Further tags

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να καταδείξει την ανεπηρέαστη κατεύθυνση ατόμου προς έναν προορισμό.

Τον προορισμό αυτόν του ατόμου μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως απτό (π.χ. η κουζίνα, η Καλαμάτα, το παραθυρόφυλλο κ.α., παρ. 1.) ή νοητό (π.χ. μια ιδεολογία, μια κατάσταση κ.α., παρ. 2.), αλλά σε κάθε περίπτωση θα τον διανύσει με απόλυτη βεβαιότητα, ανεξάρτητα αν είναι σωστός.

Χαρακτηριστική είναι η εικόνα συνοφρυωμένου ατόμου, που εμπίπτει στον ορισμό, να έχει χαράξει πορεία με μεγάλα και βιαστικά βήματα, βυθισμένο στις σκέψεις του και βλέμμα στραμμένο στο έδαφος (πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί και να τουμπίσει σε καμιά κολόνα).

Απ' την άλλη, χωρίς να παίρνω και όρκο, ενδέχεται να έχει και την έννοια του κόβω καπίστρι ή του έκοψε την άλυσο.

*Το αζιμούθιοεδώ) είναι κάποιος ναυτικός όρος που βοηθάει στον καθορισμό ή και την εύρεση μιας θέσης πάνω στο σφαιρικό στερέωμα της γης με βάση τον ουρανό (απ' ό,τι κατάλαβα).

  1. - Ρε 'συ! που πάει αυτός από 'κεί;
    - Μανώωωωλ'! πού πα ρεεε; από 'κεί είν' η έξοδος!
    - Καλά! πάει αυτός, έχει κόψει αζιμούθιο!

  2. - Τι εννοείς δεν παίρνει από λόγια; δεν σου 'πα να του πεις ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια πλάκα;
    - Λες να μη του το 'πα ρε μαλάκα; έχει κόψει αζιμούθιο όμως και δε καταλαβαίνει τίποτα! λες και δεν τον ξέρεις τώρα κι εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω χαμπάρι, νιώθω.

Συνήθης έκφραση: δεν χαμπαριάζω Χριστό.

Είδα χθες την Κικίτσα, το κορίτσι ήταν αλλού, δεν χαμπάριαζε Χριστό μιλάμε, τίγκα στη ντρόγκα το αρρωστάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε για να επιστήσουμε την προσοχή και να προκαλέσουμε εγρήγορση σε κάποιον που δείχνει μακάρια αδιαφορία για θέματα που θα έπρεπε να τον ενδιαφέρουν.
Όποιος δηλαδή σφυρίζει αμέριμνα, αγοράζει αγρόν ή το παίζει τρελίτσα αντί να αγωνίζεται, θα το βρει μπροστά του και θα πληρώσει βαρύ τίμημα (που συμβολίζεται με τον γυμνό, απροστάτευτο κώλο).

Συνώνυμο (περίπου): Των οικιών ημών εμπιπραμένων, υμείς άδετε.

- Τώρα είναι η ώρα για συνδικαλιστικούς αγώνες και συλλογική δράση. Καλός ο καναπές και το λαπ-τοπ, αλλά ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο το «καλό παρεάκι» μαζεμένο... Η φράση χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κακόφημου μέρους συνάθροισης λόγω του «αμφιβόλου ποιόντος» των συνδαιτυμόνων που το παρευρίσκονται. Χρησιμοποιείται ομοίως με το Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα.

Σιγά μην πάμε στο «PLAY» ρε για μπιλιάρδο. Εκεί μαζεύεται ο κλέφτης, ο φονιάς και ο γιος του σκοτωμένου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε παλαιούς υπολογιστές ή σίδερα για ανακύκλωση, στις εκπομπές της Κλανίτας Πάνια ή στην μουσική του Justin Bieber.

Ψηφιακά σκουπίδια αποκαλούνται τα παράσιτα ή ξυσίματα που εμφανίζουν τα ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας λόγω κακού σήματος ή βλάβης. Πρόκειται για τα χιόνια νέας κοπής, για να καταλαβαίνουμε και οι παλαιότεροι, την Digea μου μέσα.

- Τεχνουργήματα :p, ή απλούστερα, ψηφιακά σκουπίδια: τετραγωνάκια στην εικόνα, παγώματα στο video, κοψίματα στον ήχο κλπ.
(εδώ)

- Εκει μπορει να μην εχει τα λεγόμενα χιονια, αλλα καμια φορα σπαει η κίνηση στα pxels και βγάζει σκουπίδια. (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμα + ρήμα στον ενεστώτα

Έκφραση για να δηλώσουμε, μέσω ειρωνείας, παράπονο ή και κριτική για την αθέτηση μιας υπόσχεσης ή μιας παροχής που μας οφειλόταν. Πολύ συχνά πρόκειται για υποσχέσεις για τις οποίες μας είχαν διαβεβαιώσει ξανά και ξανά ότι θα τηρηθούν, πριν τελικά το πάρουμε απόφαση ότι αυτό δεν θα γίνει.

Πιθανολογώ ότι από εκεί βγήκε και η έκφραση: ο υποσχεσάκιας επαναλαμβάνει «έρχομαι, έρχομαι», υποτίθεται σήμερα το απόγευμα, αύριο πρωί-πρωί, μες στο σουκού, από Δευτέρα κλπ, ώστε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή μπορείς να πεις ότι «ακόμα έρχεται».

Βλ. και ο Χ για Υ πήγε και Υ έγινε. Επίσης βλ. και ποιον πρέπει να γαμήσω, στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν.

  1. Από εδώ:

εμείς κάναμε ΤΡΕΙΣ μήνες να πάρουμε το καροτσάκι, το καθισματάκι ακόμα ερχεται, τους το άφησα και εγώ αμανάτι και το παρήγγειλα από το νετ και ευτυχώς το έχω

  1. Από εδώ:

- Έχω δοκιμάσει να αλλάξω μπαταρία και να κάνω αυτό με τι μίζα και τα 10 δευτερόλεπτα αλλά τίποτα.
- Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνεις,αλλά δεν σου λέω,γιατί ακόμα έρχεσαι να μου φτιάξεις το κομπιούτερ.

  1. Από εδώ:

οι μόνες φιγούρες που μου έμειναν. μάλιστα τον he-man τον αγόρασα από παλιό κατάστημα μεταχειρισμένο πριν ένα μήνα. ο ξάδερφος μου ο χρήστος δανείστηκε παλιά το δίδυμο της φωτογραφίας και ακομα μου τα επιστρέφει!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πονηρή αυτή παρομοίωση χρησιμοποιείται για γυναίκες που είναι χρόνια στο κουρμπέτι και υποδηλώνει τη συχνή πράξη στοματικού έρωτα. Με τον όρο «σπαθί» τονίζεται η μεγάλη διεισδυτικότητα του ανδρικού φαλλού στον στοματικό φάρυγγα.

Αυτή η Πόπη τόσα χρόνια από δω κι από κει πάει. Έχει καταπιεί κάτι σπαθιά...

παλαιοπόρνη! (από MXΣ, 23/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται προς κάποιον ο οποίος δεν μας ακούει (κυριολεκτικά), και καλά επειδή έχει παίξει τόση μαλακία που κουφάθηκε. Η όλη φράση είναι «η μαλακία κουφαίνει» και υπονοεί τις καταπληκτικές θεωρίες τ. «μην παίζεις το πουλί σου γιατί θα τυφλωθείς» κλπ, που καταπίεσαν γενιές ολόκληρες (επ' αυτού βλ. τα χειροτεχνία και τυφλώνομαι).

Δεν πολυλέγεται πια, είναι σεβεντίλα.

Καμία σχέση με το άλλο κουφαίνω, ούτε, ως προς την αιτία, με τον μαρμελάδα.

- Πού είναι το εργαλείο;
- Εκεί, πάνω στο ράφι.
- Πού;
- Πάνω στο ράφι!
(έρχεται πιο κοντά):
- Για ξαναρίχ' το ρε μεγάλε, δεν σε άκουσα...
- ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΡΑΦΙΙΙΙ! Κουφαίνει, ε;;;

το ψηφίζειν \'φαίνει... (από MXΣ, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σκεμπελοσκάμπιλο» ή «σκαμπιλοσκέμπελο», λέξεις σύνθετες εκ των σκαμπίλι + σκεμπές. Είναι το χαστούκι με τον σκεμπέ. Ένα είδος χτυπήματος που μόνο οι ευτραφείς άνθρωποι μπορούν να δώσουν. Λέγεται συνήθως ειρωνικά για τους παχύσαρκους.

Καλύτερα να φύγουμε από εδώ μη μας αστράψει ο χοντρός κανένα σκεμπελοσκάμπιλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που δεν τον έχουν κατουρήσει / λερώσει με ούρα, αλλά και αυτόν που δεν έχει κατουρήσει.

---Επειδή το κατούρημα είναι και ένα διάλειμμα που επιβάλλει το πάνσοφο σώμα στο διαταραγμένο από τον εργασιακό ή άλλο φόρτο πνεύμα, προσφέροντας και μια ψυχική ανακούφιση, ο όρος χρησιμοποιείται και για να δηλώσει πως κάτι πάει σερί χωρίς μια, ενίοτε, αναγκαία παύση. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε καταπίεση, είτε εξαιρετική αντοχή, πάντα σε υπερβολικό βαθμό.

---Επειδή ο ακατούρητος δεν είναι λερωμένος, ο όρος δηλώνει αυτόν που σε αντίθεση με τους όμοιούς του απολαμβάνει καλής φήμης, που δεν έχουν ράμματα για τη σούφρα του, που δείχνει άξιος εμπιστοσύνης και αψεγάδιαστος.

---Επειδή η σκληρότητα είναι απαραίτητος όρος για την ομαλή λειτουργία του κλειδιού του παραδείσου, η φύση προνόησε ώστε να αιματώνεται ολονυχτίς, εν είδει προπονήσεως, όταν το πάνω κεφάλι βρίσκεται σε φάση REM. Εξού οι πασίγνωστες πρωινές σηκωμάρες που συνήθως φεύγουν μετά το πρώτο κατούρημα.

Εξού λοιπόν «το ακατούρητο», το εξαίρετα ηδονικό -ιδιαιτέρως για την παρτενέρ- πρωινό πήδημα που εξασφαλίζουν οι κατουρόκαβλες του ακατούρητου.

Μπορεί να πέσετε πάνω και στα μοραΐτικα «ακατούρηγος» / «ακατούρηγο».

1α.
Παιδιά το 6Ν μιλάμε το βάζω σε εκτός δρόμου διαδρομές και είναι πολύ σκυλί. Tα όποια προβλήματα, δουλεύει σαν ταξί δεν κατεβαίνει παράθυρο συνοδηγού βάζει νερά από κάπου πίσω κτλ... δεν με απασχολούν ιδιαίτερα γιατί το αυτοκίνητο δε μασάει. Έχει κάνει χίλια χιλιόμετρα σε μια μέρα ακατούρητο μιλάμε. Με άλλο αυτοκίνητο θα έκανα μια στάση. Μ’ αυτό δεν φοβάμαι τίποτα!!!!

1β.
Και καμία μεταγραφή να μην κάνει ο Ολυμπιακός, με την ομάδα που έχει τώρα, ακατούρητος θα το πάρει. Νομίζω πως θα είναι το πιο εύκολο πρωτάθλημα!

1γ.
-Τουλάχιστον πάει η χρονιά! Αρχίζουν οι διακοπές.
- Όχι για όλους. Στις δυο τελευταίες τάξεις του λυκείου, τα παιδιά τον πάνε ακατούρητο όλο τον Ιούλιο. Από φροντιστήριο σε φροντιστήριο τρέχουν μέσα στους πέντε καύσωνες.

2α. Κάποιοι άλλοι τρέχουν από σχέση σε σχέση για ν αποφύγουν την μπόχα της άλλης ψυχής. Ελπίζουν ίσως πως θα βρουν τον ακατούρητο άλλο. Απλά ζουν στα ρηχά, ανικανοποίητοι χωρίς να ξέρουν το γιατί, αποξενωμένοι και από τον εαυτό τους που δεν μαθαίνουν να αποδέχονται .

2β.
Πολλοί θα θέλανε να «τα χώσω» στους αδέξιους δεξιούς που μας κυβερνούν. Άλλη μια μπατούλια, θα ‘θελαν να τα σύρω στους προηγούμενους, τους «σοσιαλιστές», που από την ιδεολογία τους κράτησαν το «…λιστές», αφού το αναβάθμισαν σε «…ληστές».
Τι μας μένει; Μα οι ακατούρητοι, οι πραγματικοί, οι αδοκίμαστοι (στην Ελλάδα), οι άπαιχτοι. Ποιοι είναι αυτοί; Μα οι…

(Όλα ως εδώ απ’ το δίχτυ)

  1. Ντιν-Νταν! Ντιν-Νταν!
    -Δόξα τω Θεώ!
    -Χρρρ. Χρρ. Χρ. Τι; Μα! Μωρή λυσσάρα!!
    -Ααχχχχχ! Ααααχ! Ναι! Ναι!! ΝΑΙΑΙΑΙΑΙ!!!!

Ντριιιν-Ντριιιν!
-Εμπρός!
-Αχ μανούλα μου έγραψες πάλι!!
-Τι; Αα! Σου ‘κανε το ακατούρητο;
-Κάπως έτσι.
-Εμ! κάτι ξέρουμε κι εμείς οι παλιές κύρ-Ασκητή μας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified