Διακρίνεται σε 3 μορφές:
- Περιστασιακή (μόνο ό,τι ακούσουμε στο ραδιόφωνο)
- Κατινοειδής (όταν κουτσομπολεύουμε αυτά που ακούμε )
- Οξεία (όταν έχουμε τάσεις αυτοκτονίας)
Ουδέν σχόλιον...
Διακρίνεται σε 3 μορφές:
- Περιστασιακή (μόνο ό,τι ακούσουμε στο ραδιόφωνο)
- Κατινοειδής (όταν κουτσομπολεύουμε αυτά που ακούμε )
- Οξεία (όταν έχουμε τάσεις αυτοκτονίας)
Ουδέν σχόλιον...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τέλεση πράξης σύμφωνα με τη Βίβλο του Χ. Ζαμπούνη, «Savoir Vivre».
O Μήτσος την ημέρα των ερωτευμένων μου έκανε μια τεράστια ζαμπουνιά, με πήγε στο πιο ακριβό εστιατόριο της πόλης!
Δες και -ιά.
Got a better definition? Add it!
H λαχτάρα, η αγωνία.
-'Εφαγα χθές ένα αγγούρι, μα τι αγγούρι! Καλυβιώτικο, με τα χώματα μαζί! Έμεινα από μπαταρία στο αυτοκίνητο και στο κινητό ταυτόχρονα! Τρεις ώρες περίμενα να με μαζέψουνε!
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε μια κατάσταση ή κάτι που είναι υπερβολικά ψαγμένο, τρελό, σουρεαλιστικό, καμμένο. Αντίστοιχα αναφέρεται στον εθισμό.
Got a better definition? Add it!
Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.
-Πού να χάθηκε ο Γιάννης, δεν τον βλέπω στη σχολή τελευταία.
-Κλασικά, ψωλαρμενίζει!
Got a better definition? Add it!
Ο σχηματισμός της σκατούλας όταν ξεπροβάλλει δειλά-δειλά... Χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι είμαστε οριακά με το χέσιμο.
-Θέλω χέσιμο.
-Πολύ;
-Γάμησέ τα... Βγαίνει το μολυβάκι!
Got a better definition? Add it!
Τα καταφέρνω, το ξέρω, έχω ταλέντο, το λέω το ποίημα.
- Πρόσεχε θα πέσεις!
- Μη φοβάσαι, τό 'χω.
- Πώς σου φαίνεται το σκορ μου;
- Σσσσωραίος!! Τό 'χεις παιδί μου!!
Got a better definition? Add it!
Διαλύω, χαλάω κάτι.
- Το βράδυ έχω κουβαλήματα και θα χρειαστώ το αυτοκίνητο.
- Σήμερα βρήκες; Μου γάμησες το πρόγραμμα!
Τι φάλτσα ήταν αυτά; Το γάμησε το τραγούδι!
Αυτός ο άσχετος πήγε να μου φτιάξει τον υπολογιστή και μου τον γάμησε...
Got a better definition? Add it!
Εμπόδιο (υπαρκτό ή ψυχολογικό) με κάτι, κώλυμμα.
- Δεν καταλαβαίνω το σκάλωμα που έχεις με τον Νίκο και δεν θες να τον βλέπεις.
Got a better definition? Add it!
Λέξη-μπαλαντέρ. Χρησιμοποιείται:
1. Σαν ουσιαστικό για αν δηλώσει άτομο-αφασία.
2. Σαν επιρρηματικός κατηγορηματικός προσδιορισμός για να δηλώσει θαυμασμό ως προς κάποια κατάσταση.
- Ρε συ, αφού τον ξέρεις τον Dick τι μπούγκιου τύπος είναι.
- Τον έριξε κάτω, τον κλωτσούσε και ο άλλος γούσταρε! Πολύ μπούγκιου καταστάσεις λέμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified