Further tags

Προέρχεται από τον δενδρόβιο δηλητηριώδη βάτραχο νταλάκι (βλ. φώτο), ο οποίος ζει στην Κεντρική Μακεδονία. Είναι σπάνιο φαινόμενο να τον καταπιεί κατά λάθος μία αγελάδα κατά την βόσκηση χόρτων, επειδή ζει επάνω στα δέντρα. Αλλά όταν αυτό συμβεί δηλητηριάζεται, πρήζεται ολόκληρη και επέρχεται ο θάνατος.

Γενικότερα σημαίνει το υπερβολικό πρήξιμο στην κοιλιά.

Ω, ρε φούστη μου, έφαγα ένα κατσίκι μόνος μου, ήπια και μια κάσα μπύρες, νταλάκιασα μιλάμε...

νταλάκι (από panos334, 01/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα συρμπούκια είναι το γέμισμα, το τιγκάρισμα θα λέγαμε στην αργκό, η υπερπλήρωση π.χ. σε ένα μεταφορικό μέσο (λεωφορείο κλπ), καμιά σχέση με τα σιμπούκια. Από το surbooking.

Μεσ' το λεωφορείο γίνεται το αδιαχώρητο.
- Πω ρε μαλάκα μου, τι έγινε τώρα; Τι συρμπούκια είναι αυτά...
- Ναι ρε γαμώ, ωωω... κοίτα ο εφα-ψίας ρε... όρε γέλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουκλόνι, το - (πληθ): μπουκλόνια.

Πεολειχία, στοματικός έρως προσδιδόμενος προς άρρεν (από άρρεν ή θήλυ ή trans ή by ή bye-bye... δεν έχει σημασία).

Συντομογραφία του «τσιμπουκλόνι».
Συγγενής ρίζα με το «μπουκώνω»...

... και με πλακώνει σε κάτι μπουκλόνια το γκομενάκι φίλε... άσε !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μαλάκας Της Υπόθεσης. Απλά και ξεκάθαρα.

Σε κάθε κωλοκατάσταση κάποιος είναι ο φταίχτης και κάποιος την πληρώνει... Αν τα παραπάνω δεν συμπίπτουν στο ίδιο φυσικό πρόσωπο, τότε ο δεύτερος μπορεί να χαρακτηριστεί ως: ΟΜΤΥ.

- Άσε μαν, τι έπαθε ο Γιάννης...
- Τι ρε;
- Ε... ήθελε να κάνει δώρο στη γκόμενά του ένα ταξίδι στο Παρίσι και όχι μόνο πήρε εισιτήρια και έκλεισε και 5άστερο hotel, αλλά η κάργια τον χώρισε δυό μέρες μετά και πήγε με αυτόν που τον κεράτωνε για κανα μήνα...
- Ωωω ρε φίιιιλεεε.. πόσο ΟΜΤΥ πρέπει να νιώθει τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που δηλώνει δύο τύπους γυναικείας κυρίως -αλλά συχνά και αντρικής- συμπεριφοράς:

α) Το κυριλέ μπιτσάρισμα: Κυνική, ενίοτε πραγματιστική, και σε κάθε περίπτωση άκρως αντισυναισθηματική συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα, πράγματα, και καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, μπιτσιάζω σημαίνει ότι βλέπω τα πάντα με ψυχρό μάτι (ή καλύτερα, με το ψυχρό δικό μου μάτι) και δεν αφήνω τίποτα και κανέναν να με επηρεάσει ή να με εκτρέψει από αυτό που θεωρώ εγώ σωστό. Ότι πω, έτσι είναι. Και λάθος να κάνω, δεν έχει σημασία. Έτσι τα βλέπω τα πράγματα, και δεν αλλάζω που να χτυπιέσαι κάτω.

β) Το κατ' εξοχήν μπιτσάρισμα: Άμεσα επιθετική συμπεριφορά και στάση, αυτή τη φορά απέναντι σε πρόσωπα, στοχεύοντας στην ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τον ολοκληρωτικό ευνουχισμό του άλλου ή της άλλης, και την ανάδειξη της bitch (θηλυκής ή αρσενικής) ως κυρίαρχης προσωπικότητας. Το σφάξιμο του αντιπάλου μπορεί να γίνεται με το γάντι (υπονοούμενα που σκίζουν σπλάχνα) ή με απευθείας προσβολή (που και πάλι έχει το ίδιο αποτέλεσμα). Φού και φού η συμπεριφορά αυτή δεν μένει στα λόγια, οπότε στην πορεία δεν είναι σπάνιο ή εκτός προγράμματος να πέφτει και καμιά ψιλή.

Τα κίνητρα του μπιτσαρίσματος διαφέρουν, όπως και η τεχνική τους. Μπορεί να είναι κάτι που γίνεται με την καλημέρα, ή κάτι που συντελείται έπειτα από καιρό, σε ανύποπτο χρόνο, μόλις ο στόχος έχει χαλαρώσει τις άμυνες του (οπότε η ζημιά είναι ακόμα μεγαλύτερη). Οι αφορμές, απ' την άλλη, είναι πρακτικά άπειρες. Εξάλλου, θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι υπάρχουν και άτομα που έχουν αναγάγει το μπιτσάρισμα σε τρόπο ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, χωρίς αυτό να τον γλιτώσει από μία τέτοια κατάσταση. Τρόπος καταπολέμησης; Ο γράφων δεν έχει να προτείνει κάτι. Γενικά, άμα είναι να μπιτσιάσει η άλλη (ή ο άλλος), θα μπιτσιάσει. Και να μην υπάρχει λόγος, θα τον βρει. Τόσο απλά.

Εκ του αγγλικού bitch, που δίνει ως παράγωγο το bitching. Βλ. και μπιτσάρα, μπιτσόνι.

Πάσα: mafie, από Δ.Π.

  1. Οι χαρακτήρες είναι ένας κι ένας, αυτή η οικογένεια είναι τρομερή έχει τους πάντες. Θεούληδες όλοι, ο Μάνι πρώτος και καλύτερος τον θαυμάζω σε κάθε του σκηνή, ο Φίλ είναι πραγματικά ο μπαμπάς που όλοι θα θέλαμε και γελάω πάρα πολύ με τις τραγικές καταστάσεις που βρίσκεται συνέχεια, η Κλέρ θεά μου αρέσει πολύ όταν μπιτσιάζει και βασανίζει τον Φίλ, ο Κάμ απλά υστερικός, ο Τζέι στην αρχή μου φαινόταν πολύ κακός αλλά τον συνηθίζεις και τα άλλα τα παιδιά είναι όλα καταπληκτικά. (Από εδώ)

  2. Πάντως μου κάνει εντύπωση ότι ΑΓΓΛΟΙ μπιτσιάζουν για τα άπλυτα πιάτα. ΕΛΕΟΣ! Που έψαχνα σε όλα τα asda, tesco κτλ να βρω σφουγγαράκι για τα πιάτα. Γιατί οι βρωμύλοι, γεμίζουν τον νεροχύτη με νερό και απορρυπαντικό, τα βουτάνε μέσα και ουτε καν τα ξεπλένουν μετά! Τι να σου πω, ίσως να τους τη σπάς που κάνεις ντους και χαλάς πολύ νερό. (Από εδώ)

  3. Ξέρεις πόσο καιρό το σχεδίαζα να το ανοίξω; Αλλά πού να προλάβω. Μια η σχολή, μια η δουλειά της μαμάς, μια κάτι έκτακτα γκομενιακού τύπου, άσε. Ε, μια μέρα το πήρα απόφαση. Όχι κύριοι λέω, ΔΕ θα σας περάσει. Θέλω το χώρο μου να μπιτσιάσω. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον κόσμο του παιχνιδιού Counter Strike, «φοράω» σημαίνει χρησιμοποιώ προγραμματάκια, addons κλπ για να cheatάρω, να «κλέβω» δηλαδή στο παιχνίδι.

Τα προγραμματάκια συνήθως είναι wallhack (επεμβαίνουν στους οδηγούς της κάρτας γραφικών ώστε να μπορείς να δεις πίσω από τοίχους), aimbot (βοηθάει να βρίσκεις το στόχο σου με το όπλο, ακόμα κι αν βαράς στο γάμο του Καραγκιόζη) και άλλα εκνευριστικά.

Το «φοράω» σημαίνει δηλαδή «φέρω», ενν. cheats.

- Ρε γαμημένε noobShot, άμα φοράς θα φας ένα ban για 999 χρόνια που θα είναι όλο δικό σου, κωλόζωο.
- Βούλωνε καμπέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν περιμένουμε μια εκδούλευση από κάποιον , κάποια εξυπηρέτηση, με το αζημίωτο βέβαια, και ο τύπος που πρέπει να ανταποκριθεί κάνει τσιριτσάντζουλες.

    1. Η Μαρία όταν είσαι μαζί της στο μπαρ, είναι όλο υποσχέσεις για ένα αχαλίνωτο πήδουλα, η οποία μετά όταν την πας στο σπίτι, για την πραγμάτωση, λέει δήθεν ότι δε μπορεί, το κεφάλι της πονεί κτλ.

(Σάκης, μπαίνοντας φουριόζος και με ανυπομονησία σε μαγαζί με hi tech κινητά - έχει παραγγείλει το S III, το super κινητό) - Τι κάνεις, όλα καλά;
(Πάνος, κοιτώντας τον αδιάφορα, έτσι για να κάνει πλάκα, ότι δήθεν το κινητό δεν ήρθε) - Ε, καλά. (Σάκης, πονηρούλης και ατακαδόρος)
- Τι με κοιτάς και απορείς αφού το ξέρω ότι μπορείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοειπώθηκε από τον κ. Π.-Α. Κ., τον Ιούλιο του 1977 κατά την εκδρομή αποφοίτησης ΟΠΕ/ΑΠΘ '77 στις «ανατολικές» -τότε- χώρες, στο πούλμαν που μας μετέφερε από τόπου σε τόπο.

Η αναφορά έγινε λόγω της ακατάσχετης όρεξης κάποιων νεαρών συναδέλφων για προσωπικές επαφές και σχέσεις που. ενώ ήσαν τιμητικές για εμάς, ίσως η μορφή των αιτουμένων να μη ήταν σύμφωνη με τα περί κάλλους πρότυπά μας, πάντα.

Το λέμε πλέον όταν θέλουμε να απομακρύνουμε αιτήματα... σύγκλισης από μη άκρως επιθυμητά άτομα... (σα να πάνε όλες να μας σπιτώσουν -τάχα).

Πρόσεχε μη σε τυλίξει, ε; Αν δε παινέψεις το πλάκωμα, θα πέσει να σε σπιτώσει...

Λογοπαίγνιο με το «αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μπουκέτου που ραπίζει κατευθείαν τον στόχο του. Εκτός ρινγκ, παίζει στο ποδόσφαιρο, αλλά και στην πολιτική (βλ. μήδια με αριστερό και ακροδεξιό ντιρέκτ).

Εκ του αγγλικάνικου direct jab.

- Μιλάμε τέτοιο χτύπημα θα ζήλευε και ο Ρόκι Μπαλμπόα. Δεξί ντιρέκτ κατευθείαν στο σαγόνι του αντιπάλου.
(εδώ)

- Ενας υπουργός με καλό... ντιρέκτ
(εκεί)

- Ο ρόλος του Θ. Πάγκαλου στην κυβέρνηση είναι να... βγάζει τα κάστανα απ' τη φωτιά, το κάνει όμως με το δικό του τρόπο, ρίχνοντας ενίοτε και μερικά ντιρέκτ. Χτες έριξε ένα ντιρέκτ στο οικονομικό επιτελείο, λέγοντας (Mega) ότι «έπρεπε να μελετήσουν λίγο περισσότερο την πραγματικότητα» σε ό,τι αφορά το πάγωμα μισθών. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς σπάω στο ξύλο κάποιον, αποδίδω προσωπική δικαιοσύνη, με ή χωρίς αφορμή, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, ή απόψεων περί Σταρ Τρεκ. Ταιριάζει τέλεια με Χρυσαυγίτες, μαύρα παρεό και χρυσά σανδάλια.

Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και από κοινούς θνητούς, όπως στα ακόλουθα παραδείγματα.

  1. Ρε μαν! Τί θα γίνει, θα πάρεις το κάρο να παρκάρω σαν άνθρωπος ή θα σε αρχίσω στο κασίδιασμα;

  2. Βαγγελάαααααακηηηηηηηη! Έλα εδώ στη μαμά, αγόρι μου! Βαγγέλη σου λέεεεω! Έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου θα σε κασιδιάσω βλαμμένο!

  3. - Τι με κοιτάς ρε φίλε έτσι; - Θα σε κασιδιάσω! - Γιατί ρε;! Τι έκανα; Ούτε που σε ξέρω! - Δεν έχεις φωτογένεια! - Και είναι λόγος αυτός ρε ψυχανώμαλε;! - Μου ΑΝΤΙΜΙΛΑΣ κιόλας;;;;;!

Βλ. και εδώ. Χρυσαυγίτικα: αυγά, εγέρθουτου, κασιδιάζω, σκινάς, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλο, χρησοί αβγύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified