Further tags

  1. Εμπορική συναλλαγή (αρχική σημασία).
  2. Δοσοληψία, πάρε δώσε, σχέση (οποιασδήποτε φύσης, φιλικής, ερωτικής ή άλλης).
  3. Προβλήματα, μπερδέματα, φασαρία, διαπληκτισμός.

Από το ιταλικό dare-avere, δούναι και λαβείν (πηγή: Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα). Με ανομοίωση του Ρ σε Λ προκύπτει το «νταλαβέρι».

Σχετικό ρήμα: νταραβερίζομαι

  1. Στη δουλειά μου έχω νταραβέρια με πολλές εταιρείες.
  2. Δε θέλω καθόλου νταραβέρια μαζί του.
  3. Έχει νταραβέρια με την αστυνομία.

βλ. και βέρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριέμαι. Πολύ.

– Βαριέμαι,
– ...
– ...
– ...
– εσύ;
– ...
– ...
– Σκυλοβαριέμαι.

(από Vrastaman, 12/08/11)(από gaidouragathos, 13/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζει κατάσταση απόλυτης πλήξης.

Σχετικές έρευνες έχουν δείξει πως ο σκύλος είναι το συνηθέστερο κατοικίδιο ανά τον κόσμο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να έχουμε μάθει ως ανθρωπότητα με λεπτομέρεια κάθε πτυχή της ζωής και της συμπεριφοράς του της οποίας τα σημαντικότερα στοιχεία τα έχουμε περάσει μέσω παρομοιώσεων στον λόγο και στην καθημερινή μας ζωή.

Έτσι το πρώτο συνθετικό σκυλο-, στο παρόν λήμμα, μπαίνει για να καταδείξει την υπερθετικότητα της βαρεμάρας, όπως συμβαίνει ομοίως με το βρωμάω και με το μετανιώνω.

Ρε μαν, σήκω ναουμ', πάμε για μπάνιο, ρακέτες, καμιά ποικιλία, να δούμε κάνα κώλο και μετά για ποτάκι κι ετς. Άντε!
– Μπαα. Σκυλοβαριέμαι ρε φίλος. Λέω να σλανγκάρω καμιά στάλα και μετά ύπνο.
– Ρε άσε το σλάνγκγκρ! Θα τυφλωθείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική περίπτωση πασιφανούς συγκυρίας ή ακολουθίας αιτίας-αιτιατού όπου η διατύπωση αντιρρήσεων και επιφυλάξεων θεωρείται αθέμιτη και περιττή.

Εκ του ποδοσφαίρου, πέρασε και σε άλλους χώρους.

  1. – Δεν μπορείς να αποδίδεις κατηγόριες δεξιά-αριστερά φίλος. Όπως έδειξε και η εξεταστική επιτροπή της Βουλής, δεν αποδείχτηκε ότι ο Τσοχατζό...
    Χέσε με ρε λοβοτομημένε, κλασική περίπτωση πέναλτι είναι το πράμα και συ αγορεύεις περί όνου σκιάς!

  2. – Μπουκάρει που λες η κυρα-Σοφία στο γραφείο και πιάνει τον κυρ-Θεόφιλο αγκαλιά με το Τζενάκι.
    – Και πώς τα μπαλώσανε;
    – Ε τι να μπαλώσουνε καημένε, κλασική περίπτωση πέναλτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία που δείχνει ότι όταν γίνεται κάτι με το ζόρι, μάλλον δεν θα είναι καλό ή θα είναι κάτω από τις προσδοκίες.

– Μα σου λέω οτι ο Αντώνης στις διακοπές ήταν τελείως μαλάκας. Είχε κολλήσει με το κινητό και όλο μηνύματα έστελνε... Και μας; Στα αρχίδια του...
– Καλά, και γιατί δεν του είπατε τίποτα;
– Ε τώρα... Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι... Άμα είναι να τον παρακαλάμε και στις διακοπές, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαντασμένο, ξιπασμένο ανθρωποειδές.

Εκ του ψωνάρα (υπερθετικό του ψώνιου) και του γαμοσλανγκοψευδογαλλοεπιθέματος -ρέ.

- Το παίζω σκυλάκι της, δεν με παίρνει κι αλλιώς. Είναι η πρώτη γκόμενα στα μέρη μας, το ξέρει, μπορώ να σου πω καλύτερη από κάτι σούργελα που βλέπεις στην τηλεόραση. Είναι λίγο ψωναρέ μα δεν με χαλάει καθόλου, μην σου πω ότι με φτιάχνει κιόλας. Αυτό το υφάκι, αφ' υψηλού και υπεράνω, με κάνει να αισθάνομαι ότι όποτε είμαι δίπλα της κάτι γίνεται, κάτι συμβαίνει.*
εδώ

- gt na iste toso psonare oles re pousti; dn iparxi mia p na ine kanoniki oute mia omos...
ekei

- Κινητά των 400 ευρώ κάθε χρόνο ή κάθε 6 μήνες, λογαριασμοί κινητής τριψήφιοι κάθε μήνα. Αλλαγή αυτοκινήτου κάθε 2-3 χρόνια γιατί «συνέφερε περισσότερο» . Σ/Κ σε Ναύπλιο, Αγόριανη, σαλέ, πισινέ, ψωναρέ. 2-4 ΙΧ ανά οικογένεια...
περαπέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τράκα:

  • βούτηγμα τσιγάρου (αλλά και γενικά αντικειμένων ενδιαφέροντος) γιατί έτσι, χωρίς αντάλλαγμα, αντίτιμο ή επιστροφή. Ο τρακαδόρος δρα εκμεταλλευόμενος την ανοχή που προκύπτει από φιλική σχέση ή απλή έκπληξη στο θράσος που επιδεικνύει (περίπτωση 1). Σχετικά: Τρακαστράτος, αμάκα, Απόλλων, απόλλων τσιγάρα, τζαμπέισον, τζαμπαντάν.
  • τρακάρισμα (συντόμευση): (μέινστριμ έννοια - επίσης με τη μορφή «τράκο») τροχαίο ατύχημα, σύγκρουση οχημάτων / απρόοπτη συνάντηση (περίπτωση 2).

σ.ς. Το λήμμα μεν υπάρχει στις τριανταφυλλιές όμως εδώ δίνει χαρακτηρισμό σλανγκ και ειδικά για την πρώτη έννοια από πάνω συμφωνώ, δεν θα πεις στον βρετανό αριστοκράτη αφεντικό σου του μπι «κύριε τάδε μου να σας κάνω μια τράκα» - αατα.

  1. α)Εδώ - δικό μας: - Πάλι στην τράκα την έβγαλε ε;
    - Αφού είναι γνωστός γύφτος!!

  2. β)Τσιγκουνιές: Οι εποχές άλλαξαν και μαζί τους άλλαξες κι εσύ. Απότομα. [...] Αλήθεια, τον είχες κάνει ποτέ αυτόν τον άχαρο υπολογισμό; Ή τον άλλο με τα τσιγάρα; Πόσο αποτιμάται μία τράκα; Θα σου το πω σε δραχμές, μήπως και καταλάβεις: Εβδομήντα ολόκληρες δραχμές. Κι αν ο ξένος σου πει «θα πάρω δύο για να μη σε ενοχλώ ξανά», τότε είναι εκατόν σαράντα δραχμές, όσο έκανε θυμάμαι παλιά ένα παγωτό πύραυλος.

  3. γ)Active member - ο αδιάφορος:
    Έχει στα χέρια το δικό του τ' αμάξι
    τρελό για μας γι' αυτόν εντάξει
    κάνει τράκα μπαταρίες κάν' του λίγο αγάπη τράκα
    μην τον λυπηθείς γιατί θα σε πάρει για μαλάκα.

  4. δ) Σαβουάρ βιβρ: Μέχρι πόσα τσιγάρα μπορώ να κάνω τράκα; [...] είναι εντάξει να ζητήσεις μέχρι και τρία τσιγάρα από έναν καλό σου φίλο μέσα σε μία βραδιά, θα σε πούνε όμως τρακαδόρο αν ζητήσεις περισσότερα, ιδιαίτερα από κάποιον που μόλις γνώρισες.

  5. α)Εδώ-δικό μας: - Δεν του φτάνει που έκατσε ένα μήνα στο νοσοκομείο μετά την τράκα, με το που βγήκε άρχισε να ξεσκονίζει τα σάιτ μεταχειρισμένων αυτοκινήτων για να βρει νέα γκαζοσκοτώστρα.
    - Όταν έβρεχε μυαλά, κρατούσε ομπρέλα.

  6. β) γνωστό ανέκδοτο: Ο παπάς και η τράκα.

Άμα ξαναπλώσεις χέρι, να, με το σφυρί θα το τακτοποιήσω το θέμα. (από Galadriel, 10/08/11)τα με κεράσις ένα τσιγκαράκι, ταβάριτς? (από MXΣ, 10/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σόι, όχι με την καλή έννοια.

Το έχω ακούσει από παππούδες στην Μάνη, ο γούγλης δεν δίνει χτύπημα.

- Γαμώ το συσελέκι σου μέσα, αχλαδομουνοπατσαβούρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Συναντάται κυρίως ως «γίνεται πανικός». Διάφορες περιπτώσεις: από απλή κατάσταση ό,τι να 'ναι και συμπούρμπουλο έως - κυρίως - χαμός, πατημός, αναμπουμπούλα και μπάχαλο. Το έλα να δεις. Της κακομοίρας της Πόπης της πουτάνας (έως και της καραπουτανάρας σε υπερθετικό πανικό). Του μουνιού το ξέσκισμα, το σύστριγγλο.

Φάση που μοιράζονται εγκεφαλικά κι εμφράγματα ή που τρέχεις έχοντας παράλληλα και τον πούτσο στο μουνί και το δάχτυλο στον κώλο. Συναντάται και ως κραυγή τ. «πάνjιιιικ».

Ο πανικοτρίκωλος κι ο πανικοβλαμμένος (σ.ς. μαλάκα μου τι έχει αυτό το σάιτ μέσα αχαχαχ) δημιουργούν συνήθως τεχνητά το πρόβλημα, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Για τα λεξικογραφημένα εδώ.

Εδώ - δικό μας: Μας την έπεσε μια ομάδα τζέλβιδες και έγινε πανικός στην πλατεία...

Εδώ - δικό μας: -Και που λες, εκεί που ήμουν έτοιμος να κάνω φασαρία, έρχεται ο πιο μποϊλής του μαγαζιού και λέω από μέσα μου, τώρα θα γίνει πανικός!

Εδώ στο νέτι: ΠΑΝΙΚΟΣ με το Angry Birds παιχνιδάκι [...] Με βάσει τα στατιστικά του “Γούγλη” δεξιά στην σελίδα του συγκεκριμένου παιχνιδιού βλέπω πως [...]έχουν γίνει πάνω από 100.000 εγκαταστάσεις ...

Εδώ στα Τρίκαλα: Έγινε ένας πραγματικός πανικός αφού νέοι και παλιότεροι φαν του Βασίλη τα έδωσαν όλα φωνάζοντας “εγώ δεν θέλω στην ζωή να κυβερνήσω...”
........................
(Νταξ τι άλλα παραδείγματα να βάλω, το λήμμα είναι γαμάτο και το λένε όλοι συνέχεια, αατα.)

O Πάνας προκαλεί πανικό (από φονταμενταλιστικό σάη) (από Vrastaman, 09/08/11)ή απ\'τον Πανίκα... (από MXΣ, 09/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίκληση της ανδρικής τιμής του ομιλούντος. Επιβεβαιωτική απάντηση, κατευναστική των αμφιβολιών του συνομιλητή. Απαντά και ως: «να μη ξαναφορέσω παντελόνια», ή ακόμη και «στα παντελόνια που φορώ» (ορκίζομαι εννοείται).

Επειδή όμως ως γνωστόν τα ράσα δεν κάνουν τον παπά και το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη, τίποτε δεν αποκλείει τα παντελόνια να είναι οι ζαρτιέρες του. Γι’ αυτό να μην αρκείστε στη σχετική διαβεβαίωση περί παντελονιών και να ζητείτε πιο χειροπιαστές εξασφαλίσεις (εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν).

-Αδερφέ, είμαι τελείως ρέστος, θα σου τα φέρω τον άλλο μήνα τα πέντε χιλιάρικα. -Μα είχαμε πει με την παράδοση θα με ξοφλούσες. -Δεν ξέρεις τι έχω πάθει, έχω τη μάνα μου στο νοσοκομείο, εγχείριση ανοιχτής καρδιάς της κάναμε, μας έγδαραν οι γιατροί, θα πληρωθώ ένα μεγάλο έργο, κι εμένα με καθυστέρησαν, ο πρώτος που θα πάρει λεφτά θα είσαι. -Ε, ναι, μα κι εγώ τα χρειάζομαι, πώς θα πληρώσω τα συνεργεία; -Είκοσι του μηνός στα φέρνω. -Τέλος πάντων, στις είκοσι έτσι; (Με ελαφρώς προσβεβλημένο ύφος):
-Ε, παντελόνια φοράμε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified