Further tags

  1. Σύνολο προσώπων που προσέρχονται με σπουδή. Από το μεσαιωνικό ουσ. αλλάγιον = μοίρα στρατού για την αλλαγή φρουράς (μαλλάι: αναδίπλωση συλλαβής με μ)
    πηγή : Τομπαΐδης -Συμεωνίδης Συμπλήρωμα Ιστορικού Λεξικού Ποντιακής Διαλέκτου

  2. Σπουδή άνευ λόγου
    πηγή : η γιαγιά μου

  1. Κουβαλήθηκε στο γάμο η σάρα και η μάρα, όλο το αλλάι-μαλλάι.
  2. Έναν λόγον είπα σε και συ αλλάι-μαλλάι εχολιάστες (θύμωσες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια τρέντι πράξη (κυρίως) ή ιδιότητα, ή (λιγότερο) το σύνολο των τρέντηδων. Συχνά έχει μια πανηγυρική (που λέω κι εγώ) ή ειρωνικά πανηγυρική χροιά κατά το γκλαμουριά.

  1. ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΗ ΧΑΣΑΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΙΑ. ΔΕΝ ΓΑΜΑΝΕ ΠΛΕΟΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΤΙ ΠΑΚΙΣΤΑΝΙΑ. ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΤΡΕΝΤΟΥΡΙΑ ΤΟ ΟΥΑΝ ΝΑΙΤ ΣΤΑΝΤ ΜΕ ΙΝΔΟΠΑΚΙΣΤΑΝΟ ΣΤΗΝ Β.ΕΥΡΩΠΗ. (Εδώ).

  2. Αγανακτισμένοι στο Σύνταγμα.
    Καχύποπτος είμαι κι εγώ απέναντι σε αυτές τις ιντερνετοκινούμενες και ιντερνετοοργανωμένες κινητοποιήσεις γιατί μπορεί πιθανότατα να είναι μια εναλλακτική τρεντουριά αλλά από την άλλη ποτέ δεν ξέρεις πως μπορεί να οργανωθεί και να εξελιχθεί κάτι... (Εδώ).

  3. Αραγε τους ειναι τοσο δυσκολο να χωρεσει στο διαλυμενο απο την τρεντουρια μυαλο τους πως στο κοκκινο σταματαμε, δεν πα να οδηγουμε F16 ; (Εδώ).

(από Khan, 05/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυναικείος αυνανισμός.

Και εξηγούμαι: όσοι έχετε διαβάσει το λήμμα ανεμοκιθάρα είστε εξοικειωμένοι με την κίνηση του παιξίματος φανταστικής κιθάρας (παίξιμο στον αέρα). Αν εστιάσουμε στο δεξί χέρι του «κιθαρίστα», τότε θα καταλάβουμε πως η παλινδρόμησή του πάνω από τις χορδές, προσομοιάζει σαφώς με την επαναλαμβανόμενη κίνηση του χεριού της γυναίκας πάνω από την κλειτορίδα κατά τη διάρκεια του γυναικείου αυνανισμού.

Για καλύτερη απόδοση του νοήματος, η έκφραση δύναται να συνοδευτεί και από αντίστοιχη χειρονομία παιξίματος «ανεμοκιθάρας ». (Όπως η λέξη «μαλάκας» συνοδεύεται από την αντίστοιχη χειρονομία).

- Τι γίνεσαι ρε Μαίρη; Πώς ήταν το καλοκαίρι στη Μύκονο;
- Ε, μέτρια πράγματα...
- Τι; Δεν σου την έπεσε κανείς; Δεν έγινε τίποτα τόσες μέρες;
- Τι περίμενες να γίνει; Αφού όλοι εκεί τον τινάζουν τον κουραμπιέ ...
- Κατάλαβα... Δηλαδή με σόλο κιθάρα την έβγαλες στις διακοπές...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομάζω, τινάζομαι απότομα (λέγεται κυρίως για ζώα).

Το άλογο είδε την κουμπίνα στη στροφή και πρόγκηξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώνω, συνθλίβω.
Ιδιωματισμός κατοίκων της Ιωνίας.

Δε βλέπεις που πατάς; Το λιάτσασες το σύκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διδακτική παροιμία που απευθύνεται βασικά στον ντροπαλό άντρα, σε αγάμητους χαρακτήρες όπως ο κόκκορας του Αρκά, που βασανίζονται συνεχώς από το παράπονο γιατί οι γκόμενες προτιμούν τους μαλάκες, ενώ τα ωραία, ευαίσθητα, σοβαρά και προβληματισμένα άτομα μένουν στην απέξω. Παρομοιάζει δε αυτόν τον ωραίο πλην άπειρο και ντροπαλό νέο με τον ψαρά, ο οποίος τη στήνει έξω απ’ το νερό, ρίχνει την πετονιά του και περιμένει τα ψαράκια να μυριστούν το δόλωμα, να ’ρθούνε μόνα τους στο αγκίστρι, να το τσιμπήσουν και να γουστάρει κι ο ψαράς. Και υπενθυμίζει σ’ αυτό το ρομαντικό αιθερογάμονα τον παραδοσιακό ρόλο του αρσενικού στο ερωτικό παιχνίδι, που είναι αυτός του κυνηγού.

Ο αρσενικός πρέπει να τα ρίξει στη γυναίκα, να εκτεθεί, να της την πέσει, να την ψήσει, να της πει πως τη γουστάρει, να την πείσει ότι είναι ωραίος και αξίζει, να την καταφέρει τέλος πάντων, κι αν φάει χυλόπιτα να μην αποκαρδιωθεί και τα παρατήσει, αλλά να συνεχίσει. Να συνεχίσει με τη φίλη της, αλλά να επιμείνει και με την καριόλα. Ο δε ναρκισσευόμενος ωραίος που στην αυνανιστική του απομόνωση αναρωτιέται αν αρέσει και κρυφοκοιτάζει τις γκόμενες για να μαντέψει στο βλέμμα τους τον πόθο προς το άτομό του, ενόσω περιμένει άτολμος να του’ρθει το μουνί στο πιάτο, θα μείνει ο δυστυχής με την ψωλή στο χέρι. Νομίζω πάντως πως μέρος του νοήματος έχει θυσιαστεί στις ανάγκες του ιαμβικού δεκαπεντασυλλάβου. Στην πραγματικότητα το μουνί θέλει και κυνήγι, και υπομονή (το ψήσιμο που λέγαμε).

- Κοίτα ρε άτομο που γουστάρουν οι γκόμενες. Το Ρούλη το μαλάκα με το αϊκιού ραδικιού. Αυτό τον ηλίθιο που δυο λέξεις να πει δεν ξέρει, άσε που είναι και σιχαμερός με το λαδωμένο το μαλλί και την τσατσάρα στην κωλοτσέπη. - Το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι δικέ μου. Μαλάκας ξεμαλάκας, ο Ρούλης είναι παίκτης και αγωνιστής, γι’ αυτό γαμάει τις ωραίες γκόμενες. Εσύ που τις αρχίζεις στη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση, όταν δηλαδή δεν καταπίνεις εντελώς τη γλώσσα σου, πώς περιμένεις να σταυρώσεις γκόμενα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολική μούφα, το μούφευμα κατά Χότζα. Λέγεται συνήθως στον πληθυντικό: μούφες τρούφες. Πρόκειται για ρίμα με τιραμισουρεαλιστικό εφέ, εφόσον θεωρήσουμε ένα ανυπόστατο ψέμα (μούφα) που επενδύεται και με ένα διακοσμητικό γευστικό γλυκάκι (τρούφα) ή το ομώνυμο μανιτάρι.

Εδώ έχουμε έναν καλό ορισμό: «Η μούφα όπως πιθανότατα θα γνωρίζετε είναι το fake. Το ψεύτικο. Αυτό που αλλιώς φαίνεται κι αλλιώς τελικά προκύπτει. Αυτό που αποδεικνύεται μάπα. Σκέψου όλο αυτό τώρα κι από πάνω μια τρούφα. Δηλαδή μούφα και κάτι παραπάνω. [...] Πώς λέμε «και το κερασάκι στην τούρτα»; Αυτό».

Πάσα: Τζάγκος.

  1. Τα άλλα είναι μούφες τρούφες μπαρούφες τών επηρμένων σιχαμένων παπάδων τής κοινωνιολογίας και τής θρησκείας και τών μωρών προβάτων (Εδώ).

  2. ωχ αν παιζει κ αυτο το σεναριο παλι μας βλεπω για μουφες-τρουφες... (Εδώ).

Στο 0.45. (από Khan, 05/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ελληνικό αντίστοιχο του αγγλικού frenemy. Πρόκειται για συμφυρμό από τα άσπονδος εχθρός και φίλος. Άσπονδος εκ του στερητικού άλφα και της λέξης σπονδή σημαίνει τον εχθρό με τον οποίο δεν έχουμε κάνει καμία σπονδή, δηλαδή συμφωνία με θρησκευτική επίκληση, οπότε η έχθρα μας δεν ακολουθεί κανένα κανόνα, και όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται σε μία μάχη έως εσχάτων. Οπότε το άσπονδος φίλος είναι μια contradictio in adjecto (που λένε και στο χωριό μου), ένα οξύμωρο σχήμα.

Ο άσπονδος φίλος είναι είτε ένας εχθρός μεταμφιεσμένος σε φίλο, είτε, κυρίως, ένας φίλος και συνεργάτης, που είναι όμως ταυτόχρονα ανταγωνιστής, και όπου εντέλει η ζήλια, ο φθόνος και τα πισώπλατα αδελφικά μαχαιρώματα υπερισχύουν της φιλίας. Μπορεί να ισχύσει για προσωπικές σχέσεις, λ.χ. για μια κολλητή που από ζήλια τρώει τον γκόμενο της φίλης της, αλλά και για επαγγελματικές συνεργασίες ή και για σχέσεις μεταξύ ομάδων, θεσμών, κρατών κ.ο.κ.

Ο όρος δεν αποτελεί ακριβώς σλανγκιά, αλλά κάνει μια επιτυχή καριέρα ως το αντίστοιχο του frenemy, που είναι αρκετά δημοφιλές. Στην Λεξιλογία βλέπουμε έναν ενδιαφέροντα προβληματισμό για το πώς θα μπορούσε να μεταφραστεί ο αγγλικός όρος στα ελληνικά. Θα μπορούσαν να υπάρξουν και λεξιπλασίες, όπως το φίλεχθρος, που θα είχαν το πλεονέκτημα ότι είναι πιο κοντά στο λεξιπλαστικό πνεύμα του αγγλικού πρωτοτύπου. Από την άλλη, το άσπονδος φίλος έχει το πλεονέκτημα ότι έχει προκύψει πιο αυθόρμητα στην ελληνική γλωσσική κοινότητα, αν και έχω την εντύπωση ότι μέρος της επιτυχίας του όρου οφείλεται στην αντίστοιχη επιτυχία του frenemy.

Τέλος, ο Ν. Σαραντάκος εδώ ονομάζει άσπονδους φίλους τις ομόρριζες πολύ συγγενείς λέξεις διαφορετικών γλωσσών, οι οποίες όμως έχουν καίρια διαφορά σημασίας, που καθίσταται επικίνδυνα παραπλανητική κατά την μετάφραση. Λ.χ. όταν το γαλλικό assister à un viol (=βλέπω/ παρακολουθώ έναν βιασμό) μεταφράζεται λανθασμένα ως to assist a rape (=βοηθώ σε έναν βιασμό) ο απλός μάρτυρας καθίσταται συνεργός με επικίνδυνα αποτελέσματα.

  1. Η ταινία του Φίντσερ αγγίζει ένα μάλλον άβολο θέμα για τον Ζούκερμπργκ, τις διενέξεις και τις δικαστικές του περιπέτειες με τους αδελφούς Γουίνκελβος που θεώρησαν ότι τους έκλεψε την ιδέα, αλλά και τις κατηγορίες του φίλου και συνιδρυτή του Facebook, Εντουάρντο Σάβεριν. Ο δεύτερος θεώρησε ότι ο «άσπονδος φίλος του» τον απέκλεισε από το δημιούργημά τους, το οποίο είχε μάλιστα χρηματοδοτήσει στα πρώτα του βήματα. Ο καβγάς στην προκειμένη περίπτωση έγινε για έναν ηλεκτρονικό κολοσσό που αποτιμάται σήμερα γύρω στα 25 δισεκατομμύρια δολάρια. (Εδώ).

  2. Όταν θα βρεθεί κατηγορούμενος για τη δολοφονία του Μπούγκι, άσπονδου φίλου της νεανικής του ζωής και στα πρόθυρα το Αλτσχάιμερ να βυθίσει στο σκοτάδι όλες του τις αναμνήσεις, αποφασίζει να διηγηθεί τη δική του εκδοχή ξεκαθαρίζοντας τους λογαριασμούς του με το παρελθόν και συμπληρώνοντας καρέ - καρέ τα κομμάτια του παζλ της ζωής του. (Εδώ).

(από joe909, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα της κρητικής διαλέκτου, που χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο της παθητικής φωνής, «λιγωμαριάστηκα, λιγωμαριάστηκες κλπ».

Σημαίνει ότι κάποιος έχει καταναλώσει τόσο μεγάλη ποσότητα γλυκών που του έρχεται αναγούλα.

Συνώνυμο, το «λιγώθηκα», αν και σε άλλο ορισμό, έχει εύστοχα σχολιαστεί πως το «λιγώθηκα» σημαίνει και λαχτάρησα κάτι πάρα πολύ, πράγμα που δεν ισχύει για το «λιγωμαριάστηκα».

Έφαγα ένα δίλιτρο παγωτό και λιγωμαριάστηκα, γι' αυτό έχω τον κουβά από δίπλα, για να είμαι σε ετοιμότητα όταν θα μου έρθει ο εμετός.

(από ironick, 06/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που περιγράφει τη στομαχική κατάσταση κάποιου μετά από μεγάλη πόση υγρών, όχι απαραίτητα αλκοολούχων. Για να καταλάβετε την ένταση του μαρτυρίου, είναι εκείνη η κατάσταση που κάποιος έχει πιει τόσο πολύ που νιώθει το στομάχι του σαν ενυδρείο σε περίπτωση σεισμού.

Δεν παίρνω όρκο, αλλά υποψιάζομαι πως η ρίζα του ρήματος είναι ίδια με το ουσιαστικό «βάθρακος», που στα κρητικά σημαίνει βάτραχος. Φυσικά και το ανωτέρω ρήμα είναι κρητική λέξη.

Διψούσα τόσο πολύ που ήπια 1 λίτρο νερό! Βατραχούλιασα τόσο πολύ, που δε μπορώ να κουνηθώ, νομίζω πως στο στομάχι μου επιπλέουν ψάρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified