Further tags

Εκ του αγγλικού normal που σημαίνει «φυσιολογικός». Αφορά οποιοδήποτε φυσιολογικό άτομο, αντικείμενο, μέρος ή ακόμα και συμπεριφορά κάποιου, σε βαθμό που να χαρακτηρίζεται αξιόπιστος απ' την πλειοψηφία του κόσμου.

  1. (άτομο)
    - Μου είπε ο Σάκης να βγούμε αύριο. Δεν τον ξέρω καλά, τι να του πω;
    - Ξεκόλλα ρε, είναι νορμάλ παιδί. Κάνε κάτι μαζί του.

  2. (αντικείμενο/μέρος)
    - Να πάρω την τούρτα απ' το ζαχαροπλαστείο απέναντι απ' το σπίτι σου; Φτιάχνει νορμάλ γλυκά ο τύπος; Αξίζουνε;

  3. (συμπεριφορά)
    - Γιατί χώρισες πάλι ρε;
    - Άσε με τώρα με την κάθε μαλακισμένη. Δεν μπορώ να βρω μία νορμάλ γκόμενα να συννενοηθώ ρε φίλε. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο στόκος ήτανε. Κάθε εβδομάδα ρόμπα με έκανε στα παιδιά.

(από HardcoreGR, 07/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μου βγαίνει η Παναγία», εντελώς συνώνυμο του «μου βγαίνει η πίστη», παραπλήσιο με το «μου βγαίνει το λάδι» (υπεν. της βάφτισης) και σχετικό με το «μου βγαίνει η ψυχή»: Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, τραβάω πίκρα, μέχρι σημείου αγανάκτησης.

Η βαθιά ριζωμένη πίστη του Χριστιανού Ορθόδοξου δεν βγαίνει εύκολα, όπως συχνά ακούσαμε στο σχολείο κυρίως στη γιορτή της 25ης Μαρτίου πριν τα ποιματάκια. Εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θε να πεθάνω, δεν προσκυνώ τον Αλλάχ. Άμα όμως πέσω σε μετακόμιση και κουβαλήσω όλη την οικοσκευή της γκόμενάς μου ή του κολλητού εντός τετραώρου πάνω κάτω πέντε ορόφους, ε, το ξανασκέφτομαι και παίζει και να αλλαξοπιστήσω, να μου βγει η Παναγία από κει βαθιά που την έχω στην καρδιά μου. Φαντάσου δηλαδή ταλαιπώρια.

Για πιο έντονο χρώμα η Παναγία μπορεί να μου βγει και ανάποδα.

Μηλιώκας: Γιατρέ δεν είμαι καλά, [...] νιώθω να πηγαίνω στο διάολο, νιώθω να μου βγαίνει η Παναγία, με κόλλησε η γκόμενα κέρατα την κόλλησα κι εγώ φιλοσοφία.

Doc: Λοιπόν για ακόμα μία φορά με πήρε τηλέφωνο ο ξαδερφός μου και μου λέει βρήκα ένα υπολογιστή..(κάθε φορά που ακούω κάτι τέτοιο μου βγαίνει η παναγία)

Μαρίλια: Και άντε μετά να ηρεμήσεις την εξαγριωμένη, απολυμένη αδερφή η οποία ωρυόταν: “ρε, αυτές εκεί πληρώνονται!!! Εμένα μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα, κάνω ό,τι μπορώ στη δουλειά μου, έχω χιλιοσπουδάσει και… δες με τώρα!”

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχιδοσίλογος.

Τελευταία προσάπτεται στο σύνολο των μνημονιακών πολιτικών που οδήγησαν στην (και στήριξαν την) κυβέρνηση Παπαδήμιου, θεωρώντας ότι οι τροϊκανοί είναι οι μόνοι φίλοι μας την διαβολεμένη περίοδο που διανύουμε.

Εκ του Στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου: το μπουμπούκι που την 21η Απριλίου 1941 υπέγραψε την παράδοση της Ελλάδας στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και στην συνέχεια διορίστηκε πρωθυπουργός μέχρι το 1942, όταν τον διαδέχτηκε ο Ιωάννης Ράλλης (πατέγας του «δεν θέλω ου»).

Αγγλιστί, quisling.

- Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κυριολεκτικά την δυνατότητα επιβίωσης μου...Δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια για την διατροφή μου...
(σημείωμα αυτοκτονίας αναξιοπαθούντος συνταξιούχου στο Σύνταγμα, 4/4/12)

- Παπαδήμος = Τσολάκογλου!
(Μανώλjης Γλέζος)

- Που μας οδηγεί ο Γιωργάκης Τσολάκογλου Παπανδρέου. Τα περιθώρια της αντοχής και της υπομονής του Ελληνικού λαού έχουν αρχίσει να εξαντλούνται.
(εδώ)

- Τέλος εποχής για τον Αντώνη Σαμαρά μιας που πριν λίγο τελείωσε η επιτροπή δεοντολογίας όπου και διέγραψε και από το κόμμα τους 21 πατριώτες βουλευτές που είπαν ΟΧΙ στην παράδοση της χώρας στους Γερμανούς. Πλέον ο Τσολάκογλου έβαλε ταφόπλακα στα όνειρα του μιας που δεν πρόκειται να γίνει ποτέ πρωθυπουργός. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματοποίηση ερωτικής συνεύρεσης χωρίς τη χρήση προφυλακτικού. Δηλαδή, όπως παλιά.

- Πώς πήγε χθες ρε;
- Καλά, έδωσα μια πέτσα. Της ξηγήθηκα παλαϊικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξυλίκι, το βρωμόξυλο, το street fighting αγγλιστί.

Άμα μαζευτούμε θα φάνε ένα ξυλέτο που δεν ξανάφαγαν ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ενδιάμεσο διάστημα από το ένα μεθύσι στο άλλο, στο οποίο τηρείται περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά μία κατάσταση ημινηφαλιότητας ή, σε πιο χάρντκορ καταστάσεις, ημιαποχής από αλκοόλ και λοιπά ξιδιάσματα. Όπως και με την περίπτωση των τροφίμων, το υποκείμενο εισάγεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ψύξης, έτσι ώστε να καεί ολόφρεσκο και με ηρωικό τρόπο όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή επιθυμητές.

Όταν λοιπόν το υποκείμενο βρίσκεται στη συντήρηση, τότε επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση επιλέγοντας ποτά που είναι χαμηλού βαθμού αλκοόλ (π.χ. μπύρες ή κρασιά) τα οποία καταναλώνει σε μικρές ποσότητες ημερησίως, έτσι ώστε, ωσάν άλλος Προμηθέας, να μπορέσει να επουλώσει για λίγο καιρό τα συκώτια του προκειμένου να μαζέψει δυνάμεις και όταν θεωρήσει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, να ξαναγίνει καραγκιόζης χωρίς άμεσο σωματικό κόστος (το θέμα της δημόσιας εικόνας και της υπόληψης του υποκειμένου εξ ορισμού δεν απασχολεί). Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένας μιθριδατισμός απέναντι στο αλκοόλ, έτσι ώστε κάποιος ή κάποια να μπορεί να επωφελείται από το μπουστάρισμα της κοινωνικότητας που επιφέρει η πόση αλκοολούχων, χωρίς να ξεφεύγει σε ακραίες καταστάσεις. Τα άμεσα πειραματικά δεδομένα επιβεβαιώνουν και τις δύο τάσεις. Αρκεί, βέβαια, να μπορεί κανείς να βαστήξει τις αντιστάσεις του, γιατί όπως λέει και το τραγούδι από λίγο-λίγο γίνεται πολύ.

Η συντήρηση ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο διάγει έναν ενάρετο και υπεύθυνο επιφανειακά βίο (δουλειά, οικογένεια και λοιπά μικροαστούλικα) τον οποίο θα δυσχέραινε το καθημερινό χανγκόβερ. Τέλος, η συντήρηση δεν αφορά τους περιστασιακούς πότες, αλλά τους συνειδητοποιημένους ξιδάκηδες.

Αφιερωμένο στον Χάρη Π., που μας την έκανε αλλά μούτρα δεν του κρατάμε. Requiescat in pace.

Απ' τη ζωή βγαλμένο:

- Έλα ρε, πού χάθηκες από προχτές; Ξέμεινες;
- Και αυτό. Αλλά κατά κύριο λόγο ξέμεινα από αξιοπρέπεια. Αφού ξεφτιλιστήκαμε ρε πάλι. Είπα να αράξω καμιά μέρα να ενυδατωθώ και βλέπουμε...
- Σιγά την ξεφτίλα ρε συ, εξάλλου το 'χουμε πει, η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή...
- Στου κουφού την γλάστρα κατούρα και φύγε, σου λέει τίποτα; Όχι τίποτε άλλο, μέσα σ' όλα αυτά ένα πέσιμο πήγα κι εγώ να κάνω και ρομπιάστηκα. Και μετά οι άλλες μας φταίνε που 'ναι ξενέρωτες.
- Καλά, ξεκόλλα τώρα. Εδώ εγώ πήγα να φάω ξύλο, τι να λέει τώρα; Λέμε με τους άλλους να αράξουμε κιόσκι το βραδάκι. Κατά τις δέκα...
- ... με τις σακουλίτσες μας;
- Έτσι λέει.
- Ωραία, αλλά εγώ θα τη βγάλω στη συντήρηση. Δίνω αύριο πρωί-πρωί, δεν είμαι για τρέλες. Πάω για το δέκα το καλό. - Φοιτηταράς δηλαδή. Καλά, πέρνα πιο μετά απ' το σπίτι να ξεκινήσουμε, μην πάμε στο ξενέρωτο. Κι εγώ χτες συντηρητικά την έβγαλα, μην μας βγει τ' όνομα.
- Σωστά, ήρωες και πάλι. Περνάω μετά. Τα μιλάμε.

(... και όπως ήταν αναμενόμενο ξεφτιλιστήκαμε. Το μάθημα πάντως περάστηκε.)

(από Mr. Cadmus, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επόμενο στάδιο από το φλόκι (την κατάσταση δηλαδή του μη ώριμου τυριού), είναι το κασέρι! Φλόκια δύναται να χύσει κάποιος σε μια χρονική περίοδο 1-3 εβδομάδων. Από εκείνο το σημείο αρχίζει η ωριμότητα του τύρου και η σχεδόν ολοκληρωτική στερεοποίηση του σπέρματος στην επιδιδυμίδα. Επαγγέλματα μοναχικά όπως ναυτικοί, μοναχοί, ασκητές κτλ. είναι πιο επιρρεπή στο να χύσουν κασέρια, από έναν άνθρωπο στην πόλη. Το φλόκι πλέον από πηχτό λευκό χρώμα έχει αρχίσει να παίρνει την ελαφρώς κίτρινη όψη και υφή του κασεριού.

Μαλάκα μας έχει φάει η εμπλοκή εδώ μέσα, έχω να πάρω έξοδο 4 εβδομάδες. Χύνω κασέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: ‹ γάνα (=επίχρισμα) + κατάλ. -ιάζω.
Επίσης για τη γάνα: η σκουριά που σχηματίζεται στα χάλκινα σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει, η καπνιά που κάθεται στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά. Γάνωμα = κασσιτέρωμα, γυάλισμα.

Μεταφορικά: φωνάζω δυνατά λόγω αγανάκτησης, λόγω θυμού. Αλλιώς, δείχνει ταλαιπωρία, υπερβολική κουρασεμπορική Α.Ε., μανούρα που έχει προκληθεί χωρίς να εμπλέκεται ο θιγόμενος.

Πιο γενικά, δηλώνει μια κατάσταση σύγχυσης και δυσαρέσκειας που προκαλεί γκρίνια και μεταφέρεται μέσα από αυτό το πολυχρηστικό ρήμα. Ίσως να προέρχεται από την πολλαπλή χρήση της λέξης γάνα που συνήθως δίδει μια αρνητικότητα στα πράματα.

Ακόμα μερικοί ορισμοί με παραδείγματα (από εδώ):
1. η γλώσσα μου είναι καλυμμένη από λευκή επίστρωση εξαιτίας της δυσπεψίας ή άλλης αρρώστιας και γι' αυτό αποχτά άσχημη γεύση 2. για σκεύη, καλύπτομαι από σκουριά: «γάνιασε ο τέντζερης» 3. (συνεκδ.) διψώ πολύ: «γάνιασα μέχρι να βρω νερό» 4. (μτφ.) ταλαιπωρούμαι τρομερά: «γάνιασα να τρέχω για να σε προλάβω» 5. (μτφ.) μαυρίζω: «το παιδί γάνιασε απ το κλάμα» 6. για ασπρόρουχα, λερώνω: «τα γανιασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν στην πλύση». Συνώνυμο: γαριάζω.

  1. Μη γανιάζεις βρε Πασχάλη μου, αφού θα πάμε που θα πάμε στα συμπεθέρια...

  2. Αφού το κατάλαβες από την πρώτη στιγμή, τι μ' έχεις και γανιάζω;

  3. Αστοδιάτανο το παλιόπαιδο, μας γάνιασε όλους που την κοπάνησε μες στη νύχτα...

  4. Γάνιασα να καταλάβω τη διαφορά μεταξύ μουνιού και επανάστασης και κατέληξα στο πρώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Mojo αποτελεί στοιχείο της Αφροαμερικανικής κουλτούρας και πρόκειται για μια μικρή υφασμάτινη τσάντα που περιέχει μαγικά αντικείμενα και λειτουργεί ως φυλαχτό ή και ως γούρι. Η Βικούλα το ορίζει ως «προσευχή στο τσαντάκι» (prayer in bag) και το ετυμολογεί από την δυτικοαφρικανική λέξη mojuba, που σημαίνει «προσευχή τιμής και αινέσεως». Τα mojo είναι έτσι φτιαγμένα, ώστε το άτομο να μπορεί να τα φέρει διαρκώς πάνω του, κρύβοντάς τα κάπου στα ρούχα, σε εσωτερικά ρούχα ή προσαρτώντας τα και στο ίδιο το σώμα του. Πρόκειται, επομένως, για ένα μαγικό προστασίας που συνοδεύει διαρκώς το άτομο ως ένας δεύτερος εαυτός του, που του δίνει δύναμη και αποτελεί την καλή του τύχη. Εδώ θα βρείτε έναν κατάλογο από εξειδικευμένα μότζο στα ελληνικά, όπως λ.χ. το «μότζο ξεσταυρώματος», το «μότζο ακολούθα με αγόρι μου», ή το «μότζο σταθερής εργασίας», που μόνο από αυτό περιμένουμε να μας σώσει στην εποχή της ευελφάλειας ή ασφιξίας (ελληνικές εκδοχές της flexicurity).

Οπότε χάνω το μότζο μου σημαίνει χάνω το γούρι μου. Η έκφραση λέγεται όταν αρχίζουν όλα να πηγαίνουν στραβά και χάνω την τύχη μου. Περισσότερο, όμως, σχετίζεται με το ότι έχω χάσει ένα μέρος του εαυτού μου, ή ένα μέρος ενός εναλλακτικού εαυτού μου, που σε ορισμένες περιφτώσεις μπορεί να σχετίζεται και με άλλο ή άλλα πρόσωπα. Οπότε θα το μετέφραζα και ως έχω χάσει την αύρα μου, έχω χάσει τον τσαμπουκά μου, το τσαγανό μου, τη μπάλα, κυρίως όταν κάποιος χάνει τους δικούς του εσωτερικούς πόρους δύναμης τους ιδιάζοντες σε αυτόν, που μπορεί και να είναι η καταβύθιση σε βαθιά στρώματα του εαυτού ή και κάποια σχέση με ένα άλλο πρόσωπο που αποτελεί το γούρι του. Αυτός που χάνει το μότζο του εμφανίζεται ως κατηφής, ματιασμένος, κατσιασμένος, ακηδής, και δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι έχει φταίξει και περιήλθε αίφνης σε αυτήν την κατάσταση, εξ ου και ψάχνουμε πού είναι το μότζο, οέο.

@Γερμανός μεταφραστής: Λίγα παραδείγματα στον γούγλη, χρησιμοποιείται περισσότερο ως ψαγμενιά από αλτέρνια που αγαπάνε αφροαμερικανούς τε και αφροαφρικανούς, από κοελογκόμενες , από λαϊφστιλάτα περιοδικά τ.Πουτσοπόλιταν, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

  1. Η κατάρα της ωρίμου ηλικίας και πώς μου χαλάει το μότζο.
    [...] Αν βέβαια υποψιαστώ ότι για να μου ξαναχαρχαλευτεί το μότζο πρέπει να περιμένω καμιά 30αριά χρόνια θα σκάσω! Με τί θα ασχολούμαι μέχρι τότε; (Εδώ).

  2. στην αρχή απολαμβάναμε και οι δύο περισσότερο να είμαι εγώ από πάνω, τώρα νιώθω σαν να έχω χάσει λίγο το mojo μου και έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι, δηλαδή μου αρέσει καλύτερα με αυτόν από πάνω. μερικές φορές λέμε και προστυχιές πάνω στην όλη φάση. αυτά. κάνω κάτι λάθος;; γιατί δεν τελειώνω κανονικά;;;; (Εδώ).

  3. Διότι ο μεγάλος σκηνοθέτης, που συνεχίζει να παράγει ταινίες με τον εξοντωτικό ρυθμό της μίας κάθε ένα-ενάμιση χρόνο, έμοιαζε να έχει χάσει το μότζο του κάπου πριν καμιά δεκαετία - και λογικό είναι κιόλας. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ομάς για τον πούτσο, το αντίθετο της Ντρημ Τημ.

εδώ οι περιπέτειες μιας συντρίμ τημ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified