Further tags

Η κλασική αυτή ελληνοαμερικλανιά καθιερώθηκε και με την έννοια της επιλήψιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Προφάνουσλυ, ο ενικός του μπίζνες.

  1. - «Πράσινη μπίζνα η οικολογία» απεφάνθη με κομμουνιστική ξυνίλα η εκπρόσωπος του ΚΚΕ... (από εδώ)

  2. - Αγαθονήσι, η «μπίζνα» των λαθρομεταναστών: Το «Κ» αποκαλύπτει από το ακριτικό νησί τι πραγματικά συμβαίνει με τα σύγχρονα δουλεμπορικά και τους επιβάτες τους. (από εδώ)

  3. - Η μπίζνα λοιπόν διακιολογείται για το καλό της επανάστασης...Τα παίρνουμε απο τους καπιταλιστές και την Ε.Ε. (από κει προέρχονται σε μεγάλο βαθμό τα κονδύλια του αναπτυξιακού νόμου) για να χρηματοδοτήσουμε τους αγώνες μας εναντίον τους...
    (αναφορικά με την «Τυποεκδοτική», εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα αργής και αγανάκτησης προς κάθε μαλάκα της ασφάλτου.

- Ρε τον πούστη τον μπάρμπα-Μπρίλιο, πάει με 60 στην δεξιά λωρίδα... - Το ένα χέρι στο τιμόνι, το άλλο μες' το παντελόνι, το ένα κάνει περιστροφικές και το άλλο παλινδρομικές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος από τη slang των ορειβατών.

1. Μιλάμε για έναν ρόλο που ανατίθεται σε έναν έμπειρο ορειβάτη. Ο ρόλος σκούπα ανατίθεται συνήθως στον υπαρχηγό μιας ορειβατικής ομάδας. Ενώ ο αρχηγός βρίσκεται συνήθως πρώτος, ο άνθρωπος σκούπα βρίσκεται στο τέλος της ομάδας εποπτεύοντας την κίνηση των μελών της ομάδας με στόχο να βεβαιωθεί ότι δεν θα μείνει κανείς πίσω. Έτσι, σκανάρει τον χώρο σαρώνοντας την κίνηση των μελών της ομάδας, βοηθώντας όσους τραυματίζονται, όσους δυσκολεύονται κλπ, λες κι είναι σκούπα που σκουπίζει και καλά τα άτομα της ομάδας προς την ορθή κατεύθυνση.

Συνεπώς το άτομο αυτό πρέπει να διαθέτει ικανότητες και εμπειρία από συμμετοχές σε ορειβατικές αποστολές, εμπειρία στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης ανάβασης, εμπειρία στις συγκεκριμένες συνθήκες ανάβασης (π.χ:διαδρομή ανάβασης, κλιματολογικές συνθήκες, κλπ), ώστε να μπορεί να χειριστεί ενδεχόμενες αντιξοότητες. Επίσης πρέπει να έχει αυξημένες επικοινωνιακές ικανότητες, αίσθημα αλληλεγγύης προς τους άλλους, καθώς και την απαιτούμενη εμπειρία για την προσφορά των υπηρεσιών του σε γκρουπ ορειβατών με παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτό που συζητάμε (π.χ: πλήθος ατόμων, ηλικίες ορειβατών, ορειβατική εμπειρία ατόμων, κλπ).

Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, βλ. παρ. 1.

2. Εδώ η ομάδα χωρίζεται σε υποομάδες. Η ορειβατική υποομάδα που ανεβαίνει τελευταία, η υποομάδα σκούπα, ανεβαίνει με πιο αργό ρυθμό από τις άλλες, με στόχο να ελέγχει σαρώνοντας τον γύρω χώρο μήπως και βρει ταλαίπωρους ορειβάτες της ομάδας που, στην προσπάθεια τους να ανέβουν, έμειναν πίσω, τραυματίστηκαν, έχασαν τον δρόμο τους, κλπ. Αυτούς τους κατευθύνει, σκουπίζοντας τους και καλά, προς την ορθή κατεύθυνση (βλ. παρ. 2).

  1. Αν δεν έχομε φτάσει στα Γιάννενα, ας πούμε ως τις 9 το βράδυ, σημαίνει ότι κάποιος ξέμεινε, ή χάθηκε, ή τραυματίστηκε, ή … Συνειδητοποίησα πως οι περισσότεροι αγνοούμε πως γυρίζουμε πίσω ευχαριστημένοι και ασφαλείς χάρη στη σκούπα. Χάρη σ’ αυτόν που κλείνει την πορεία: δίνει κουράγιο σ’ εκείνον που ξέμεινε, κουβαλάει ένα σακίδιο παραπάνω, μένει χωρίς μπατόν, βρίσκει το μονοπάτι (αφού οι άλλοι έχουν φύγει εδώ και ώρα),... Ελάχιστοι έχομε κατανοήσει ότι η ευχαρίστησή μας στο τέλος οφείλεται στη λόξα του Γιάννη του Γιώτη να κάθεται τελευταίος
    Δες

  2. Χωριστήκαμε σε τρεις ομάδες. Με την πρώτη έφυγαν οι «έμπειροι» ορειβάτες. Ανεβαίνουν γρήγορα και σε ορισμένα σημεία τρέχοντας. Με την δεύτερη και πολυπληθέστερη ήμασταν και εμείς. Θα φθάναμε στο καταφύγιο «Αποστολίδης» σε οκτώ περίπου ώρες... Με την τρίτη θα έφευγαν οι τελευταίοι, οι οποίοι θα ανέβαιναν πιο χαλαρά σε δέκα περίπου ώρες. Κάνοντας και την απαραίτητη σκούπα αν έμενε πίσω κάποιος από τους προηγηθέντες. Και στις τρεις ομάδες υπήρχαν έμπειροι ορειβάτες, με φορητούς ασυρμάτους, οι οποίοι γνωρίζουν τον Όλυμπο σαν το σπίτι τους. Δες

(από GATZMAN, 28/10/09)(από GATZMAN, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικό άκουσμα από φούντα. Συνήθως η ευφορία από το μαύρο μετατρέπεται σε άσχημη κατάσταση.

Μετά από μία μπαφοκατάσταση σε ένα μπαφόσπιτο ενός φίλου έχοντας πιει άγνωστη ποσότητα καλής φούντας (καλαματιανό, πυργιώτικο, skunk, κ.α.) ένας από την παρέα σκαλωμένος με το μωσαϊκό στο πάτωμα ξερνάει επί τρία λεπτά ασταμάτητα και μετά δεν μπορεί να κουνήσει ούτε το βλέφαρο του. Εκείνη τη στιγμή λέμε ότι ο φίλος είχε πάθει μπακακάου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντύπωση μου κάμνει πως το λήμμα αυτό δεν πάρχει σε τα σας...

Πρόκειται για την internetική σύνδεση αυτουνού που πέφτει συνέχεια...

Ωσάν τον Καραγκούνη, πρόκειται για τον Ευαγκέλου που πεφτάει συνεχώς, χωρίς να λογαριάζει το καυλό της ομαδας. Πονά για την ομάδα, αλλά κυρίως χάνεται στο διαπροσωπικό του πέσιμο...

- Άσε μαλάκα , προσπαθώ εδώ και 2 ώρες να μπώ στο ξανθομούνα.gr - Δε μπαίζει, είναι τόσο χαμηλό το wireless, που συστήνει σύνδεση Καραγκούνης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτωχή εκσφαενδονιά (κατά το λατινικό -ae), εκσφαενδονιά δε...

Αυτός που αγαπεί το μπαλόνι ωσάν το πουλί του, που νομάει πως είναι ο Πελές και ο Ντιεγκίτο, όπως πρόσφατα δήλωσε ο Κατσούρ, και που εν τέλει, δεν πασάρει τη λάμπα με τίποτες...

Καραδοκεί τους συμπαίχτες του μπας και τολμήσουσι να την ζητήσουν, και τη κρατά σφιχτά μέχρι να την εχάσει...

Σπανίως κάνει το flairικά αδύνατο, μα κυρίως ελλοχεύει μπας και του τηνε τσιμπήσουνε...

Πρόκειται για τον πεπερασμένο ντριμπλαδόρο, τον Χατζηπαναγή του μέλλοντος, τον Leto, Καραγούνη, κτλ... που κρατεί το νήμα γι' αυτόνανε... κατά το σύνηθες το μάτς δεν πάει καλα, αν ούσι ευρωπαικό...

Κάρπετ- Έτσι η ομάδα επιμηκύνεται, γίνεται πιο στατική και η επίθεση καταντά να βασίζεται σε ατομικές ενέργειες τις οποίες αρκετοί από τους παίκτες (Λέτο, «Κάρα», Σαλπιγγίδης, Νίνης) γουστάρουν και τρελά. Ο ΠΑΟ, παίζοντας άμυνα στατικά με σκοπό την κάλυψη των αμυντικών του και επίθεση χωρίς πολλές συνεργασίες και με μια μονότονη προσπάθεια αξιοποίησης του Σισέ, γίνεται προβλέψιμος.

Επειδή είναι μια ομάδα με βαρύτητα κερδίζει 1-0, μια άλλη στη θέση της δεν θα κέρδιζε. Ο δεύτερος λόγος είναι ψυχολογικός. Η ομάδα έχει άγχος, αλλά έχει κι ένα τεράστιο άλλοθι: την παρουσία του προπονητή της, ο οποίος τελεί υπό διωγμό. Ο Τεν Κάτε φταίει για όλα! Για το ότι ο Σισέ χάνει τα άχαστα. Για το ότι στην άμυνα κουτουλάνε. Για το ότι ο Λέτο για να πασάρει πρέπει να βγάλει πρώτα την μπάλα γκόμενα. Για το ότι ο «Κάρα» δεν παίζει γρήγορα. Για το ότι ο Κατσουράνης περπατάει.

(από joe909, 07/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πούλο, κάν' τηνα, λε πουλ. Βολεύει καλύτερα σε περιπτώσεις εκνευρισμού, καθώς συνδυάζει και το αλέ.

  1. - Να κάτσω μέχρι να 'ρθει η Μαίρη;
    -Τι λες, ρε μαλάκα; Μπουλελέ!

  2. - Έρχεται ο μεγάλος. Τι κάνουμε τώρα;
    - Μπουλελέ!

Μπουλελέ! (από panos1962, 29/10/09)

Δες επίσης και τον πουλελέ κι αμάν αμάν και Τομπούλογλου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει άλλ' αντ' άλλων, αλλά είναι πιο ποιητικό και πιο εύηχο. Εξάλλου, σε κάποιες περιπτώσεις βολεύει, ενώ το άλλ' αντ' άλλων όχι.

  1. Καλά, η γκόμενα είναι χαμένη στο διάστημα, νομίζει ότι τη γουστάρω. Αλλού ντ' αλλού σου λέω!

  2. - Τρία σπαθιά.
    - Καλά, αλλού ντ' αλλού. Αφού είπες πάσο!

  3. Πήγα εκεί που μου 'πες. Αλλού ντ' αλλού. Βενζινάδικο είναι ρε μαλάκα!

Στο 1.10 η Γιαλαλαού "κάθε βράδυ βγαίνει παρφουμαρισμένη και αλλού ντ\' αλλού" (από Khan, 28/10/09)

Δες επίσης και αλλού και αλλού γι' αλλού αλλά και Άλαν Ντάλον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι. Φυσικά και δεν πρόκειται για αστυνομική ή δικαστική εξέταση με στόχο την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων μιας δικαστικής υπόθεσης. Για τι θέμα συζητάμε τότε;

Συζητάω με ένα φίλο για ένα θέμα μου και ξάφνου αντιλαμβάνομαι πως αυτός προσπαθεί μέσω κοφτών ερωτήσεων να αποσπάσει κάποια συγκεκριμένα μυστικά μου που τον ενδιαφέρουν προσωπικά. Θέλει να τα ξέρει είτε γιατί έχει προσωπικό συμφέρον, είτε γιατί είναι κουτσομπόλης.

Εκφέροντας τον όρο δίνω στον συνομιλητή μου να καταλάβει πως δε μασάω χόρτο, αφού έχω ανθιστεί πως το στιλ των ερωτήσεών του έχει ξεφύγει από το φιλικό και χαλαρό ύφος και τείνει προς το ανακριτικό. Με την εκφορά του όρου, του δίνω να καταλάβει πως κινείται στα όρια της αδιακρισίας και πως πρέπει να αλλάξει άμεσα ύφος, γιατί συνεχίζοντας στο ίδιο στιλ όχι μόνο δε θα αποκομίσει τίποτα, αλλά παίζει η πιθανότητα να δημιουργηθεί και πρόβλημα ανάμεσά μας.

- Όπα...όπα...σβήσε τη λάμπα της ανάκρισης επιτέλους. Ό,τι μπορούσα να σου πω σου είπα. Τέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια κουργιαλοσλανγκιά, η οποία μπορεί να ακουστεί και από τη νεολαία των πόλεων της Κρήτης μέσω της διαδικασίας που σε άλλο λήμμα έχω περιγράψει ως «τ΄ ακούω στο χωριό μου στα Ηρακλειώτικα: χωρζό μου το λέω στο σκολειό μου».

Το ρήμα προέρχεται από τη ζωή του βοσκού, και πρόκειται για την ακινητοποίηση των αρνιών και προβάτων, προκειμένου αυτά να κουρευτούν (συνήθως) ή να σφαγούν (σπανιότερα), που γίνεται «καβαλίκεμα» του οζού και δέσιμο όλων (συνήθως) ή των τριών (σπανιότερα) ποδιών τους (όπως στοtie-down roping του ροντέο, απλά χωρίς το άλογο, τα stetson, το λάσο, το μοσχαράκι, το χρονόμετρο, αλλά με άτυπη τουλάχιστον επιτροπή Κρητών, βλ. παρακάτω). Το τοπίο μιας μάντρας κατά τη διάρκεια μιας κουράς είναι κατάσπαρτο με μπουζιαζμένα οζά που περιμένουν τη σειρά τους για να κουρευτούν, βελάζοντας απελπισμένα.

Το μπούζιαζμα ένας έμπειρος και ικανός βοσκός το ξεπέταει, χωρίς να δίνει σημασία στις διαμαρτυρίες του ζώου, το οποίο μόλις ακινητοποιήσει αφήνει κάτω στο έδαφος τρομαγμένο. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα εκτιμάται από την ομήγυρη των βοσκών (οι κουρές γίνονται από τους βοσκούς του χωριού συλλογικά και εκ περιτροπής) και είναι μια σχεδόν τελετουργική διαβατήρια δοκιμασία για τον νεαρό βοσκό - ο οποίος, όμως, σύντομα θα πρέπει να μάθει και να κουρεύει, που είναι εργασία ακόμα πιο υψηλής σχετικά εξειδίκευσης.

Το μπούζιαζμα δηλώνει απόλυτο έλεγχο επί του ζώου και κατά μια έννοια επιβεβαιώνει κάθε χρόνο την εξουσία του βοσκού πριν τη τελική της επικύρωση, τη σφαγή, όχι ότι αυτή η εξουσία τίθεται εν αμφιβόλω, απλά η εικόνα του άθλιου μπουζιαζμένου αμνού εικάζω ότι λειτουργεί διαπαιδαγωγικά έτσι σε ένα subliminal επίπεδο για τους νέους βοσκόπαιδες, χιλιετίες τώρα.

Το μπούζιαζμα ως απειλή εναντίον ανθρώπων ακούγεται στον προφορικό λόγο συνήθως παιγνιωδώς. Είναι πιο ελαφρύ από άλλες απειλές που ενέχουν τα Θεία ή τα γενετήσια ή αίματα και ο μπουζιαζμένος άνθρωπος είναι αρκετά κωμικός ως εικόνα - δείξτε λίγο κατανόηση για το τι θεωρεί αστείο ο βοσκός. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τους μάτσο όρους που δηλώνουν εντοπιότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε σοβαρή απειλή.

Στην Ανατολική Κρήτη συνήθως προφέρεται μπουζάζω.

Η ετυμολογία ενδιαφέρουσα: σύμφωνα με το γλωσσάρι του Ξανθινάκη από το μπούζ(ι)ουνας, που ήταν στα χειρόδετα σακιά η δεσιά στις 4 άκρες τους (λέγεται και η φράση ακόμα «μπούζιαξε τα τσουβάλια»), το οποίο μπούζιουνας < μεσαιωνικό βύζουνας < αρχαίο ρήμα βύω = εξογκούμαι, απ΄ το οποίο και τα βυζιά.

  1. - Θα σε γαμήσω ρε μαλάκα, άσ΄ το κράνος...
    - Άμα σε μπουζιάξω, θα σου πω εγώ ποιο θα γαμήσεις...

  2. - Θα με γράψεις λέει; Γιάε [δες] τονε μωρέ απού γράφει, ίντα μρε θα γράψεις, άμε στο διάολο λείπε με [απάλλαξε με από την ενοχλητική παρουσία σου]...
    - Τρελός είστε κύριε; Είμαι υποχρεωμένος από την υπηρεσία μου...
    - Ίντα ναι μωρέ ετανά τα γίβεντα, δημοτική αστυνομία... Μωρέ ξεφτιλισμένε άσ΄ το μωρέ διάολε το ντεφτέρι να σου πω.. μωρε πούστη γράφεις; Δε με γνοιάζει μωρέ κερατωμένε κερατά να σε βάλω κάτω να σε μπουζιάξω κι ετέ να σου παίζω λαχτές με την αρβύλα ώστε να πεις κυρελέησον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified