Further tags

Περισσότερο light και λιγότερο βλάσφημη απόδοση του «γαμώ την Παναγία μου», η οποία επιτρέπει στο χριστεπώνυμο πλήθος να εκτονώνεται χωρίς όμως να καίει το μεταθανάτιο πολιτικό του κεφάλαιο.

Παραλλαγές περιλαμβάνουν το γαμώ την πανακόλα καθώς και το «γαμώ τον Αγιατολλάχ μου» που οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται από τα χρόνια της Ισμαμικής Επάστασης στο Ιράν.

«Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς

Την Παναχαϊκή μου! (από Vrastaman, 21/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη τον εκκλησιαστικό κλήρο και δη τον ανώτερο.

Είδες ειδήσεις χθες; Όλο το παπαδαριό είχε μαζευτεί στο σπίτι του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Εκδοχή Σταργουώρζ (από Khan, 16/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται για να πειράξουμε κάποιον επειδή είναι / μας φαίνεται πολύ χαρούμενος. Προέρχεται από τη γνωστή διαφήμιση που λέει: «Είμαι κεφάτη, ψωνίζω απ 'τον Βερόπουλο».

- Επ, Παυλάκο, γιατί τέτοια κέφια; Ψώνισες από τον Βερόπουλο;

Μα πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι άνθρωποι τότε... (από vikar, 19/08/08)(από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κούργιαλος / κουργιάλι / κουργιαλιά

Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Χρησιμοποιούνταν στα Χανιά, τείνει να αντικατασταθεί από το πέτσακας, ο, πετσί, το.

- Δεν πέρασε πανελλήνιες και δουλεύει στου θείου του στο χωριό και το παίζει κούργιαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιούνταν αλλά και χρησιμοποιείται ακόμα στην πόλη στα Χανιά - τώρα ακούγεται ως παλιά λέξη, κάπως χωριάτικη/ορεσίβια, γι' αυτό και τη χρησιμοποιούν ίσως οργισμένοι αγροτινέιτζερ, αλλά και σβούροι -(για την ενδιαφέρουσα προέλευση, ιστορία κλπ βλέπε εδώ), για κάποιον α) που μιλάει ξένη γλώσσα την οποία οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν
β) που «τα μασάει» ή φλυαρεί και χρησιμοποεί και εξεζητημένες λέξεις. Όπως συμβαίνει με τις τοπικές βρισιές, μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο πειρακτικά αλλά και ως προκαταρκτικό σε σοβαρό τσαμπουκά.

light συνώνυμο=αμπλαούμπλης

  1. Ίντα μωρέ χαλικουτίζεις με τσι τουρίστριες μισή ώρα!

  2. - Σου είπα ότι θα πάρεις τα χρήματά σου όταν γίνει η εκκαθάριση και καθοριστεί η ψηλή κυριότητα (μπλα μπλα...)
    (απευθυνόμενος σε τρίτο) - 'Ιντα μωρέ χαλικούτης είν' ετούτος με τσι κυριότητες και μαλακίες ντούμπανα... (απευθυνόμενος στον πρώτο). Μου χρωστείς μωρέ ή δε μου χρωστείς λεφτά; Κερατά ε κερατά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στο μεταφορικό μέσο που συνιστούν το ζεύγος των δύο κάτω μας άκρων (κοινώς πόδια).

Αναφέρεται ως ο πλέον προφανής (και οικολογικός) τρόπος μετακίνησης σε περιπτώσεις απουσίας εναλλακτικής λύσεως.

  1. - Φεύγεις; Μα καλά πού θα βρεις ταξί τέτοια ώρα;
    - Έλα μωρέ, κοντά είμαι. Θα πάρω το τραμ 2 στην τελική.

  2. - Ρε μαλάκα, δεν έρχεσαι να με πάρεις με τη μηχανή; Έχω το παπί συνεργείο και δε θέλω να χαλάω λεφτά σε ταξί.
    - Τότε να πάρεις το τραμ 2! Παλιοτσιγκούνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απεγνωσμένη προσπάθεια επιχειρηματολογίας απέναντι σε συνομιλητή που δεν καταλαβαίνει τίποτα, λόγω περιορισμένης νοημοσύνης, αδιαφορίας ή και των δύο (συνήθως γκάου ή αζαντάουα). Η προσπάθεια αποβαίνει μοιραίως άκαρπη με μοναδικό αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση σάλιου από πλευράς του ομιλητή.

- Ρε τον μαλάκα τον Νίκο. Πόσες φορες του χω πει να μην ασχολειται μαζί της.
- Μη χαλάς σάλιο ρε. Αφού ο τύπος είναι γκάου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του άμπαλου, του παντελώς άσχετου ποδοσφαιριστή ο οποίος αποτυγχάνει ακόμα και να έρθει σε επαφή με την μπάλα.

- Τι κριάρι είναι αυτός ο αμυντικός ρε! Μιλάμε δεν τη βρίσκει με τίποτα.

Δες και δεντηβρίσκοβιτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[ουσ.] Το να τρέχεις και να μη φτάνεις, να είσαι διαρκώς στην τσίτα για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεσαι εσύ. Αναφέρεται συνήθως σε δραστηριότητες ιδιαιτέρως κοπιαστικές ου μην και αγχωτικές ταυτόχρονα.

- Τι έκανες ρε μαλάκα όλο το πρωί και δε σήκωνες το τηλέφωνο;
- Γάμησέ τα φίλε μου. Στις 8 στην εφορία, μετά γραμμή στο γραφείο, ενδιάμεσα πήγα το αυτοκίνητο συνεργείο και το μεσημέρι στις τράπεζες πριν κλείσουν.
- Πωπω βεγγιλίκια, κουράστηκα μόνο που τ' άκουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιμαιρική έκφραση, η χρήση της οποίας αποσκοπεί στον χαρακτηρισμό της -εν γένει- κατακριτέας συνήθειας υποκειμένου να σιωπά, (να κάνει τουμπεκί, μούγκα στη στρούγκα κλπ) ενώπιον μιας εξώφθαλμα απαράδεκτης κατάστασης η οποία συνήθως εμπίπτει των αρμοδιοτήτων του. Οι δύο συνιστώσες της φράσης, το λόγιο «επάρατο» και το πιο τραχύ, άτονο «κοκοκο», αποδίδουν εύστοχα την φύση της πράξεως, η οποία είναι συγχρόνως γελοία και κοινωνικά απορριπτέα. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για τον χαρακτηρισμό διαιτητών ποδοσφαίρου οι οποίοι καταπίνουν το στραγάλι, είναι όμως εφαρμόσιμη και σε ανώτερα επίπεδα διαφθοράς. Γενικώς η ικανότητα για πειστικό επάρατο κοκοκο, αποτελεί προσόν must για πολιτικούς, δικαστικούς και δημοσιογραφους.

Η πατρότητα της φράσεως θα πρέπει να αποδοθεί στον έγκριτο δημοσιογράφο Αντώνη Πανούτσο.

Σε λιγότερο σοβαρές καταστάσεις, απλώς «κοκοκο»

  1. - Κι άλλος βουλευτής μπλεγμένος στο σκάνδαλο; Πότε θα κάνει δηλώσεις ο πρόεδρος;
    - Τι δηλώσεις ρε! Το επάρατο «κοκοκο» θα κάνει και σε δέκα μέρες θα έχουν ξεχαστεί όλα.

  2. - Πέτυχα προχτές το Μαράκι -του Νίκου ντε- να μπαλαμουτιάζεται μ' έναν τύπο.
    - Και τώρα; Θα του το πεις;
    - Δεν ανακατεύομαι. Θα κάνω κοκοκο κι ας καταλάβει αυτός με τι κοντοπούτανο έχει μπλέξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified