Further tags

Τρε καυλωτίκ υποκείμενο ή αντικείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό.

Αντώνυμο: ντεκαυλέ.

- Τι πατούρι είναι αυτό, τι καυλιδερό ψαρωμένο ύφος, πιπίνι σούπερ... από επιδόσεις φυσικά δεν έχω ιδέα γιατί δεν μπήκα. Αλλά κ γαμώ ...
(crash test μπουρδέλων, εδώ)

- το γκαζι ειναι το πιο καυλιδερο πραγμα σε ενα αυτοκινητο και οσο πιο πολυ μπορεις να παρεις τοσο το καλυτερο :rtfm:
(crash test αυτοκινήτων, εκεί)

- Πάρε το New dark age να ακούσεις πρόστυχο, επικό, καυλιδερό και ανυπόταχτο doom!
(crash test συγκροτημάτων, παραπέρα)

- Πως το λένε το καυλιδερό του Πέρι;
- Εεε, πιέρ;
- Όχι ρε, για το άλλο λέω...
(ως ουσιαστικό, περισσότερα εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταπονούμαι από κάποια επίπονη σωματική δραστηριότητα, και κυρίως από το σήκωμα μεγάλου βάρους.

Στο βιβλίο Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 33) ο Ν. Σαραντάκος εξηγεί την προέλευση της έκφρασης από την λέξη απάκι που σημαίνει το «ψαχνό γύρω από τα νεφρά». Από τον Κοραή έχει προταθεί ως ετυμολογία ότι προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀλωπέκιον που σημαίνει την μικρή αλεπού (αλωπέκια > αλεπέκια > αλπέκια). Ο Ν.Σ. παρατηρεί επίσης ότι η έκφραση χρησιμοποιείται και ειρωνικά για κάποιον που τεμπελιάζει.

Πάσα από Δ.Π.: GATZMAN.

  1. Και ηταν και 32 κιλα το ατιμο.Μου πεσαν τα πακια. (Εδώ).

  2. Οταν κανείς σηκώσει ή προσπαθήσει να σηκώσει ένα μεγάλο βάρος και καταλάβει πόνους στη μέση του, λένε πως του έπεσαν τα πάκια. Ο άρρωστος ξαπλώνει μπρούμυτα κι ο πρακτικός γιατρός πιάνει τις δυό άκρες της μέσης του αρρώστου και τις τραβάει μαλάζοντάς τες ταυτόχρονα. Οταν τρίξουν τα κόκαλα σημαίνει πως τα πάκια ξανάρθαν στη θέση τους. Οταν όμως τα πάκια «κρεατώσουν» δε συνέρχονται, κι ο πόνος συνεχίζεται με κίνδυνο ο άνθρωπος να μείνει ανάπηρος. (Εδώ).

Απάκι (από GATZMAN, 25/01/12)Στο 18\'\' (από Galadriel, 25/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπαγαποντιά, υπεκφυγή, τακτικός ελιγμός, τσαπατσουλιά, πασάλειμμα.

-Να σου πω ρε φίλε : μήπως να, μμμ, αυτό και τα λοιπά κι έτσι ρε παιδί μου ξέρω 'γω εντάξει...
-Άσε μας ρε φίλε με τις τσιριτσάτζουλες...

4.20: Πολλές τσιριτσάντζουλες κάνεις... (από Khan, 27/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χώρα ή ο χώρος (ιδεολογικός, πολιτικός, θρησκευτικός, αθλητικός και ταλιμπάν) όπου αυτοί που τον απαρτίζουν συμπεριφέρονται ως κοπάδι, δηλαδή ως άκριτοι κοπαδοί του ποιμένος-ταγού και της χιλιομασημένης κυρίαρχης ιδεολογίας, χωρίς να αναλαμβάνουν προσωπική ευθύνη και το ρίσκο της κριτικής αποστασιοποίησης. Και που φροντίζουν να εξοστρακίσουν όποιον τολμήσει να διαφοροποιηθεί.

Το β' συστατικό είναι το εξαιρετικά σλανγκενεργό -στάν που παραπέμπει σε χώρα της Ανατολής, και το χρησιμοποιούμε συχνά για να αναδείξουμε τον ανατολίτικο (με την κακή έννοια) χαρακτήρα της Ελλάδας ως Ελλαδιστάν. Και στην προκείμενη έκφραση αναπαράγεται το οριενταλιστικό στερεότυπο ότι προσιδιάζει στις χώρες -σταν της Ανατολής να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι ως άμορφα κοπάδια- μπουλούκια. Παίζει βέβαια εδώ και με την λέξη στάνη.

Έχει ενδιαφέρον, επίσης, ὀτι ενίοτε έχει επιρρηματική χρήση, βλ. παράδ. 4.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Πάσης φύσεως «κοπάδι» καταστρέφει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα.Αυτοεξορίσου από την χώρα του Κοπαδιστάν (Εδώ).

  2. υπάρχουν 3 κατηγορίες ομάδων αναρχοδιεθνιστούλιδων:
    γ) Το κοπαδιστάν. Καμμένα φοιτητάκια, μεταξύ των οποίων και γόνοι αρκετών ευκατάστατων και ευυπόληπτων οικογενειών, παρασυρμένοι αριστεριστές, κομπλεξικοί πάσης φύσεως, παρατρεχάμενοι, ρομαντικοί, ψυχικά διαταραγμένες προσωπικότητες, γραφικοί, εκ γενετής πυροβολημένοι, καθ' έξιν κάφροι και επιρρεπείς στην υποβολή, μανιοκαταθλιπτικοί μηδενιστές ... όλα τα άνθη του αγρού ριγμένα στο αντιεξουσιαστικό μπλέντερ και ελεχόμενα από «φύλαρχους» αναρχοπατέρες που κατά συντριπτικό κανόνα τα παίρνουν χοντρά από πρώην, νυν και αεί κυπατζήδες (η υποτυπώδης ιεραρχία μάλιστα που στήνουν οι εμπνευσμένοι αυτοί επαναστάτες για το «ποίμνιο» τους αποτελεί μνημειώδες οξύμωρο προς τα «ιερά θέσφατα» του αναρχισμού). Η χρηματοδότηση είναι φυσικά σταθερή (και αν το απαιτεί η περίσταση ακόμα και γενναιόδωρη)...μεταφραζόμενη σε έντυπα, αφίσσες, προπαγανδιστικό υλικό, εκ των έσω ενημέρωση για τις κινήσεις των 'αντιπάλων' και ότι άλλο λαδάκι χρειάζεται ο μηχανισμός για να πάρει μπρος. (Εδώ).

  3. Ένας που μου ρχεται στο μυαλό ΤΟΛΜΗΣΕ να τα βάλει με το κοπαδιστάν. Ακόμα τρέχει ο φουκαράς... (Εδώ)

  4. Μιλάμε για επιλεγμένα μεν αλλά νορμάλ εστιατόρια στο κέντρο των πόλεων (όχι τίποτα τουριστοπαγίδες που σε πάνε τα ταξιδιωτικά πρακτορεία κοπαδιστάν). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάθηση σχετική με την συμπεριφορά ή / και το ήθος τσόγλανου.
Ιατρικώς κατηγοριοποιείται ως οξεία ή καλπάζουσα.
Συνήθως διαγιγνώσκεται με συνοδά φαινόμενα κωλοπαιδισμού.

Η παρούσα επισήμανση ας θεωρηθεί πάσα προς κάθε ενδιαφερόμενο να ανεβάσει το σχετικό λήμμα.

Ο λημματογράφος δεν είναι σε ψυχολογική κατάσταση να ασχοληθεί και με κωλόπαιδα. Οι τσόγλανοι του είναι υπεραρκετοί.

«Σταμάτα ρε τσογλάνι !», του ξανάπα κι ο Μήτσος σταμάτησε, αλλά όχι εντελώς, έβλεπα στο ύφος του την ανυπομονησία του, ή θ ε λ ε να κατέβω ο Μήτσος, ο Μήτσος ο π α τ ρ ι ώ τ η ς, χάρηκε που επιτέλους δεν άντεξα την τ σ ο γ λ α ν ί α σ ή του και πήδηξα κάτω, κλείνοντάς του την πόρτα στα μούτρα [...]

(Γιώργου Σκούρτη «Ο Μήτσος απ' τ' Αγρίνιο», από το βιβλίο «Αυτά κι άλλα πολλά»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για όρο που προέκυψε από το internet. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος μπαίνει σε μια διαδικτυακή συζήτηση και μπερδεύει τους υπολοίπους. Το μυστικό στο σωστό τρολάρισμα δεν είναι απλά να λες άσχετα ή φανταστικά πράγματα, γιατί τότε ο διαχειριστής της συζήτησης (admin) θα σε διώξει, αλλά να λες άσχετα με σοβαρό τρόπο.

Το καλύτερο είναι να παριστάνεις κάποιον που δεν είσαι. Το τρολ απλά βγάζει γέλιο σε βάρος των υπολοίπων που προσπαθούν να καταλάβουν μάταια τι εννοεί. Η πρακτική αυτή μεταφέρεται συχνά και σε συζητήσεις στην πραγματική ζωή.

ΠΡΟΣΟΧΗ: το τρολάρω είναι διαφορετικό από το τρολιάζω. Τρολιάζω σημαίνει ότι απλά λέω ό,τι να 'ναι με καθόλου έξυπνο τρόπο.

Μπήκα σε ένα φόρουμ για αμάξια τις προάλλες και για πόση ώρα προσπαθούσα να τους πείσω ότι κατασκευάστηκε το πρώτο αμάξι που πετάει! Άσε! Τους τρόλαρα κανονικά!

(από Khan, 29/01/12)Να τρολάρουμε την Ιστορία (από Khan, 28/04/12)

βλ. και τρολ, τρολιά, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν για κάποιον λέμε ότι «του άνοιξε» εννοούμε του άνοιξε ο κώλος. Επικρατεί ο ανοιχτός κώλος λόγω διείσδυσης να θεωρείται κάτι σαν γούρι που φέρνει καλή τύχη.

Ντάξει! Έβαλε τρίποντο με κλειστά μάτια από το κέντρο του γηπέδου! Του άνοιξε κανονικά!

(από Khan, 29/01/12)

βλ. και σούφρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάε λάδι και έλα βράδυ να σου ξηγηθώ αλφάδι!

Αναφέρεται στη μείωση της τριβής λόγω λιπαντικού κατά την επαφή (συνήθως από τη πίσω πόρτα). Εναλλακτικά, «βάλε λάδι».

- Εμένα να προσέχεις πως μου μιλάς, δε σε 'χω και τίποτα, να ξες...
- Θα με κλάσεις! Φάε λάδι και έλα βράδυ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H φράση αναφέρεται στην καταπόνηση κάποιου που ξεκωλώνεται στη δουλειά, είτε για πάρτη του είτε όντας στην υπηρεσία κάποιου εργοδότη.

Ας σημειωθεί ότι η λέξη «υπηρέτης» προέρχεται από το υπό + ερέτης = κωπηλάτης. Πρβλ τα σχετικά «κατεργάρης», «πάγκος» κλπ. Ως γνωστόν, οι σκλάβοι στις γαλέρες τραβούσαν κουπί μέχρι θανάτου.

Τούτου δοθέντος, και παραβάλλοντας το γαλλ. travailler / ισπαν. trabajar, η σωστή απάντηση στο πασίγνωστο ελληνικό «τι τραβάω ρε πούστη μου για ένα ξεροκόμματο» είναι «κουπί».

Τέλος, όπως φαίνεται από το παράδειγμα που ακολουθεί, η σχετική με την κωπηλασία ορολογία έβρισκε, τουλάχιστον παλαιότερα, εφαρμογή και σε καταστάσεις που αφορούσαν περισσότερο το χλαπάκιασμα παρά την παραγωγή έργου.

  1. Εννοείται πως, τη φασουλάδα την κατεβρόχθιζαν με το κουπί (χουλιάρι). Στην φυλακή, όταν κάποιος τρώει με λαιμαργία, του λένε : βλέπω τραβάς άγριο κουπί !
    (Ηλ. Πετρόπουλου «η Εθνική Φασουλάδα»).

  2. - Τι γίνεται ρε φίλε, πως πάει η δουλειά ;
    - Άσε μεγάλε, το μαγαζί μπαίνει μέσα και τ' αφεντικό μας έχει να τραβάμε μέρα-νύχτα κουπί μπας και τα φέρει βόλτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified