Further tags

Ενέργεια, κατάσταση, εργασία, φάση με μεγάλο ρίσκο, υψηλού κινδύνου.

Περάσαμε τον Καβοντόρο με εφτάρι σ' αυτό εδώ το καρυδότσουφλο! Σκέτο σμερνοτσίμπουκο!

Δεν ξαναμπαίνω στ' αμάξι του! Ούτε γράμμα δεν στέλνω! Ρε αυτός είναι δημόσιος κίνδυνος! Δε χαμπαριάζει, τον δίνει πίπα σε σμέρνα!

Επίσης αναφέρεται σε πεολειχία με υπερβολική χρήση οδόντων.

Μού'κανε ένα σμερνοτσίμπουκο η "έτσι", μιλάμε μου τον έγδαρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις -ιά μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει τον κατώτερο, από διάφορες απόψεις, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική κ.ά., τη μπασκλασαρία, τον/την τελευταία. Στον προφορικό λόγο, δέον να προφερθεί με αριστοκρατίζοντα επιτονισμό καταφρόνησης επιβοηθούμενο από τις κατάλληλες γκριμάτσες αηδίας του προσώπου για την ξευτίλα της κατωτεριάς.

  1. ΚΑΤΩΤΕΡΙΑ Πασοκε Εσυ αμφισβήτησες, ΕΣΥ θα μας πεις πρώτος. (Από βρις-οφ εδώ).
  2. Πω πω! Σαν δε ντρέπομαι, η κατωτεριά, να έχω διαβάσει τα έργα των Διαφωτιστών από μεταφράσεις! Να τσακιζόμουν να μάθαινα Γαλλικά, αντί να αλητεύω στα Λονδίνα! (Με ειρωνική αυτοκριτική διάθεση εδώ).
  3. Ολα αυτά η αγράμματη Ελληνική κατωτεριά τα ερμήνευσε με το κουτσοβλάχικο μυαλό της! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων σχέσιν εξαρτήσεως με το σάη και ξημεροβραδιάζεται γράφοντας σχόλια, λήμματα, ορισμούς και τα κέρατά του τα τράγια.

Έχω καταντήσει σλανγκοτζάνκι.

Ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στο σάη μεσ' αυτό!

Άντε γεια! Πάω γι' αποτοξίνωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τον δόκιμο καρνάβαλο βλ. λ.χ. εδώ, εδώ και εδώ.

1.Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι χρησιμοποιείται γενικότερα για να δηλώσει κάποιον/αν που έχει στην εμφάνισή του μια εξτραβαγκάντζα, που ντύνεται προκλητικά, επιτηδευμένα σαν προσοχοπουτάνα, κάγκουρας ή καγκούρω, για να τραβήξει όλη την προσοχή πάνω του/της. Και που γενικότερα συμπεριφέρεται με τρόπο γελοίο. Βλ. και καρναβάλι, καρναβαλιστής.

Beyonce: Mε καυτό σορτσάκι και 12ποντο που πας στο σκάφος σαν καρνάβαλος;

Beyonce

Σαν καρνάβαλος εμφανίστηκε ο Ντάνι Άλβες στο Καμπ Νου. Θέμα συζήτησης έχει γίνει ο Βραζιλιάνος δεξιός μπακ της Μπαρτσελόνα, Ντάνι Άλβες με την ενδυμασία με την οποία επέλεξε να εμφανιστεί μετά το τέλος του αγώνα της ομάδας του με την Έλτσε στη μικτή ζώνη του Καμπ Νου. Ο ποδοσφαιριστής εμφανίστηκε φορώντας ένα… πορτοκαλί σακάκι, καπέλο, στρογγυλά γυαλιά και ένα ζευγάρι sarouel σανδάλια. (Εδώ).

Ντάνι Άλβες

Και τα φρύδια και το πρόσωπο και τα χείλη κι ο λαιμός της με μυστρί μπογιατισμένα, σαν σουβάς, όπως και τώρα, κι έμοιαζε καρνάβαλος μεθύστακας. (Από διήγημα του Χάρη Μεττή).

2.Ειδικότερα χρησιμοποιείται για γκέι, και κυρίως για τραβεστί και τρανσέξουαλ, που έχουν ένα αλμοδοβαρικό ζενεσεκουά. Σύγκρινε με: επιτάφιος.

Φοβερος καρναβαλος η Χαρά η τρανς αλλα μυριζει φολα (Από μπουρδελοσάη)

Καρνάβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στριμώχνω, πιέζω ένα αντικείμενο ώστε να χωρέσει μέσα σε κάτι (δοχείο, σακούλα, ρούχο κτλ). Στη μέση φωνή τσουπώνομαι σημαίνει στριμώχνομαι.

  • Τσούπωσα τα χόρτα που έκοψα σε μια σακκούλα και την έκανα με ελαφρά από το χωράφι του γείτονα.
  • Όσο και να τσουπώσω τον κώλο μου δεν χωράω σε αυτό το παντελόνι.
  • Τσουπωθείτε εσείς στο πίσω κάθισμα για να χωρέσετε!

Σημαίνει και παραγεμίζω / παραφουσκώνω κάτι με αποτέλεσμα να φαίνεται χοντρό.

  • Έχω τσουπώσει τόσο πολύ την τσάντα μου που δεν χωράει τίποτα τώρα.
  • Πώς την τσούπωσες έτσι ρε τη γαλοπούλα; Διπλάσια έγινε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ορολογία του ποδοσφαίρου αλάνας ως περιπτεράκι ορίζεται η τακτική ενός παίκτη να αράζει ακριβώς μπροστά από το τέρμα της αντίπαλης ομάδας μη συμμετέχοντας καθόλου στο παιχνίδι και απλά περιμένοντας κάποια στιγμή η μπάλα να του έρθει και να βάλει, έτσι, πολύ εύκολα γκολ. Ο παίκτης που επιλέγει το περιπτεράκι ουσιαστικά εκμεταλλεύεται την μη εφαρμογή του κανόνα του οφ-σάιντ στο ποδόσφαιρο αλάνας, λόγω της απουσίας διαιτητή/επόπτη.

Η προσφυγή σε περιπτεράκι έχει καταδικαστεί από την κοινότητα του ποδοσφαίρου αλάνας και ο χρήστης της τακτικής αυτής χαρακτηρίζεται πάγια τσάτσος. Αντιμετωπίζεται συνήθως με ρητή εκ των προτέρων απαγόρευση επί ποινή εκδίωξης από το παιχνίδι. Άλλες φορές, το περιπτεράκι αντιμετωπίζεται από τον τερματοφύλακα της αντίπαλης του τσάτσου ομάδας, ο οποίος επιφορτίζεται με το καθήκον να εμποδίσει να λάβει χώρα περιπτεράκι μπροστά στο τέρμα του.

1) Εεεεε δεν πάει!! Ο Βαγγέλης κάνει περιπτεράκι.. έλα πίσω ρεεεεε
2) - Κλάψτε τώρα, 6 γκολ σας κάρφωσα!
- Αφού έκανες περιπτεράκι ρε σκατοτσάτσε!
3) Λοιπόν δεν επιτρέπονται οι καραβολίδες, οι σπόντες και το περιπτεράκι. Πάμε, παίζουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εκ του αρχαιοελληνικού βυττίον. Το μεγάλο βαρέλι, συνήθως χειροποίητο, που χρησιμοποιείται κυρίως για την αποθήκευση κρασιού. Στη Μεσσηνία και στη Λακωνία προφέρεται αυστηρά με παχύ κλειστό -τσ-.

  2. Μεταφορικά στη διάλεκτο της νότιας Πελοποννήσου το βουτσί υποδηλώνει θάνατο, καταστροφή, παρακμή. Η μεταφορά προκύπτει από το σχήμα που παίρνουν τα κουφάρια των ζώων κατά την αποσύνθεσή τους, όταν, δηλαδή, τουμπανιάζουν και μοιάζουν με βαρέλι. Όταν η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά, εκφέρεται είτε περιφραστικά ως "μας βρήκε/θα μας βρει βουτσί" είτε σκέτη, μετά από δευτερεύουσα υποθετική πρόταση, χωρίς ούτε καν άρθρο, κατά το σχήμα "αν συμβεί/γίνει κάτι.. βουτσί"

1) -Ωραίο κρασί δικέ μου
- Όταν έχεις δρύινο βουτσί, βγαίνει λουκούμι!
2) - Άντε πάμε να φύγουμε
- Μαλάκα έχουμε πιει, αν οδηγήσουμε όπως είμαστε τώρα θα μας βρει βουτσί...
3) Αν σε ξαναδώ να ψάχνεις τα πράγματα μου, βουτσί!
Το μέγκα λέει ότι, αν βγούμε απ' το ευρώ, βουτσί!
Αν σε πετύχει μόνο σου το βράδι ο σκύλος μου, βουτσί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπτώματα στέρησης από ουσίες, παράνομες, οπιούχα κυρίως, από αλκοόλ, αλλά και, κατ' εξοχήν, από ορισμένα ψυχοφάρμακα. Απαντά κυρίως στη φράση έχει μαμούνι, και περιγράφει την ψυχολογική διάσταση της στέρησης που εκδηλώνεται ως αναζήτηση τέτοιων ουσιών από τους χρήστες μετά τη θελημένη ή αθέλητη διακοπή, ή κατά τις προσπάθειες διακοπής της ουσίας.

Η στέρηση λένε αυτοί που ξέρουνε εμφανίζει δυο στάδια, το οξύ σύνδρομο, και το παρατεταμένο σύνδρομο (prolonged ή post - acute withdrawal syndrome). Το οξύ που κρατάει λιγότερο έχει περισσότερο σωματικά συμπτώματα. Το παρατεταμένο είναι η δεύτερη φάση χαρμάνας που κι αυτή είναι γάματα, κατά την οποία κυριαρχούν συμπτώματα όπως ψυχοκοινωνική δυσλειτουργία, ανηδονία, ευερεθιστότητα, έλλειψη συγκέντρωσης και διαύγειας, προβλήματα ύπνου, μνήμης, κινητικού συντονισμού, πανικούς, να είσαι δηλαδή σα γαμώ τη μαύρη καταδίκη σου, γαμώ, ΓΑΜΩ! κλπ - you get the picture.

Το μαμούνι, λοιπόν, στη , επιχειρεί να περιγράψει την αναζήτηση του ναρκωτικού, του οποίου η λήψη ως αστραπή, ως σπίθα και κατά κύματα (έτσι το περιγράφουν και επιστημονικά μοντέλα) περνά από το νου του πρώην χρήστη, φαντάζοντας ως ο τρόπος να απαλλαγεί από όλα αυτά τα ψυχολογικά και παρατεταμένης διάρκειας, "ανθεκτικά" συμπτώματα.

(Πολλάπλά ενδιαφέρον, όπως μας πληροφορεί η βικούλα για το σύνδρομο αυτό, το παρατεταμένο, σε αντίθεση με το οξύ, είναι το ότι δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως στα διαγνωστικά εγχειρίδια. Φαντάζομαι έχει να κάνει με τα therapy/rehab politics: αφενός πόσο γάμησέ τα είναι να γνωρίζει αυτός που προσπαθεί να απεξαρτηθεί ότι έχει να περάσει κανονικά και με τη νόρμα έναν τέτοιο μακράς διάρκειας γολγοθά, αφού περάσει τα σωματικά συμπτώματα, αφεδύο πόσο μειωτικό για την ίδια την ψυχιατρική είναι το να παραδέχεται ότι η κατάσταση στην οποία προσηλώνεται - αποχή από την ουσία - μπορεί για πολύ καιρό να είναι βασανιστική. Αλλά ας μην γινόμαστε συμπερασματάκηδες...).

Τα παραπάνω - όλα - με επιφύλαξη ως προς τις λεπτομέρειες τουλάχιστο, γιατί είναι και ευαίσθητα θέματα τα οποία και δεν τα κατέχομε τόσο καλά.

Κλαψιάρικος διάλογος ανάμεσα σε - αντάρηδες χρήστες σε παγκάκια έξω από κέντρο απεξάρτησης.

- Γιατί ρε μαλάκα δεν ψουψουψου...;
- Γιατί ρε μαλάκα κι αυτό έχει μαμούνι και θα με φάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από γκουρμέ+αηδία. Είναι το αποτέλεσμα αποτυχημένης προσπαθείας γαστριμαργικού νεωτερισμού, όπου συνήθως δίδεται ιδιαιτέρα προσοχή εις το φαίνεσθαι και το τελικόν προϊόν είναι μή βρώσιμον. Είναι το αντώνυμο της γκουρμεδιάς

-Μας έστειλε ο Λάκης σ' ένα ρεστωράν και καλά ψαγμένο, nouvelle cuisine και έτσι. Μας φέρανε κάτι γκουρμεδίες που δεν τρωγόταν με τίποτα. Και πληρώσαμε κι ένα σκασμό λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αραχτική θηλυκό


Η ομαδική πράξη 3 εως 5 ατόμων στην οποία τα άτομα αποφεύγουν την εργασία για πάνω απο 17 ώρες σε ιδιόκτητο χώρο ενός απο των συμμετεχόντων, ώστε να ανακτήσουν τις δυνάμεις του και να περάσουν τον χρόνο τους ασχολούμενοι με τα εκάστοτε ενδιαφέροντα τους.


Ο όρος αραχτική ορίστηκε απο τους NBN (Never Be Named)

-Πως πέρασες στην αραχτική;
-Λιώσαμε LoL και χώσαμε.


-Πάλι αύριο θα γυρίσεις σπίτι;
-Ναι, έχουμε αραχτική με τους υπόλοιπους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified