (αν υπάρχει) έγκειται στις παρακάτω δύο τροπές:

  1. Χρησιμοποιείται ειρωνικά όταν μία πραγματικότητα είναι αντικειμενικά πασίδηλη, ώστε κάποιος να την αρνηθεί και να μπορέσει να εντρυφήσει στον ιδιωτικό τιραμισουρεαλιστικό ή ο,τινανιστικό κόσμο του. Δηλαδή όταν ο συνομιλητής παρατηρεί κάτι που είναι απολύτως προφανές, ο χρήστης της έκφρασης διεκδικεί δίκην δημοκρατικού δικαιώματος πλουραλισμού την δυνατότητα να το αμφισβητεί. Παραλλαγή αυτού είναι όταν ο χρήστης της έκφρασης έχει κάνει πριν λάθος, του το αποδεικνύει καταφανώς ο συνομιλητής, αλλά αυτός επιμένει να μην το παραδέχεται κρυπτόμενος πίσω από τον πλουραλισμό της κωλοτρυπίδας. Βεβαίως η τροπή αυτή της έκφρασης κατά βάθος ειρωνεύεται την κουλτούρα του τοιούτου πλουραλισμού. Αυτή η ειρωνική τροπή είναι ευρέως καθιερωμένη στους Αμερικάνους, βλ. και το urban dictionary, ενώ στα ελληνικά την έχω ακούσει από άτομα που είχαν γνώση της αμερικλάνικης προέλευσής της.

  2. Πιο ενδιαφέρων, IMHO είναι η χρήση της με οριστικό άρθρο για να χαρακτηρίσουμε έναν συγκεκριμένο ανθρωπότυπο, όταν δηλαδή λέμε ο συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, ή ακόμη καλύτερα, ο κύριος συμφωνούμε ότι διαφωνούμε ή ο Μίστερ συμφωνούμε ότι διαφωνούμε. Τότε αναφερόμαστε σε δήθεν θιασώτη του πλουραλισμού που με ύφος σαράντα Mπω Μπρυμέλ επικαλύπτει ότι αποτελεί ο ίδιος έναν κύριο Τίποτα (τ. Σαυραμόπουλου), ο οποίος ομιλεί χαριτολογώντας για ζητήματα από τα οποία κρίνεται η ζωή, ο θάνατος, ή η αξιοπρέπεια συνανθρώπων σαν να μη συμβαίνει τίποτα σοβαρό. Ο τοιούτος διαθέτει συχνά και το χαρακτηριστικό χαμόγελο κυριάκος, ενώ είναι καλοντυμένος και χαριτοδιπλωμένος.

Έρχεται τοιουτοτρόπως σε παραδειγματική αντίθεση με τον αντίστροφο κύριο διαφωνούμε ότι συμφωνούμε, δηλαδή τον μεταμοντερνιάρη λατέρνατιβ elusive γουαναμπή σταρ, που θέλει να διεκδικεί την απόλυτη μοναδικότητα της κωλοτρυπίδας του και ότι κανείς δεν μπορεί να τον καταλάβει, ούτε και ο φανατικότερος θαυμαστής του.

Πάσα: John Black.

1.α) Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε. Με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου ομολόγου του, Αχμέτ Νταβούτογλου, στην Ελλάδα, ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Δρούτσας είπε ότι «βλέπουμε μια τουρκική ηγεσία που φαίνεται πιο ανοιχτή σε σχέση με το παρελθόν και οφείλουμε να προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε ένα παράθυρο ευκαιρίας». Ταυτόχρονα επέκρινε την τουρκική δραστηριότητα στο Αιγαίο, λέγοντας ότι «συνεχίζονται οι παραβάσεις και παραβιάσεις του εναερίου χώρου μας και υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά» και ότι υπάρχει «αυξημένη κινητικότητα» του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στο Αιγαίο.

β). Μετανάστευση: Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε... Τα συμπεράσματα της συζήτησης δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά: όλοι συμφωνούν ότι χρειάζεται ενιαία ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, αλλά διαφωνούν για το πώς και από ποιόν πρέπει να υλοποιηθεί και να χρηματοδοτηθεί! (Εδώ).

γ) Γκάιτνερ και Σόιμπλε συμφωνούν ότι διαφωνούν (Εδώ).

  1. - Εμείς οι Έλληνες ήμασταν πάντα μεγαλόψυχοι, γι' αυτό και η εθνική μας βρισιά είναι το άι σιχτιρ, δηλαδή ας οικτίρω.
    - Μα αυτό είναι τουρκικό και σημαίνει άι γαμήσου.
    - Τι να σου πω φίλε μου... Δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε. Είναι καλύτερο να συμφωνούμε ότι διαφωνούμε.

  2. Ο κύριος συμφωνούμε ότι διαφωνούμε είπε στην εκπομπή ότι καταλαβαίνει τους ανθρώπους που βγαίνουν στον δρόμο και θα έκανε κι αυτός το ίδιο στην θέση τους, ωστόσο επέμεινε ότι πρέπει να κοπούν κατά 30% οι μισθοί.

(από Khan, 12/12/11)«Αν και συμφωνήσαμε πως υπάρχουν διαφωνίες, ωστόσο ήταν μια ανοιχτή συζήτηση», δήλωσε ο Σόιμπλε μετά τη συνάντησή του με τον Γιάνη. (από Khan, 05/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για αντιστροφή του κλασικού συμφωνούμε ότι διαφωνούμε για να χαρακτηριστεί ένας ανθρωπότυπος που ενώ υπήρχε και παλαιότερα είναι ιδιαίτερα συχνός στην εποχή της μετανεωτερικότητας (ή όψιμης νεωτερικότητας ή όψιμης μετανεωτερικότητας, ανάλογα με τα γούστα).

Ο κύριος συμφωνούμε ότι διαφωνούμε είναι ο ευγενής χαμογελαστός καλοντυμένος κύριος που διαφωνεί σε όλα μαζί σου, αλλά δεν θέλει να χαλάσετε τις καρδιές σας, αλλά να κάνουμε όλοι μία ανέξοδη επίδειξη ανεκτικότητας και δημοκρατικότητας. Πρόκειται για ανθρωπότυπο φορέα νεωτερικών αξιών φιλελευθερισμού.

Ο κύριος διαφωνούμε ότι συμφωνούμε είναι εν πολλοίς αντίστροφος. Θέλει να διεκδικήσει ότι είναι απολύτως αλτέρνι, λατέρνατιβ και ότι κανείς δεν μπορεί να τον καταλάβει. Πρόκειται για απόγονο του ρομαντικού ήρωα, ή της ρομαντικής μεγαλοφυίας, που υπήρξε ο άλλος πόλος της νεωτερικότητας πλάι στο διαφωτιστικό συμφωνούμε ότι διαφωνούμε. Ωστόσο στην μετανεωτερικότητα, έχει το χαρακτηριστικό κυρίως του πανηγυρισμού της elusiveness (που λέμε και στα Χανκοχώρια), δηλαδή της διεκδίκησης ενός νοήματος τόσο βαθέος που αποδιδράσκει πάντα από τον ομιλητή, πόσω μάλλον από τους άσχετους συνομιλητές του.

Διότι ο κύριος διαφωνούμε ότι συμφωνούμε περιτριγυρίζεται πάντα από γλοιώδεις φανατικούς θαυμαστές, οι οποίοι θέλουν να διεκδικήσουν ότι μόνο αυτοί καταλαβαίνουν τον μεγαλοφυή δάσκαλο, οπότε σε συζήτηση μαζί του, σπεύδουν σε δηλώσεις α πριόρι συμφωνίας και κατάνευσης σε οποιαδήποτε αρλούμπα αυτός πει. Πλην ο σενσέι σπεύδει συνεχώς να διαφωνήσει ότι συμφωνεί με αυτούς που θέλουν να συμφωνήσουν μαζί του, και μέσω αυτής της ματαίωσης του φαντασιακού τους συνδαυλίζει έτι περαιτέρω τον πόθο τους.

Το ιδιάζον χαρακτηριστικό του διαφωνούμε ότι συμφωνούμε είναι ότι ποτέ δεν καταδέχεται να απαντήσει σε μια ερώτηση όπως ακριβώς του τέθηκε, αλλά οπωσδήποτε την αναδιαρθρώνει, γιατί μόνο ερωτήσεις που έχει διατυπώσει ο ίδιος αξίζουν να απαντηθούν από αυτόν. Ενίοτε αρνείται ευθύς εξαρχής να απαντήσει σε ερώτηση ή δηλώνει ότι την θεωρεί ηλίθια ή α-νόητη. Επίσης, μπορεί να κάνει και καψώνια δίκην Μίστερ Μιγιάγκι στον γουαναμπή συμφωνούντα θαυμαστή.

Ο ανθρωπότυπος διαφωνούμε ότι συμφωνούμε είναι πολύ συχνός μεταξύ ποστιλάτων Φουκωντεριντάδων, καλλιτεχνών που αγρεύουν τους θεατές τους σε κλινικές υπερκουλτουρίασης, σκηνοθετών που το τσουλάνε το τράβελινγκ, στοχαστών που κραδαίνουν εναλλακτικές αντιπροτάσεις στο νεωτερικό- καπιταλιστικό- φιλελεύθερο παράδειγμα, και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων.

Πάσα: John Black.

- Πώς πήγε η πρες κόνφερανς του Bela Tarr;
- Νταξ, ο τύπος είναι πολύ διαφωνούμε ότι συμφωνούμε. Στην αρχή τον ρώτησαν γιατί κάνει μόνο ασπρόμαυρες ταινίες και δεν καταδέχτηκε να απαντήσει σε μία ερώτηση που του έχουν κάνει ένα εκατομμύριο φορές. Μετά ένας θαυμαστής του δήλωσε ότι απογοητεύτηκε που η ταινία του «Μάκβεθ» ήταν έγχρωμη αντίθετα προς ο,τιδήποτε είχε ποτέ πιστέψει, οπότε του απάντησε ότι όποιος καταλαβαίνει πραγματικά τις ταινίες του ξέρει ότι η προβληματική τους είναι επέκεινα του έγχρωμου και του ασπρόμαυρου. Μετά ένας άλλος θαυμαστής τον ρώτησε αν αισθάνεται περιορισμένος από το δυστυχές γεγονός ότι τεχνικά δεν είναι δυνατόν να γίνουν μονόπλανα που να διαρκούν πάνω από έντεκα λεπτά, οπότε απάντησε ότι όποιος τον ξέρει γνωρίζει ότι δεν κάνει ποτέ υποθέσεις για το τι θα γινόταν αν, αλλά καταπιάνεται πάντα με την πραγματική συνθήκη. Τέλος, όταν ο δημοσιογράφος απολογήθηκε για την ηλιθιότητα των ερωτήσεών του, ο Μπέλα τις βρήκε όσο πιο έξυπνες θα μπορούσε κανείς να περιμένει από αυτόν, αρνήθηκε όμως να απαντήσει σε άλλες ερωτήσεις, γιατί θα αδικούσε τους φανς του που δεν είχαν βρει εισιτήριο για την ομιλία.

Συνέντευξη τ. "διαφωνούμε ότι συμφωνούμε". (από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το αντίθετο της καύλας. Η απομακρύνουσα την ερωτική διάθεση.

- Να μην μιλήσω για αυτή την ξεκαυλωτήρα τη Μερκελ!
(Κυρ Βασίλης (κυρ bill) από Πάτρα στην «Ελληνοφρένεια»)

Από το 1.10 τα κορυφαία. (από Khan, 13/12/11)Η αντίθετη άποψη. (από Khan, 13/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενεστώτας του «έφαγα φρίκη».

Η έκφραση «Έφαγα φρίκη», όπως και σχεδόν όλα τα τρώω (πακέτο, φλας κλπ) έχει τις ρίζες της στη χρήση ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα στα βρώσιμα ναρκωτικά - χάπια. Προκύπτει από το γεγονός ότι πολλά χάπια τύπου έκσταση δεν έχουν πάντα τις ίδιες παρενέργειες στον οργανισμό και ειδικότερα στον εγκέφαλο και στα συναισθήματα. Έτσι όταν κάποιος χρήστης «τρώει« ένα χάπι που στη συνέχεια του δημιούργησε δυσάρεστα συναισθήματα, τρόμο, ταραχή, δυσάρεστες παραισθήσεις κ.λ.π., έλεγε χαρακτηριστικά ότι »έφαγε φρίκη«.

Αντίστοιχης λογικής είναι και το »έφαγα φλας« που αναφέρεται στην αναλαμπή το »έφαγα πακέτο« που περιέχει όλο το πακέτο (φρίκη, φλας) κ.λ.π.

Σταδιακά η έκφραση έφυγε από τον κύκλο των χρηστών και υιοθετήθηκε από τους νέους για να αποδώσει καταστάσεις κατά τις οποίες τα πράγματα πήραν δυσάρεστη τροπή, η για να δείξουν ότι συνειδητοποιήθηκε κάτι απότομα.

  1. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που άκουσα από χρήστη πολύ πριν γίνει της μόδας η έκφραση είναι το εξής:

- Είχα κάνει ένα τατού και είχα πιει πρέζα. Έφαγα φρίκη ότι σάπιζε το χέρι μου και έξυνα το τατου συνέχεια, με αποτέλεσμα να το καταστρέψω.

  1. Χτες εκεί που οδηγούσα πετάχτηκε μια γάτα. Έφαγα τρελή φρίκη.

  2. Τι φρίκη έφαγες ξαφνικά και άρχισες να μαλώνεις με τον Γιάννη;

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αποτέλεσμα της απόλυτης καψούρας, της καψούρας μέχρι τα μπούνια.

  2. Η ελληνική εκδοχή του ROFL ή αλλιώς roflarw ή πολύ απλά λύνομαι στα γελια.

Φαντάζεσαι να τον ερωτευτώ... να τον παρακαλάω... να κυλιέμαι στα πατώματα κι αυτός να ΜΗ ΜΕ ΘΕΛΕΙ!!!!!

Ντάρλινγκ... το χιουμοράκι... μ' έκανε να κυλιέμαι στα πατώματα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη εκδοχή του κοψοφλέβικου γαλλιστί όμως αυτή τη φορά.

Η τραγουδίστρια τους Natalia Jimenez πιστεύω ότι έχει φοβερή φωνή ειδικά όταν ερμηνεύει σλόου-κοψοφλεβέκομμάτια.

Got a better definition? Add it!

Published

Μυθική ατάκα που έχει βγάλει ο Πάνος Παπατσώρης από το Τηλεάστυ, στην εκπομπή Sport Zone. Αναφέρεται σε κάθε αγώνα τον οποίο έχει προβλέψει στο στοίχημα ότι θα έρθει άσσο ή διπλό, ισχύει όμως το ανάποδο, ώσπου στο τέλος η επίμαχη ομάδα γυρνάει το ματς κι ο Παπατσώρης βγαίνει προφήτης. Το επιφώνημα συνοδεύεται πάντοτε και με τον ανάλογο πανηγυρισμό.

- Πάνο, από 2-1, βάζει δύο γκολ η Μαρσέιγ στη Ντόρτμουντ και το γυρνάει στα τρία τελευταία λεπτά. 2-3!
- Έλα ρε, έτσι! Ανατροπέλι ρε!

(από HardcoreGR, 14/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακάμπτοντας την ιστορική προέλευση του λήμματος (αφήνοντάς την στους άλλους σεβαστούς ορισμούς από τους αντίστοιχους χρήστες του παρόντος ιστοτόπου), το κλάιν είναι τόσο δύσκολο να αποδοθεί με ορισμό όσο δύσκολο είναι να οριστεί π.χ. το λήμμα «ευτυχισμένος». Παρ' όλα αυτά, θα γίνει μία προσπάθεια προσέγγισης του νοήματος κατά το δυνατόν.

Το «κλάιν» δεν περιγράφει κάποια εξωτερική κατάσταση, συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη αυτού που το λέει. Και μπορεί να ακούσουμε κάποιον να λέει ότι είναι «κλάιν» για μία δεδομένη πραγματική κατάσταση, αντικαθιστώντας ουσιαστικά την φράση: «δεν με νοιάζει» ή «αδιαφορώ» όμως ο μελετητής θα πρέπει να διακρίνει ότι η ψυχολογική του κατάσταση είναι εν τέλει κλάιν, η οποία με τον κανόνα της λογικής αναγκαιότητας τον οδηγεί στην αδιαφορία. Δεν έχουμε δηλαδή τη σχέση αδιαφορία = κλάιν αλλά: ψυχολογική κατάσταση = κλάιν και άρα το κλάιν οδηγεί με λογική αναγκαιότητα στην εξωτερίκευση της συμπεριφοράς μας.

Προσοχή: ΔΕΝ γίνεται εξίσωση τού κλάιν με την εξωτερίκευση της συμπεριφοράς, όχι γιατί θα είχαμε ψυχολογική κατάσταση = εξωτερίκευση, κάτι το οποίο αποτελεί φυσιολογική έκφραση κάθε ανθρώπου, αλλά επειδή το κλάιν αποτελεί υπερκείμενη κατάσταση του εκάστοτε εκφρασθέντος συναισθήματος.

Όπως γίνεται κατανοητό και όπως γράφτηκε ήδη από την αρχή, η αναζήτηση του νοήματος του κλάιν γίνεται μόνο με γενικές έννοιες και παραδείγματα.

Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης είναι ο εξής:
Κατά τα διδάγματα της νομικής επιστήμης, η υπαιτιότητα τού δράστη ενός εγκλήματος χωρίζεται σε δόλο και αμέλεια. Σε δεύτερο επίπεδο, ο δόλος χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες και ο δόλος σε δύο. Χωρίς να θέλω να κουράζω τους αναγνώστες, θα αναλύσουμε τον τρόπο σκέψης του νομικού όταν η αποδιδόμενη πράξη καταλογίζεται από ενδεχόμενο δόλο (φράση γνωστή σε όλους).

Για να καταλάβουμε λοιπόν αν ο δράστης καταλαμβάνεται από τον ενδεχόμενο δόλο, ακολουθούμε την συλλογιστική: ο δράστης είχε σκοπό να εκτελέσει την πράξη (διανοητικό στοιχείο) και παράλληλα πίστευε ότι πιθανώς η πράξη αυτή θα επέφερε το ποινικά κολάσιμο αποτέλεσμα (βουλητικό στοιχείο).

Κάπως έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και για το κλάιν. Δεχόμαστε μία πληροφορία, περιερχόμαστε σε κατάσταση κλάιν (διανοητικό στοιχείο), η οποία κατάσταση εκφράζεται παντοιοτρόπως (ξύσιμο φρυδιών, ανακάτεμα φράπας κλπ. - εκτέλεση πράξης).

Ο σωστά σκεπτόμενος αναγνώστης θα αναρωτηθεί: μα αφού τελικά το εξωτερικό στοιχείο, είτε παραδεχτούμε ότι ονομάζεται κλάιν είτε προέρχεται από την διανόηση, την οποία εδώ ονομάζουμε κλάιν, τότε γιατί να ασχοληθώ;

Το πρόβλημα λοιπόν έγκειται στο επικίνδυνο συμπέρασμα να δίνονται ελλιπέστατοι και συχνά αυθαίρετοι ορισμοί για το υπό εξέταση λήμμα, το οποίο τελικά περιορίζεται στο να αντικαθιστά τους αυθαίρετους αυτούς ορισμούς. Ας το αναλογιστούμε: Τί από τα παρακάτω περιγράφει το κλάιν: αδιαφορία, απαξίωση, χαλαρότητα, ασυνέπεια, αστειότητα, έλλειψη σοβαρότητας; Σίγουρα καθένας από εμάς κάποτε είπε «κλάιν» για να αντικαταστήσει μία από τις παραπάνω λέξεις. Μα όμως όλες δεν εντάσσονται στην έννοια αυτή;

Εν κατακλείδι, δύο είναι οι προβληματικές της παρούσας προσπάθειας για την εξεύρεση του ορισμού: αφενός, πρέπει μέσα μας να αποκαταστήσουμε το «κλάιν» ως έναν αυτοτελή ορισμό, ο οποίος είναι πολύ ανώτερος από το να το χρησιμοποιούμε αβασάνιστα για να αντικαθιστούμε λέξεις, οι οποίες περιγράφουν πολύ πιο περιεκτικά τη στιγμιαία σκέψη μας.

Αφετέρου, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το «κλάιν» αποτελεί ψυχολογική κατάσταση, η οποία προκαλείται από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα και τελικά αυτό το ρημάδι το «κλάιν» είναι που μας οδηγεί στα συναισθήματα της αδιαφορίας, της απαξίωσης κλπ. Υπάρχει λοιπόν μία σχέση αιτίου - αιτιατού και όχι σχέση υποκατάστασης.

Τέλος, αφού η λογική αναγκαιότητα, κατά την άποψη του γράφοντα, έχει σχηματικά ως εξής: λήψη ερεθίσματος > κλάιν > εξωτερίκευση ανάλογης συμπεριφοράς, το παρόν λήμμα θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε όλως περιοριστικές περιπτώσεις, για να δείξουμε ότι η ενδεχόμενη αδιαφορία μας για ένα ζήτημα, δεν περιέρχεται επειδή βαριόμαστε να ακούσουμε τον συνομιλητή μας ή επειδή η προσοχή μας είναι αποσπασμένη, αλλά για να δείξουμε λάβαμε την πληροφορία και δημιουργήθηκε μέσα μας η ψυχολογική κατάσταση του κλάιν.

  1. Λάθος χρήση τού κλάιν:
    - Ρε Νώντα άκου να σου πω τί με είπε η πατσαβούρα που γνώρισα χθες σε εκείνο το καταγώγι...
    - Κλάιν ρε ψηλέ, βαριέμαι τώρα, δε βλέπεις ότι νυστάζω; Ποιος ασχολείται άλλωστε με αυτήν...

Βλέπουμε εδώ ότι το κλάιν έχει υποκαταστήσει την έννοια της βαρεμάρας γενικά και της αδιαφορίας για την γκόμενα.

  1. Σωστή χρήση τού κλαίν:
    - Ρε Νώντα απολύθηκα από τη δουλειά. Το πιστεύεις; Πώς θα ζήσω τώρα;
    - Κλάιν ρε ψηλέ, αφού έχεις εισοδήματα από δέκα διαμερίσματα, τί αγχώνεσαι;

Εδώ όμως, ο Νώντας ορθά χρησιμοποίησε το κλάιν, επειδή δέχτηκε το εξωτερικό ερέθισμα (δηλαδή την απόλυση από τη δουλειά), περιήλθε σε κατάσταση κλάιν, η οποία κατά λογική αναγκαιότητα τον οδήγησε σε απαξίωση των λεγομένων τού Ψηλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified