Further tags

Επίθετο που χρησιμοποιείται πολύ στον στρατό. Σημαίνει μία μονάδα, ή λόχο, ή ειδικότητα, ή υπηρεσία (ή ό,τι) που είναι άνετη, χαλαρή, προνομιακή, και ωσεκτουτού επιφυλάσσεται για βύσματα, γι' αυτούς που έχουν τα μέσα, για να περάσουν καλά στη θητεία τους .

Δευτερευόντως, χαρακτηρίζει και τον φαντάρο που είναι βύσμα και έχει κονεδιαστεί με βυσματάρχες. Ενώ από τον στρατό περνάει και στην συνολική οικονομία, οπότε χαρακτηρίζει επαγγελματικές και κοινωνικές καταστάσεις, όπου δεν επικρατεί αξιοκρατία, αλλά οικογενειοκρατεία, πελατειοκρατία και νεποτισμός και όπου οι θέσεις καταλαμβάνονται από αλεξιπτωτιστές, ή και τους ευνοούμενους από αυτήν την παθολογία.

Τέλος, το έχω ακούσει και με την σημασία του πολύ ωραίου, του σένιου, του ανφάν γκατέ, στη λογική ότι φανταζόμαστε πως για να είναι τόσο ωραίο σημαίνει ότι στο Ελλαδιστάν μόνο λίγοι βυσματωμένοι προνομιούχοι θα μπορούν να το απολαύσουν.

  1. Ο Λόχος ο καλός, ο βυσματικός, το ξενοδοχείο (Lohotel). Εκεί που οι τουαλέτες τρίζουν από καθαριότητα, εκεί που το ζεστό νερό ρέει άφθονο. Ο Λόχος που όλοι φθονούν, αποστρέφονται και στραβοκοιτάζουν στην αναφορά Τάγματος, κυρίως επειδή δεν κατάφεραν να γίνουν μέλη αυτής της μεγάλης οικογένειας. (Εδώ).

  2. Το μηχανικό έχει αποκτήσει την φήμη του «βυσματικού», με άλλα λόγια έχει περάσει η πεποίθηση στον κόσμο ότι άπαξ και μπεις μηχανικό θα είσαι πιο χαλαρά και δεν θα ζοριστείς ιδιαίτερα. But ALAS my friends!!! Η εν λόγω φήμη μικρή σχέση έχει με την πραγματικότητα! [...] 3ος λόχος ο βυσματικός, οι ανθυπολοχαγοί τα έχουν όλα γραμμένα στην καραπουτσακλάρα τους, είναι χαλαροί(αρκεί να μην είστε προκλητικοί και να μην δημιουργείτε προβλήματα) και πάνω απ’ όλα είναι πιο ανθρώπινοι. (Εδώ).

  3. Ο καλός βυσματικός μαύρος θα πρέπει να θέσει σαν στόχο να πάρει την καλύτερη ειδικότητα, να κάτσει όσο περισσότερο μπορεί στο ΚΕΤΘ (μέχρι 2 μήνες αντε 2μιση) διοτι τελευταίοι μένουν οι ΟΔΜΑ και παίζει εμπλοκή. Στην συνέχεια μια καλή μετάθεση στις λιγοστές βυσματικές ΕΜΑ ή ΕΑΡΜΕΘ, και τέλος αν δεν το επιτρέπουν τα μόρια, βυσματική μετάθεση στο ΚΕΤΘ σαν οργανικός (οργανικός = τέλος θητείας)!!! (Εδώ).

  4. Γραπτός διαγωνισμός πέρα των πανελληνίων και του ΑΣΕΠ είναι βυσματικός. (Εδώ).

  5. Εχεις ηδη ετοιμη καμια δουλεια του μπαμπα-θειου-γειτονα. Εισαι βυσματικος σε κανα μαγαζακι τεχνικος ή πωλητης και εισαι ευτιχισμενος. (Εδώ).

  6. - Γιατρέ μου θα σε πάω σ' ένα πολύ καλό κλαμπάκι με θέα σ' όλο τον κόλπο της Καλαμάτας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ρεμαλιάζω, ραχατεύω, λουφάρω, φυγοπονώ (αλλά όχι έτσι), ξύνω τα αρχίδια μου συνεχώς και χωρίς ενοχές· γιατί μπορώ.

Αυτός είναι καφές!

- Δεν κοπροσκυλιάζω. ΑΠΕΡΓΩ! | ΤΡΟΛΕΑΤΖΗΣ ΗΛΠΑΠ®
(εδώ)

- Οι μόνοι που είναι στην κοσμάρα τους είναι οι αντιεξουσιαστές,που κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα πανεπιστήμια και όταν βαρεθούν πετάγονται έξω,βαράνε 2-3 αστυνομικούς [...] και όταν έρθει η αστυνομία για να δει τι έγινε,ξαναγυρνάνε μέσα στο άσυλο και συνεχίζουν απερίσπαστοι την φραπεδιά και το σέρφινγκ στο διαδίκτυο
(εκεί)

- Ποιοί τραπεζίτες και ποιοί βουλευτάδες, ωρέ αμόρφωτοι! Αυτοί σας φταίνε; Τους φαρμακοτρίφτες δεν τους βλέπετε; Τα γερόντια που κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα ΚΑΠΗ, ξεκοκκαλίζοντας συντάξεις και επιδόματα δεν τα βλέπετε; (παραπέρα - βλ. και πρώτο μύδι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαναγκάζω κάποιον υφιστάμενό μου.

- Έβαλε χέρι η τρόικα στο υπουργείο οικονομικών και μείωσε τις δόσεις εξόφλησης από 100 σε 24.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνιστί ο σπασαρχίδης. Αυτός που συνηθίζει να ενοχλεί και να τα σπάει σε όλους.

- Τι έγινε ρε Γιάννη πήγατε για καφέ με τον Πέτρο εχθές;
- Ναι πήγαμε αλλά δεν κάτσαμε...
- Γιατί μόλις φτάσαμε στο καφέ είδαμε ότι ήταν εκεί και ο Μάκης, ο μπρέηκμπωλ...αν καθόμασταν θα μας τα έσπαγε πάλι...

(από elpetsador, 02/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική συνθηματική φράση που χαρακτηρίζει τους οργανωμένους κάφρους των ελληνικών πετάλων. Προσκολλάται σε όσους έχουν κάνει χρήση τσιό ή και άλλων ναρκωτικών ουσιών πριν ή και κατά τη διάρκεια των αγώνων της αγαπημένης τους ομάδας.

- Πωωωώ ρε φίλεεε...Τσέκαρε τον Άκη πώς φωνάζει. Είναι πάλι έτοιμος να σπάσει από την ζουζού. στάνταρ έχει πιει τα δικά του..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που στο γνωστό videogame counter-strike βαράει μέσα από τοίχους σε άκυρα σημεία της πίστας, μπας και σκοτώσει τον αντίπαλο. Το αποτέλεσμα είναι πάντα αρνητικό και προκαλεί την οργή των συμπαικτών του, διότι όχι μόνο χαλάει άσκοπα τις πολύτιμες σφαίρες του, αλλά κάνει και υπερβολικό θόρυβο και οι αντίπαλοι δεν αφήνουν την ευκαιρία να πάει χαμένη καθώς θερίζουν όποιον βρουν μπροστά τους.

(μέσω chat): 'ΜΑ ΚΑΛΑ ΕΙΣΑΙ ΜΠΕΤΟΒΛΑΚΑΣ ΡΕ SILENT_HUNTER;'

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι είναι η ανεμόκαυλα;

- Αρχιδομαλακοκεφαλοι βλακαμαδες κουραδογεννοι γουρουνομουροχαβλοι ελληνες οδηγοι, γαμω τη μαμη που σας ξεγεναγε και γαμω τα τριχωτα ποδια του Σπαιντερμαν, που να τρακαρετε και να διαμελιστειτε και να μην ψοφησετε κιολα, Η ΚΟΡΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ την ανεμοκαυλα σας μεσα!
(εδώ)

Οταν ο γκαυλωμένος άνεμος ξεσπά την ερωτική λύσσα του στις πεοκορφές. Αεροπεομαχία το δίχως άλλο! (από GATZMAN, 01/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύς κόσμος, πολύς λαός.

Κοίτα ρε φίλε λαούρα στα εισιτήρια! Ούτε αύριο δεν ξεμπερδεύουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων «καλησπέρα» και «σπέρμα». Προσφωνείται από αμφότερα και τα δύο φύλα:

  • Όταν κάθε καυλωμένος καλησπερ(μ)ίζει την κοπελιά του ή κάποια άγνωστη η οποία τον έχει ανάψει,
  • Στα προκαταρκτικά του σεχ την ώρα που ο λούτσος βγαίνει απ' το σλιπάκι και χαιρετάει το γατάκι.
  1. (χτυπάει κουδούνι) - Έρχομαι μωρό μου....
    - (ανοίγει την πόρτα) Ήρθα να δούμε DVD, όπως μου είπες.
    - Καλησπέρμα! Μμμμ...ντύθηκες όπως πρέπει βλέπω.

  2. - Τι είναι αυτό που έχει φουσκώσει στο σλιπάκι σου βρε παλιόπαιδο;
    - Για έλα να δεις. Κάποιος θέλει να σου πει κάτι.
    - Για να δω......ΩΩΩ!
    - Καλησπέρμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπεριφορά μεθυσμένου ατόμου που δεν συμβαδίζει με τις υπάρχουσες κοινωνικές συμβάσεις και τους αποδεκτούς κώδικες συμπεριφοράς.

- Άσ' τα να πάνε ρε φίλε. Ο Χριστάρας ξεφτιλίστηκε στις μπύρες προχθές, και τρέχαμε να τον μαζέψουμε από την Βριλησσού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified