Further tags

Διακρίνεται σε 3 μορφές:

- Περιστασιακή (μόνο ό,τι ακούσουμε στο ραδιόφωνο)
- Κατινοειδής (όταν κουτσομπολεύουμε αυτά που ακούμε )
- Οξεία (όταν έχουμε τάσεις αυτοκτονίας)

Ουδέν σχόλιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τέλεση πράξης σύμφωνα με τη Βίβλο του Χ. Ζαμπούνη, «Savoir Vivre».

O Μήτσος την ημέρα των ερωτευμένων μου έκανε μια τεράστια ζαμπουνιά, με πήγε στο πιο ακριβό εστιατόριο της πόλης!

(από Khan, 14/03/11)(από patsis, 18/03/12)

Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H λαχτάρα, η αγωνία.

-'Εφαγα χθές ένα αγγούρι, μα τι αγγούρι! Καλυβιώτικο, με τα χώματα μαζί! Έμεινα από μπαταρία στο αυτοκίνητο και στο κινητό ταυτόχρονα! Τρεις ώρες περίμενα να με μαζέψουνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε μια κατάσταση ή κάτι που είναι υπερβολικά ψαγμένο, τρελό, σουρεαλιστικό, καμμένο. Αντίστοιχα αναφέρεται στον εθισμό.

  1. - Την κατάλαβες εσύ αυτήν την ταινία; - Κάψιμο σου λέω... Τι πίνει αυτός ο σκηνοθέτης;;

  2. Ρε συ άρχισα να παίζω WoW.. μεγάλο κάψιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.

-Πού να χάθηκε ο Γιάννης, δεν τον βλέπω στη σχολή τελευταία.
-Κλασικά, ψωλαρμενίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχηματισμός της σκατούλας όταν ξεπροβάλλει δειλά-δειλά... Χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι είμαστε οριακά με το χέσιμο.

-Θέλω χέσιμο.
-Πολύ;
-Γάμησέ τα... Βγαίνει το μολυβάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καταφέρνω, το ξέρω, έχω ταλέντο, το λέω το ποίημα.

  1. - Πρόσεχε θα πέσεις!
    - Μη φοβάσαι, τό 'χω.

  2. - Πώς σου φαίνεται το σκορ μου;
    - Σσσσωραίος!! Τό 'χεις παιδί μου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαλύω, χαλάω κάτι.

  1. - Το βράδυ έχω κουβαλήματα και θα χρειαστώ το αυτοκίνητο.
    - Σήμερα βρήκες; Μου γάμησες το πρόγραμμα!

  2. Τι φάλτσα ήταν αυτά; Το γάμησε το τραγούδι!

  3. Αυτός ο άσχετος πήγε να μου φτιάξει τον υπολογιστή και μου τον γάμησε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπόδιο (υπαρκτό ή ψυχολογικό) με κάτι, κώλυμμα.

- Δεν καταλαβαίνω το σκάλωμα που έχεις με τον Νίκο και δεν θες να τον βλέπεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη-μπαλαντέρ. Χρησιμοποιείται:
1. Σαν ουσιαστικό για αν δηλώσει άτομο-αφασία.
2. Σαν επιρρηματικός κατηγορηματικός προσδιορισμός για να δηλώσει θαυμασμό ως προς κάποια κατάσταση.

  1. - Ρε συ, αφού τον ξέρεις τον Dick τι μπούγκιου τύπος είναι.

  2. - Τον έριξε κάτω, τον κλωτσούσε και ο άλλος γούσταρε! Πολύ μπούγκιου καταστάσεις λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified