Further tags

Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, όπως και το λατσεύομαι (στην Μέση Φωνή), αλλά επιπλέον σημαίνει και ομορφαίνω, καλλωπίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).

  1. Latsevo ton apokate sto bout. (Αποκατέ)

  2. Λάτσεψα τις πάγκρες μου = χτενίστηκα. (Αποκατέ).

Στο 0.20, από την ταινία "Θηλυκή Εταιρία" του Νίκου Περάκη. (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται επίσης σε περιπτώσεις, όπου σε μία παρέα παρευρίσκεται μόνο μία γυναίκα απέναντι σε μία ολόκληρη τσατσάρα από άντρες, μόλις υπονομεύοντας την απόλυτη συμπάγεια του αρχιδόκαμπου, ή που έστω ο αριθμός των αντρών είναι συντριπτικά μεγαλύτερος από των γυναικών. Το ίδιο και για οικογένειες, όπου τυχαίνει να υπάρχουν πολλά αρσενικά και ελάχιστα ή ένα θηλυκό. Προφ από το γεγονός ότι η Χιονάτη είχε για παρέα επτά άντρες, ακόμη κι αν νάνους.

- Και, όπως είπαμε, απόψε θα είμαστε μόνο άντρες!
- Το ξέρω ρε συ, αλλά ο Γιώργος έχει καλέσει και τη νέα φίλη που έκανε από το Φέισμπουκ.
- Και τι θα κάνει η κοπέλα με οκτώ ψωλαραίους; Την χιονάτη;

"Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα", ταινία του 1960. (από Khan, 29/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομο που κάνει πολυτελή έξοδα, ενώ δεν έχει την οικονομική άνεση να τα καλύψει μέχρι τέλους.

  1. - Τον είδες τον Αντώνη; Το έκλεισε το μπαράκι, του μείνανε οι δόσεις να πλερώνει και είχε δώσει και μπροστάντζα ένα σκασμό. Τώρα σκάει με καινούρια BMW εξάρα. Τί του λες;
    - Α καλά. Εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας, μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας!

  2. - Πωω φίλη μου, δύσκολο πράμα να είσαι φοιτητόνι. Οι γονείς μου δεν μπορούν να μου στέλνουν παραπάνω λεφτά. Μάλλον θα κόψω τη θέρμανσή μου. Αρρωστάινω. Ευτυχώς θα πάω την άνοιξη Εράσμους Μπαρτσελόνα.
    - Ρε φίλη, εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα σου και μουνάκι θέλει η ψωλίτσα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδρώνω τη φανέλα αλλά στον υπερθετικό βαθμό. Όρος δανειζόμενος από την ποδοσφαιρική αργκό των γηπέδων, κατά την οποία ο ποδοσφαιριστής ο οποίος θα παλέψει με δυνατά τάκλιν, σπρωξίματα, διεκδικήσεις για κεφαλιά κι όλα τα συναφή, είναι αυτός που τελικά θα ματώσει κυριολεκτικά, άρα θα έχει ματώσει και τη φανέλα του. Αντίθετα, αυτός που θα είναι «ατσαλάκωτος» θεωρείται ότι έχει συνήθως παθητικό ρόλο στην ομάδα του.

Στην καθομιλουμένη, το να ματώσει κάποιος τη φανέλα χρησιμοποιείται τόσο όταν αναφερόμαστε σε ποδοσφαιριστές που θα τα δώσουν όλα στο γήπεδο, όσο και σε εκείνους που θα προσπαθήσουν με το 100% των δυνατοτήτων τους στη δουλειά, στις γκόμενες και γενικά στους στόχους που θέτουν.

  1. - Βλέπω αυτά τα σαπάκια που έχουμε σήμερα για επίθεση και θυμάμαι τον Κριστόφ Βαζέχα. Μεγάλη μπάλα.
    - Πω ρε Γιάννη, τι μου θύμισες τώρα...τεράστια παικτούρα. Αυτός μάτωνε τη φανέλα για λίγα εκατομμύρια ευρώ, όχι σαν κάτι άλλους που έρχονται τώρα μόνο για τα ένσημα!

  2. - Τι κάνει αυτός; Έχει πάρει πρέφα ότι συμπλήρωσε 60 ώρες δουλειάς στο γραφείο αυτή τη βδομάδα; Τι θα γίνει, θα ξεκουβαλήσει να πάμε για καμιά μπύρα; Έφτασε η Παρασκευή.
    - Δεν υπάρχει ρε, μην ασχολείσαι. Ματώνει τη φανέλα το παλικάρι.

(από HardcoreGR, 30/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται συνήθως όταν παρακολουθούμε ή μας αφηγούνται μια χαζοχαρούμενη «δακρύβρεχτη» ιστορία η οποία μας αφήνει παντελώς αδιάφορους. Δηλώνουμε λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο ότι μη μου τα ζαλίζεις, χέστηκα, δεν μ' ενδιαφέρει η παπαριά που μου λες και σε γράφω στ' αρχίδια μου.

(Η γκόμενα παρακολουθεί μια σειρά στην τηλεόραση)
- Αχ τι συγκινητικό! Θα παντρευτούνε!
(Ο άλλος κοντεύει να κοιμηθεί από την βαρεμάρα)
- Τελέρε! Δάκρυσαν τ' αρχίδια μου από την συγκίνηση! (δε μας χέζεις ρε Νταλάρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότατη στρατιωτική έκφραση για την στάση της προσοχής, όπου το σώμα του στρατιώτη καλείται να είναι άκαμπτο σαν μάρμαρο. Δηλώνει κυρίως το καψόνι να αφήνονται οι στρατιώτες υπερβολικά πολλή ώρα στην στάση της προσοχής. Οι καραβανάδες έδιναν και την εντολή «μάρμαρο το κορμί!».

Ο λοχίας ήταν πολύ στρατόκαυλος και μας πέθανε στο μάρμαρο και τα καψόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ παλιά έκφραση της στρατιωτικής αργκό για την μηνιαία φυλακή. Προφ λογοπαίγνιο μεταξύ των μήνας και μιναρές (για την σλανγκική χρήση του οποίου βλ. μιναρές).

Μπαΐλντισε με τον στρατό, το πειθαρχείο, τους μηναρέδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακεντρεχές και σεξιστικό λογοπαίγνιο πάνω στον φεμινισμό και την φεμινίστρια.

  1. Πώς βλέπει ο φεμΟΥνισμός τον άντρα

  2. Ο ΦΕΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

  3. Γυναικα γαρ! Η ατρομητη Αριστεα βεβαια! Τη πεταξες παλι την “ισοτητα” σου! (κυριολεκτω) Θα πιασω καμια βοϊδο@ουτσα φεμουνιστρια μου εσυ!

  4. Τζεηηηηνννν;τι επαθες αποψε καλη μου φεμουνιστρια;

(Από το διαδίκτυο)

Μερικές από τις φεμουνάρες του φεμουνιστικού ακτιβιστικού κινήματος Femen που μας έχει προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. (από Khan, 10/01/13)Femen-ίστριες ονείρωξη! (από Khan, 10/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μουνοράπισμα, με την κυριολεκτική (σεξουαλική) ή μεταφορική (μουνοθυελλώδη) έννοια. Στη πρώτη περίπτωση, παίζει και το «μουνιά».

  2. Υβριστικό μπιλενίκωμα, αντίστοιχο του «ρε αρχίδι!».

  3. Λατέρνατιβ τοπωνύμιο του προσφιλούς Μενιδίου.

  1. - Μουνιες (ή μουνιδια για τους φιλους) ... Τι να σημαίνει δηλαδή; Οι γροθιές (οχι οι γρόθοι). Ενικός η μουνιά ή μουνίδι. ...

- και μια γριά πετάχτηκε από το παράθυρο σαν ιπτάμενη βδέλλα και με πατάει ένα μουνίδι στη μύτη και όχι δεν έκανα λάθος δεν μου έκατσε μπουνίδι αλλά ΜΟΥΝΙΔΙ γιατί έκατσε πάνω στη μάπα μου σα χταπόδι και άρχισε να τις πομολιές με το γέρικο της τέτοιο και βρωμούσε πατατίλα και γεροντίλα και λιβάνι και έκανα εμετό και ο σκύλος της δάγκασε το κανί...

  1. - εσυ ρε μουνιδι τι μαλακιες μ λεγες στο πμ;

- Η κάρτα του πολίτη, και η νέα τάξη των πραγμάτων – μιλανε για την κωλο καρτα που θελει να βγαλει το μουνιδι ο ροκερφελερ και οι μεγαλυτεροι τραπεζιτες του κοσμου...

  1. - Αυτο το μισοκοιμισμενο σεξυ νωχελικο ύφος του πρωταγωνιστή απο το Μουνίδι (Μενίδι) δεν παιζοτανε.

- κονιορδε γυφτε απο το μουνιδι,κοιτα να ξεχρεωσει η κρατικοδιαιτη ομαδουλα σου και ασε την μπαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στα γρήγορα, στο πόδι, γιατί βιάζομαι και δεν προλαβαίνω με την καμία (ή γιατί χέστηκα να το ξεψειρίσω το πράμα, κιόλας)

  2. Επιφανειακά

  1. Περίμεναν 27352737243243 άρρωστοι στα επείγοντα οπότε ο γιατρός μου έριξε μόνο μια ματιά στα πεταχτά. ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΟΙ ΦΟΡΟΙ ΜΑΣ ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ;

  2. Είδα λίγο την εργασία του μικρού στα πεταχτά, νταξ, σωστή φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified