Ακολουθάμε το σύστημα μπουλούκι, δηλ. πάμε όλοι μαζί χωρίς οργάνωση και πειθαρχία.
Παιδιά, προσέξτε λίγο στην παρέλαση, μην πηγαίνετε μπουλουκιδόν.
Ακολουθάμε το σύστημα μπουλούκι, δηλ. πάμε όλοι μαζί χωρίς οργάνωση και πειθαρχία.
Παιδιά, προσέξτε λίγο στην παρέλαση, μην πηγαίνετε μπουλουκιδόν.
Δες και μπουλούκι, τουρλουμπούκι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όρος προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης ''κακουχία'' και την κατάληξη -ισταν στην οποία τελειώνουν οι ονομασίες των κεντροασιατικών κρατών που, κατά κανόνα, ειναι μακριά στην απόσταση, δύσκολο να πας και είναι εντελως υπανάπτυκτα.
Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια διαδρομή, έναν δρόμο ή ένα ταξίδι... δηλαδή ότι το ταξίδι ήταν πολύ μακρινό, με κακό δρόμο, ότι η διαδρομή ήταν δύσκολη και με ώρες ταλαιπωρίας κτλπ. Μερικές φορές χρησιμοποιείται και για την περιγραφή γενικά καταστάσεων που είναι κουραστικές.
- Μήτσο τι κάνεις ρε; Πώς ήταν το ταξίδι που πήγατε;
- Άστα! Πώς να είναι; Το μέρος που βρήκε να πάμε η Βέρα ήταν μέσω κακουχιστάν να πούμε! Όλο στροφές, γκρεμούς, 8 ώρες μέσα σε ένα αμάξι και δεν μπορούσα να σταματήσω πουθενά ούτε να φάω κάτι... ούτε μια καντίνα, κάτι ρε....τόσες ώρες σε έναν κωλόδρομο...
- Τι λέει, πώς τα πήγες στις εξετάσεις;
- Σκατά, πώς να τα πάω... η όλη φάση ήταν κακουχιστάν, μαλάκα... τόσος κόπος ενώ ήξερα ότι τίποτα δεν θα κατάφερνα στο τέλος...
- Πήγα σήμερα να καταθέσω κάτι χαρτιά στην νομαρχία και μου έβγαλαν το λάδι οι άνθρωποι! Από γραφείο σε γραφείο... μιλάμε για κακουχιστάν... όλο το πρωί έφαγα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η έκφραση χρησιμοποιείται καθ' υπερβολήν, για να δηλώσει την «σχεδόν» απουσία, ή τον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ή μέγεθος κάποιων πραγμάτων.
Η έκφραση ακολουθείται από ουσιαστικό, μονάδα μέτρησης, ή αφηρημένη έννοια. Με μηδέν βαθμούς, με μηδέν στροφές, με μηδέν αυτοπεποίθηση, με μηδέν βυζί, με μηδέν ντροπή, με μηδέν συμμετοχή κ.ο.κ.
- Χθες γνώρισα μια γκόμενα...
- Για λέγε, για λέγε...
- Θεά, ωραίος τύπος, αλλά με μηδέν βυζί.
- Για να λες εσύ που είσαι του σαμπανιζέ, ότι είχε μηδέν βυζί, φαντάζομαι ότι θα έχει κοιλότητα, η καμένη η κοπεγιά!
- Ρε τι χάλια έπαιξες χθες. Σαν σταματημένος πήγαινες.
- Ε, τι περίμενες; Με μηδέν βαθμούς, να χορεύω στη χορταρού; Νορβηγός είμαι;
- Σωστά, ξέχασα ότι σε πήρανε στην ομάδα για Βραζιλιάνο!
(από το σλανγκρ, και σχόλιο της συγγραφικής εδώ)
όλες οι ταχύτητες κουμπώνουν και κάνουν τον θόρυβο. Απλά την πρώτη επειδή την βάζεις με μηδέν στροφές, την ακούς, γιατί δεν υπάρχει θόρυβος.....
Got a better definition? Add it!
(α) Πανωλεθρία, ολική καταστροφή. Το λέμε όταν κάτι πήγε πάρα μα πάρα ΜΑ ΠΑΡΑ πολύ στραβά. (βλ. παράδειγμα 1)
(β) Σερί γκαντεμιάς. Όταν όλα πάνε κατά διαόλου το ένα μετά το άλλο, το τελευταίο θα είναι να γαμηθεί και η πιπεριά. (βλ. παράδειγμα 2)
Συνώνυμα: γαμήθηκε ο Δίας, πουτάνα όλα.
Προέλευση: Από το πρόσφατο καλτ φαινόμενο του συσιφονιού «το σαραντατρίο» (βλ. μύδι 1). «Πήρε να χαλάσει το φασόλι, πήρε να μαραζώσει το λεμόνι... Η πιπεριά γαμήθηκε...» (Εδώ βέβαια, ο επαγγελματίας οδηγός το λέει κυριολεκτικά.)
- Ωχ! Τι έγινε εδώ μέσα; Πλημμυρίσατε;
- Άσ' τα να πάνε. Έσπασε ο θερμοσίφουνας όσο λείπαμε διακοπές, και βρήκαμε το σπίτι ρημαδιό, νερά παντού. Έβαλα σφουγγαρίστρα, άρχισα το μάζεμα, δέκα κουβάδες έχω αδειάσει κι ακόμα σαν το Δέλτα του Νείλου είμαστε. Σου λέω, η πιπεριά γαμήθηκε...
- Τι ώρα είναι αυτή, ρε Γιώργο; Τρεις ώρες άργησες, θα σε πάει πίπα-κώλο ο προϊστάμενος.
- Δε φταίω εγώ ρε Βαγγέλη, με μουντζώσανε σήμερα.
- Δηλαδή;
- Χάλασε τ' αμάξι, λεωφορεία στο δρόμο μου δεν πέρναγαν γιατί κάναν έργα, το μετρό δεν κουνιόταν γιατί κάποιος φούνταρε στις γραμμές, ταξί δεν είχε λόγω απεργίας, η πιπεριά γαμήθηκε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος που χρησιμοποιείται από τους μοτοσυκλετιστές και τους παθιασμένους οδηγούς αυτοκινήτων.
Σημαίνει την απαλή αλλαγή ταχύτητας, όπου ο χειρισμός γίνεται αργά, με προσοχή και ευλάβεια και όχι στεγνά, διαδικαστικά.
Το κούμπωμα είναι γλυκό, με τον αναβάτη / οδηγό να αισθάνεται και να απολαμβάνει την σύμπλεξη / αποσύμπλεξη, νιώθοντας τα γρανάζια να ακουμπούν το ένα με το άλλο, τις τριβές, τις ανοχές, όλα. Ο όρος λοιπόν, προέρχεται ακριβώς από την αίσθηση «κουμπώματος» των κινούμενων μερών του κιβωτίου μεταξύ τους. Στα αυτοκίνητα χρειάζεται ένα καλό χειροκίνητο κιβώτιο, που να μεταδίδει ατόφια την αίσθηση αυτή. Θρυλικό απ' όσο ξέρω για τον τομέα αυτό, έμεινε για παράδειγμα το Honda S2000.
Ημιαυτόματα και τα ντιπ-για-ντιπ φλώρικα αυτόματα κιβώτια, απορρίπτονται μετά βδελυγμίας.
Σε μοτοσυκλέτα, λέγεται κυρίως όταν βάζουμε πρώτη από στάση, με το χαρακτηριστικό μεταλλικό «κλανκ!» που κάνει όταν είναι ακόμα κρύο το κιβώτιο. Ανάλογα με το κύρος της μοτοσυκλέτας, ο ήχος αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί έως και απρεπής και να ξενερώσει τον ιδιοκτήτη της. Σε ένα πιο πολεμικό αντίθετα, ένα τέτοιο βαρβάτο άκουσμα αρμόζει, καθώς οι καλοί τρόποι δεν έχουν θέση εδώ.
Το αντώνυμο είναι η «καρφωτή», που γίνεται τάχιστα, με ελάχιστη (ή και καθόλου) χρήση συμπλέκτη, για να εκμηδενιστεί ο χαμένος χρόνος της αλλαγής. Στην έντονη επιτάχυνση, στην κόντρα, στην σούζα, δεν νοείται άλλος τρόπος. Ενέχει ξεχωριστή απόλαυση, την ευχαρίστηση του «σκισίματος», αλλά πρέπει πάντα να γίνεται μετά από το απαραίτητο ζέσταμα, διαφορετικά τα μηχανικά μέρη ταλαιπωρούνται ακόμα περισσότερο, χώρια την πιθανότητα σε κανένα μπίζιλο μηχανάκι να σου σπάσει κανα κιβώτιο. Δεν τα δέχονται όλα αυτά. Σε κάποια μάλιστα δεν είναι και ηθικά σωστό να το κάνεις.
(Τέλειο παράδειγμα-ορισμός απο εδώ)
Πρώτα τη ζεσταίνεις και μετά την ξεζουμίζεις... Πάντα με σεβασμό σε αυτήν, αλλιώς η στιγμή που θα σε δαγκώσει δεν είναι μακρυά...
Κουμπώνω πρώτη και αφήνω μαλακά το συμπλέκτη... Πηγαίνω ρολάροντας ανάμεσα στα στενά, με το μπάσο γουργουρητό της εξάτμισης να σιγοντάρει τα ροχαλητά της γειτονιάς.
Συντροφιά με σκόρπιες σκέψεις, βγαίνω προς τα έξω... Τα κίτρινα φώτα, δίνουν ένα industrial τόνο στο τοπίο... Αρκετά χαλαρώσαμε σκέφτομαι...
Κατεβάζω δευτέρα, και χουφτώνω απότομα το grip... Ο τετρακύλινδρος ξυπνάει απ τη λήθαργο της ήρεμης βόλτας, στέλνει τον μπροστινό τροχό στον αέρα, και αρχίζει να ανεβάζει στροφές σα δαιμονισμένος ενώ το ουρλιαχτό του σκίζει την ησυχία της νύχτας... Καρφωτή αλλαγή σε τρίτη, προσπαθώντας να μαζευτώ πίσω απ το φαιρινγκ, και στην αλλαγή σε τετάρτη αποφασίζει να επιστρέψει και το δεύτερο τροχό της στην άσφαλτο...
Got a better definition? Add it!
Ενδέχεται να έπεται του τέρμα το διάλειμμα, αλλά παίζει και έξω αριστερά χωρίς περιορισμούς. Όταν, δε, το τέρμα το διάλειμμα παίζει κατενάτσιο, ακούγεται κι αυτό μόνο του. Σούμα, τρέχα γύρευε.
Προέρχεται από κλασσικότατο ανέκδοτο και σηματοδοτεί την λήξη περιόδου ξυσταρχιδιάς και την έναρξη περιόδου εργασίας.
Για την προέλευση δεν είμαι και τίνγκα σίγουρος, θα μπορούσε να προϋπάρχει, αλλά ας μιλήσει το κοινό. Άλλωστε παίζει και σε ρεμπετοειδέστατον άσμα:
[i]Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα,
Πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα.[/i]
Αλλά στην τελική γιατί να μην είναι αντιστοίχως παλιό το ανέκδοτο;
(το ανέκδοτο)
Τύπος ψοφάει, πάει στην κόλαση, χεσμένος τέζα για τα βασανιστήρια που τον περιμένουν. Τον παραλαμβάνει το τριβόλι, τον ξεναγεί στους διάφορους θαλάμους για να διαλέξει τι τον περιμένει. Εδώ βράσιμο, εκεί ψήσιμο, αλλού μαστίγωμα, πιο κει δεγκζέρωγώτι, προφ ο τύπος δε γουστάρει και πολύ. Όπως συνεχίζουν τον περίπατο βλέπουν έναν σωρό με σκατά, κάτι τύπους θαμμένους μέχρι το λαιμό και να καπνίζουν. Ε, λέει, απ' τ' άλλα, τι να λέμε, εδώ είναι κομπλέ. Και τσιγαράκι έχει, χαλαρά. Τον χώνουνε μέχρι το λαιμό τα διαόλια, του κοτσάρουνε κι έναν άσσο άφιλτρο στο στόμα και με το που παίρνει την πρώτη τζούρα ο τυπάς ακούγεται παράγγελμα μετά σαλπίσματος:
- Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα.
- Πάνε και φέτος οι διακοπές ρε πστ μου...
- Τα κεφάλια μέσα τώρα, βαριέμαι προκαταβολικά...
Βλέπε και σφίγγουν οι κώλοι.
Got a better definition? Add it!
Οι παλαιάς κοπής κρατικοδίαιτοι και εκ πεποιθήσεως δυσκοίλιοι υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι εθνικάριοι ευδοκιμούν σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο παρακρατικό δαίδαλο όπου επιδίδονται σε αέναο κοσκίνισμα άνευ ζυμώματος. Κάθε αναρρίχηση στην ιεραρχία προϋποθέτει πολιτικό κονέ. Ωσεκτουτού, όσοι διευθυντές-εθνικάριοι τελούν σε πολιτική δυσμένεια παρκάρονται σε ειδικό κτήριο στο κέντρο της Αθήνας («το ψυγείο») όπου σερφάρουν, πίνουν το καφέ τους, ομφαλοσκοπούν και κατά βάθος εύχονται να μην αλλάξει η κυβέρνηση και αναγκαστούν να αναλάβουν πόστα με περισσότερες ευθύνες.
Εχθροί των εθνικάριων θεωρούνται οι αλεξιπτωτιστές «σύμβουλοι διοίκησης» που διαθέτουν ακόμα ισχυρότερο δόντι και στελεχώνουν πλουσιοπάροχα αμειβόμενες θέσεις παρά τω Διοικητή ή σε θυγατρικές του ομίλου. Τα εν λόγω γκόλντεν μπόιζ φέρονται συγκαταβατικά στους εθνικάριους, αλλά στην πράξη η μόνη τους διαφορά είναι ότι αποκαλούν την Εθνική Τράπεζα NBG, δένουν την γραβάτα με windsor knot, πετάνε αγγλικούρες τύπου «να το σκεφτούμε έξω από το κουτί» και κραδαίνουν Blackberry.
- Ξεχωριστή εμπειρία υπήρξε το δείπνο που έγινε σε κρουαζιερόπλοιο, γύρω από τη Νέα Υόρκη, η οποία κατάφωτη μάγεψε στην κυριολεξία της τους Έλληνες επισκέπτες της. Φυσικά οι Εθνικάριοι, επισκέφτηκαν το Ροκεφέλερ Σέντερ, το Χάρλεμ, το Άγαλμα της Ελευθερίας, τα Μουσεία Metropolitan, Μοντέρνας Τέχνης και Φυσικής Ιστορίας. Τα ψώνια σαφώς ήταν μέσα στο Πρόγραμμα και φόρτωσαν του υπερατλαντικούς ταξιδιώτες με μπόλικα μπαγκάζια επιστροφής.
(εδώ)
- οι τραπεζες (...) στο βωμο του ...ανταγωνισμου και των <εντυπωσεων> χορηγουν δανεια χωρις κανενα στοιχειωδη και αδιαβλητο ελεγχο! τελικα ισως ο εθνικαριος προτιμησε να ...λαικιση λιγο αφου βεβαια στον ισολογισμο θα αποκρυψει εντεχνα τα μη εξυπηρετουμενα δανεια και οχι μονο!!!
(εκεί)
- διαβαζα σε αλλο σαιτ..οι εγχωριες δυναμεις θα παρεμβουν;;;;; με τι ρευστο να παρεμβουν βρε ηλιθιοι;;;; οι τραπεζες κοιτουν να μαζεψουν κανενα φραγκο...ο αλλος ο εθνικαριος δηλωσε οτι το business plan της εθνικης θα πραγματοποιηθει στο ακεραιο..αντε ρε πινοκιο...
(παραπέρα)
Δες και -άριος.
Got a better definition? Add it!
Επαγγελματική αργκό. Ο χώρος στον οποίο παρκάρει ο επικεφαλής κάποιους εργαζόμενους όταν δεν μπορεί ή δεν θέλει να τους απολύσει. Μπορεί να είναι μια Διεύθυνση της πλάκας, ένα Τμήμα ανεπιθύμητων ή, πολύ συχνά, ένας τίτλος ειδικά φτιαγμένος γι' αυτούς. Τους δίνει ένα γραφείο, τους παροπλίζει, τους ευνουχίζει επαγγελματικά, τους γδύνει από τις αρμοδιότητές τους και τους βάζει να μην κάνουν τίποτα ή, για τα προσχήματα, να ασχολούνται με κάτι δευτερεύον, κάτι που δεν αρμόζει με την έως τώρα σταδιοδρομία τους. Η λέξη οδηγεί στο συνειρμό ότι η καριέρα τους αναστέλλεται αλλά δεν καταστρέφεται και μπορεί να συνεχιστεί αν και όταν βγουν από εκεί.
Στο ψυγείο οδηγούνται όσοι πέφτουν στην δυσμένεια της διοίκησης: κομματόσκυλα των προηγούμενων, άχρηστοι και ανεπρόκοποι που έχουν κάποιον μπάρμπα να τους προστατεύει αλλά και σοβαροί άνθρωποι που τόλμησαν να πουν όχι στο αφεντικό. Είναι συνήθως μεγαλύτερης εργασιακής ηλικίας από τον μέσο όρο και είναι αρκετά χρόνια στον συγκεκριμένο οργανισμό ώστε να έχουν τα κονέ τους και να αποφεύγουν τα τυχόν χειρότερα (μεταθέσεις σε κωλοπετεινίτσες, υποβιβασμούς κλπ).
Επειδή όμως ο κάθε επιχειρηματίας δεν είναι ηλίθιος να ταΐζει κάποιον για να κάθεται ενώ το μαγαζί του αγκομαχά να επιβιώσει, ψυγεία υπάρχουν μόνο στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν την πολυτέλεια τέτοιων ανοχών και το συνδικαλιστικό υπόβαθρο τέτοιων πολιτικών παιχνιδιών: τράπεζες, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΚΟ κλπ. Αλλά και γιατί σε τέτοιες επιχειρήσεις υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με συμβάσεις εργασίας αρκετά ισχυρές ώστε να μην παίρνουν πόδι όσο εύκολα θα ήθελε η εργοδοσία. Στο Δημόσιο η έκφραση νομίζω πως δεν κολλάει.
Αυτός που μπαίνει στο ψυγείο συνήθως δεν στερείται κάτι από τις οικονομικές του απολαβές. Γι' αυτό και πολλοί βολεύονται μια χαρά, παρ' όλον τον παραγκωνισμό. Δεν είναι και λίγο πράγμα να σερφάρεις όλη μέρα στο διαδίκτυο με το καφεδάκι σου και το γραφειάκι σου και να πληρώνεσαι μισθό διευθυντή και τμηματάρχη. Πολλοί άλλοι ωστόσο, ίσως πιο αξιοπρεπείς ή φιλόδοξοι, το θεωρούν απαξίωση και προσβολή της προσωπικότητάς τους, για να μην πω βασανιστήριο (να δουλεύεις χωρίς νόημα) και ασκούν αγωγές. Όπως πάντα, μόνοι σίγουρα κερδισμένοι είναι οι δικηγόροι. Κλέφτες θα γίνουν κι αυτοί;
Στην Εθνική Τράπεζα σχεδόν όλες οι ανώτατες διευθυντικές θέσεις απαιτούν πολιτικό δόντι. Υπάρχει λοιπόν ένα κτήριο, γνωστό και ως «ψυγείο», που στεγάζει όσους Εθνικάριους είναι σε πολιτική δυσμένεια. Πάνε κάθε μέρα, σερφάρουν, πίνουν το καφέ τους, ξύνουν τα αρχίδια τους, και κατά βάθος εύχονται να μην αλλάξει η κυβέρνηση και αναγκαστούν να αναλάβουν πόστα με περισσότερες ευθύνες. Δεν πρόκειται για urban legend, κάποτε εργαζόμουν σε θυγατρική της Εθνικής και το έχω δει με τα μάτια μου! Vrastaman 2. - Εκτύπωσες το καινούριο υπηρεσιακό; Τι τον κάνανε τον Πατσίδη;
- Εδώ λέει «Σύμβουλος ποιότητας υπηρεσιών δικτύου». Τι είναι αυτό ρε Παναή;
- Ξέρω 'γω; Άμα βλέπεις «σύμβουλος» κάνα ψυγείο θα είναι.
- Ωραίος! Θα αράξει τώρα και μόλις αλλάξει η κυβέρνηση θα το παίξει και «θύμα πολιτικών διώξεων». Κανείς δεν χάνεται...
Got a better definition? Add it!
Ασχολούμαι, έρχομαι σε επαφή, έχω κάποια εξοικείωση, νταραβερίζομαι, καταπιάνομαι με κάτι/κάποιον. Αυτή η λέξη ακούγεται στην πιάτσα και χρησιμοποιείται συνήθως σε τρίτο πρόσωπο.
Τις περισσότερες φορές (αλλά όχι πάντα), η έκφραση έχει μια αρνητική χροιά. Δηλαδή δεν θα ακούσεις ποτέ την έκφραση «μπακιαρίζομαι τώρα τελευταία με καθηγητές Πανεπιστημίου». Το αντικείμενο του μπακιαρίσματος είναι συνήθως ύποπτο, αν όχι παράνομο... Για αυτό ίσως και το πιο «σωστό» συνώνυμο, είναι το νταραβερίζομαι (με την έννοια του δούναι και λαβείν).
Disclaimer: Η λέξη μάλλον προέρχεται από το τούρκικο bakir, που σημαίνει χαλκός. Και επειδή ο χαλκός δουλεύεται με τέχνη και μαστοριλίκι, κάποιος πρέπει να έχει εξοικείωση, λέμε τώρα...
- Ρεεεε, λαμόγιο ο τύπος, σου λέω.
- Μα είσαι σίγουρος;
- Άκου που σου λέω. Μπακιάρομαι τόσα χρόνια με λαμόγια, που τους πιάνω με τη μυρωδιά.
- Θα δείξει....
- Ρε μάστορα, μπορείς να μου φτιάξεις αυτό το διαολόπραμα;
- Για να το δω να σου πω..... Μμμμμ, που το βρήκες αυτό, ρε παλουκάρι;
- Άσε που το βρήκα, μπορείς να το κάνεις να δουλεύει;
- Αυτό είναι ρώσικο... Δεν μπορώ, αλλά θα σε στείλω στον Κυρ-Μήτσο, δυο τετράγωνα παρακάτω που μπακιαρίζεται τέτοια μαραφέτια. Αν δεν μπορεί αυτός, τότε πέτα το, και πάρε κανα κινέζικο. Μπορεί να μην κρατήσει δύο παγκόσμιους πολέμους, αλλά την δουλειά του την κάνει.
Got a better definition? Add it!
Κάποιο γεγονός ή ενέργεια που συμβαίνει, πραγματοποιείται ή γίνεται κάθε βράδυ, δηλαδή όχι μέρα.
Καθηβραδινά στο ράδιο.fm ακούτε τις χειρότερες επιτυχίες επί πληρωμή και υποχρεωτικά(!)... και συνεχίζουμε το βραδινό μας πρόγραμμα [...]
Οι αναλυτικότερες ειδήσεις στο καθηβραδινό μας δελτίο ειδήσεων στις 20:00.
Got a better definition? Add it!