Further tags

Απαξιωτική έκφραση για κάποιον που κοκορεύεται ότι έκανε σε κάποιον κάτι συνήθως κακό, ή ότι δεν του έκανε στην ουσία τίποτα.

Ακόμα απάντηση σε κάποιον που ναι μεν απειλεί αλλά είναι θρασύδειλος.

Κυριολεκτικά: Η παρομοίαση με το κρέας της μούρης κάποιου είναι ότι, από το πολύ ξύλο, οι εκδορές και οι μώλωπες στο πρόσωπό και με τα αίματα να τρέχουν δεν μοιάζει με πρόσωπο αλλά με ένα κομμάτι κρέας.

Από ΔΠ και ironick.

Τα χώνουν ενίοτε στους πολιτικούς που είναι λαμόγια, αλλά τους κάνουν τα μούτρα κρέας.

(στην περίπτωση αυτή είναι τόσο χοντρόπετσοι που δεν καταλαβαίνουν από χωσίματα, αλλά ίσως από γραμμάρια κάτι καταλάβουν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι περνάνε στη ζωή τους δύσκολες, δυσάρεστες έως δυσβάσταχτες καταστάσεις από τις οποίες, όσοι επιζούν, βγαίνουν πιο δυνατοί και πιο σοφοί, και κοιτώντας τες πίσω τους, διαπιστώνουν ότι δεν ήταν δα και τόσο δύσκολες η φοβερές όσο τις σκιάχτηκαν πρώτο αντικρίζοντας τες.

Η έκφραση έρχεται λοιπόν να περιγράψει μεταφορικά και λακωνικά το αίσιο τέλος μιας οδύσσειας ή μιας μακροχρόνιας δύσκολης κατάστασης και να δώσει ελπίδα και θάρρος στον άνθρωπο που κολυμπάει σε άλυτα η δυσεπίλυτα, κατά τη γνώμη του, προβλήματα, χρησιμοποιώντας σαν μέθοδο την υποβάθμισή τους, όσο σοβαρά και αν είναι.

Κυκλοφορεί επίσης και ως “ο διάβολος δεν είναι τόσο άσχημος όσο τον ζωγραφίζουν”.

  1. - Έχασα το σπίτι μου, μου 'φυγε η γυναίκα μου με το παιδί μας και οι πιστωτές μου με κυνηγάν να με κλείσουν φυλακή.
    - Μη στενοχωριέσαι, η κόλαση δεν είναι τόσο άσχημη όσο τη ζωγραφίζουν.

  2. - Τελικά πήρα πίσω το σπίτι, η γυναίκα μου ξαναγύρισε με το παιδί και το χρέος ρυθμίστηκε με δόσεις.
    - Είδες που σ'τά 'λεγα; Η κόλαση δεν είναι τόσο άσχημη όσο τη ζωγραφίζουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προτρέπει κάποιον να εγκαταλείψει την ενασχόληση του με συγκεκριμένη δραστηριότητα που ήδη έχει αρχίσει, ή που τον αποθαρρύνει και αποτρέπει από το να ξεκινήσει κάτι που είναι ήδη γνωστό, από προηγούμενη εμπειρία, ότι είναι καταδικασμένο σε αποτυχία η οδηγεί σε μπλεξίματα και δυσάρεστες καταστάσεις.

Επίσης «άσ' τα να πα σταδιάλα», «παράτα τα», «μην ασχολείσαι».

- Πήγα ν’ ανοίξω ένα μαγαζάκι κι έμπλεξα με εφορίες, πολεοδομίες, ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, πυροσβεστική, υπουργεία, δημοτικές αστυνομίες, τράπεζες, υγειονομικά, αγορανομίες, επιθεωρήσεις εργασίας...
- Φτάνει κατάλαβα, άσ' τα, βράστα.

(από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τεσσάρες των ζαριών.

Στο απαγορευμένο τυχερό παίγνιο μπαρμπούτι αξιολογούνται ως κακή ζαριά, ζαριά που χάνει.

Μεταφορικά οι ατυχίες, οι αναποδιές.

Από το τούρκικο dort=τέσσερα.

...φέρε και καμμιάν εξάρες
φτάνουν πια ντόρτια και δυάρες φτάνουν πια τόσοι καυμοί...

τραγουδάει στη ζωή, ο αείμνηστος σερ Μπιθί.

(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα ήδη υπάρχει, με μάλλον ελλιπή ορισμό, ενώ και αυτός που δίνει ο τριαντάφυλλος, εκτός από τηλεγραφικότατος, δε μου κάθεται καλά. Μπάμπη δεν έχω, δε μ' αρέσει ο ντίσνεϋ.

Φευγιό, λοιπόν, κυριολεκτικά σημαίνει την πράξη του να φεύγεις (που στα νέα ελληνικά δε νομίζω να είναι ακριβώς η φυγή, έχει άλλη απόχρωση), και χρησιμοποιείται κυρίως πριν αυτή αρχίσει να συντελείται, ή στην αρχή της. Βλέπε την πρώτη ομάδα παραδειγμάτων.

Στην ορισμένη στο σλανγκ έννοια, τώρα, φευγιό και φεύγα δηλώνει άτομο που είναι αλλού, που δεν επικοινωνεί με αυτόν τον κόσμο, είτε λόγω ουσιών είτε λόγω χρόνιας φυγής από την πραγματικότητα. Φευγιό είναι κάποιος με τον οποίο δεν μπορείς να συνεννοηθείς, άλλα του λες κι άλλα καταλαβαίνει, μαζί μιλάμε χώρια καταλαβαινόμαστε, ποιος έριξε το μπέναλντυ και μού 'κλεισε το σπίτι.

Συγγενής έννοια που προέρχεται μάλλον από αυτήν την χρήση έχει να κάνει με τον κόσμο της δημιουργίας και της τέχνης, απ' όπου ξαναγειώνεται και επανέρχεται ως χαρακτηρισμός απλών καθημερινών πραγμάτωνε.

Φευγιό, λοιπόν, είναι κάτι που είναι μπροστά, που έχει φύγει πολλά τακ ή κάτι που προσιδιάζει σε κάποιον που έχει κόψει. Είναι δυνητικά αρνητικός και θετικός χαρακτηρισμός δηλαδή, και η ερμηνεία εξαρτάται απ' τα συμφραζόμενα, και χαρακτηρίζει δημιούργημα είναι νόος παράφρονος (παρ. 2.α), είτε νόος που δεν παίζει στο ίδιο γήπεδο με τους υπόλοιπους (παρ. 2.α και β).

Αξιοσημείωτη είναι η συστηματική χρήση εννοιών που αποδίδουν κίνηση στο χώρο για τέτοιου τύπου χαρακτηρισμούς.

  1. α.) - Μαλάκες, είμαι για φευγιό, έχω κλάσει.

β.) - Τον έχουν για φευγιό τον τύπο, αφού σκάει έντεκα παρά στο γραφείο κι ολημερίς το ξύνανε, το βράδυ το ματώναν.

γ.) (χτυπάει τηλέφωνο, τους προλαβαίνει στην πόρτα)
- Έλα, στο φευγιό είμαστε, σε δέκα φτάσαμε.

  1. α.) - Είδες τον Αντίχριστο του Τρίερ; Την έχει ακούσει απ' τις φοβίες ο τύπος.
    - Φευγιό τίνγκα ρε συ. Και η αφιέρωση στον Ταρκό στο τέλος...κουκουρούκου εντελώς ο τύπος.

β.) - Γουστάρω τέζα theorema egregium.
- Μαζί σου με τα χίλια. Φευγιό μέγα. Κάτι ήξερε και ο Γκάου όταν το βάφτιζε.

Ίσως η πιο λολαδερή σκηνή του αρρωστουργήματος "Αντίχριστος"  (από Khan, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει

  • Αν είναι δυνατόν;
  • Πώς μπορεί να είναι έτσι;
  • Πώς γίνεται αυτό;

    Αλλά, και πιο ελεύθερα

  • Είσαι με τα καλά σου;

  • Πας καλά;
  • Ξέρεις τι σου γίνεται;

    Από το τούρκικο olur mu;= είναι εντάξει;

Επίσης και ολούρμ, ολούρμι.

Χρησιμοποιείται από τουρκομερίτες και μη, ώστε να προσδώσει εξωτικό χαβά (αέρα) στη κουβέντα με ανατολίτικο αυθορμητισμό και εκφραστικότητα.

- Τι , πώς!; Θα πάμε μέχρι τη Δόμβραινα με τα πόδια;! Καλά, ολούρμε;

(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τουρκική λέξη bogaz που σημαίνει λαιμός, στενό, πορθμός, δίαυλος. Έτσι ονομάζεται επίσης και ο Βόσπορος.

Μεταφορικά, σημαίνει σήμερα σ' εμάς, το δροσερό αεράκι, όχι απαραίτητα θαλασσινό.

Λέγεται επίσης και μπουγάζι.

  1. Πάμε μέσα γιατί έβγαλε μπογάζι και άρχισα να κρυώνω.

  2. Ωραία δροσιά έχετε στο εξοχικό σας, κατεβάζει ωραίο μπογάζι από το βουνό.

(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «είμαστε στον αέρα» αυτονομήθηκε από τα αυστηρά ραδιοτηλεοπτικά πλαίσια, αποδίδοντας την έννοια: σύρμα, μάς ακούνε, είμαστε εκτεθειμένοι.

- Κρύβε λόγια, είμαστε είμαστε στον αέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποια κομπλεξάρα γράφει άσχετα ή εριστικά σχόλια σε διαδικτυακούς τόπους με αποκλειστικό σκοπό την διατάραξη της συζήτησης και να σπάσιμο των όρχεων των παρευρισκομένων.

Εκ του γνωστού τέρατος τρολ. Ως ρήμα, ανάγεται στο μεσ. Γαλλικό troller, «περιπλανώμαι άσκοπα σε άγρα θηράματος». Η πρώτη δε καταγεγραμμένη σλανγκική χρήση του ρήματος (circa 1967) αφορά το ψωνιστήρι σε κύκλους ομοφυλοφίλων. Τυχαίο; δε νομίζω.

  1. Εν προκειμένω, σ' ένα ιντερνετικό περιβάλλον, αν κάποιος έχει καταλήξει οτι κάποιος άλλος συνομιλητης είναι Τρολ, τότε πολύ απλά δεν ασχολείται καθόλου μαζί του, δεν του δίνει τροφή για να συνεχίσει να τρολιάζει και να γαμάει τα νεύρα των άλλων
    (σοφό σχόλιο Ζανουάρ, εδώ)

  2. Το να χρησιμοποιείς όμως 2 ή 3 ψευδώνυμα και με το 1 να το παίζεις κουλτουριάρα και λογοτεχνίζουσα και με το άλλο να τρολιάζεις ασύστολα, ούτε θεμιτό ούτε αποδεκτό είναι.
    (εκεί)

- Έχει ταράξει το φόρουμ με φωτογραφίες και έχω πρόσφορο (και αντίδωρο αμην) έδαφος για να τρολιάζω (παραπέρα)

σπεκ, σε όποιον το σκέφτηκε αυτό.. (από Jonas, 27/10/10)Πέρασμα Τρολ (από Vrastaman, 04/12/11)"Ψαριανός τρολλάρει Μπουμπούκο". (από patsis, 05/01/12)(από Galadriel, 12/01/12)

βλ. και τρολ, τρολάρω, τρολιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified