Further tags

Η κοιλιά, ειδικά η πατσοκοιλιά. Από το σχήμα που είχαν οι παλιές ψωμιέρες. Τώρα το έχουμε κόψει τελείως το ψωμί.

(Από οπλοφόρο: )

Φύγε παλιόπουστα, μη σου ανοίξω τίποτα κουμπότρυπες στην ψωμιέρα...

Ανοξείδωτη (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ψυχεδελικές φανέλες έχουν αναπόσπαστα συνδεθεί με τη χίπικη υποκουλτούρα, εξακολουθούν όμως να επιβιώνουν και σήμερα ως ενδυματολογική επιλογή σε διάφορα αλτέρνατιβ περιβάλλοντα. Και μεταλλάδες μπορεί να δεις με ψυχεδελική, και τρανσάδες, και χιπστεράδες, και ανένταχτους αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες παροικούντες το Γκάζι και εσχάτως την πλατεία Καρύτση. Εντούτοις η χρυσή εποχή της ψυχεδελικής έχει περάσει και η ίδια κατατάσσεται στην κατηγορία νοσταλγικό ρετρό - χωρίς ποτέ να αποκλείεται κάποιο αναπάντεχο revival. Η πηγή της ψυχεδελικής φανέλας είναι φυσικά το Μοναστηράκι, όπου κανείς μπορεί να βρει, εκτός από φανέλες, και ψυχεδελικά φούτερ, ψυχεδελικά καμπανιζέ παντελόνια κλπ.

Δεν είναι δύσκολο να φτιάξεις μια ψυχεδελική, ο καθένας μπορεί να το κάνει στη μπανιέρα του με λίγη χλωρίνη. Παίρνεις μια κατά προτίμηση μονοχρωματική φανέλα ή φούτερ και του χύνεις χλωρίνη εκεί όπου θες να ξεβάψει. Το αποτέλεσμα θυμίζει τα λεγόμενα «νερά» του ξύλου ή του μαρμάρου. Βέβαια στις περισσότερες home made ψυχεδελικές το αποτέλεσμα είναι επιεικώς απαράδεκτο και ό,τι να 'ναι, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Για σπέσιαλ σχεδιάκια τύπου «ιστός αράχνης» κλπ, πρέπει να τό 'χεις με το άθλημα, αλλιώς πήγαινε αγόρασε μια έτοιμη απ' το Μοναστήρι να ξεμπερδεύεις.

  1. Λέω να πάρω ένα ολόμαυρο φουτεράκι να το κάνω ψυχεδελικό.

  2. - Λέω να την πέσω σ' εκείνη τη γκόμενα με τη ροζ ψυχεδελική.
    - Αυτή είναι τρίπια ρε μαλάκα, δεν έχει σταματήσει να χορεύει απ' την ώρα που ήρθαμε.

  3. Έτσι, διαμορφώνεται η ροκ σκηνή που στο κλείσιμο της δεκαετίας επισκιάζει την ποπ σκηνή, αντικαθιστώντας τα κοστουμάκια και τις γραβατούλες των συγκροτημάτων με σταμπωτές ψυχεδελικές φανέλες, χαϊμαλιά, τζιν και αμπέχονα. Εδώ

(από Vrastaman, 27/02/11)(από Vrastaman, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (πληθ.) Τα πολύ μικρά γράμματα μιας γραμματοσειράς ή ενός γραφικού χαρακτήρα.

  2. Ο υπερβολικά τακτικός και οργανωτικός άνθρωπος. Στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό γίνεται επίθετο: «ψείρας» (αρσ. και για τα δύο φύλα)

  3. Το πολύ μικρού μεγέθους μικρόφωνο που τοποθετείται μέσα από το ρούχο ενός συνεντευξιαζόμενου και πιάνεται στον γιακά, ώστε να μην φαίνεται αλλά αυτός να ακούγεται καλά.

  4. (πληθ.) Τα ψιλά χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, πολλά μαζί (συνήθως καμιά 60αριά) ώστε να σχηματίζουν γιρλάντα.

  1. - Ποιον έχουν καλεσμένο στο πάνελ σήμερα;
    - Δεν τον ξέρω.
    - Δεν έγραφε;
    - Και πού θες να διαβάσω εγώ αυτές τις ψείρες χωρίς γυαλιά;

  2. Ωραίος γκόμενος ο Αποστόλης αλλά πολύ ψείρας βρε παιδάκι μου, όλα πρέπει να είναι στην εντέλεια για να μπορέσει να λειτουργήσει. Και άμα του το λες, απαντά «α, όλα κι όλα, είμαι τελειομανής, το ξέρετε». Ένας υποχόνδριος μαλάκας και μισός είναι.

  3. Χθες στα γυρίσματα έγινε μια κόμπλα άλλο πράμα. Πέθανα στα γέλια. Η κυρία Τομπαίζογλου φορούσε φουστάνι και για να περάσει την ψείρα έπρεπε να την βάλει από κάτω. Της είπε ο Τάκης να το κάνει μόνη της καλύτερα κι αυτή απάντησε «Όχι μωρό μου, βάλτο μου εσύ».

  4. Πάλι αγόρασες ψείρες γαμώ την οικονομική μου κρίση μέσα; Κάθε Χριστούγεννα αυτό το βιολί θα έχουμε;

βλ. και τον ορισμό του χρήστη perkins για συμπλήρωμα στο 4 του παρόντος ορισμού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοσχισμή, επειδή χωρίζει στα δύο τους γλουτούς, όπως η χωρίστρα την κόμμωση.

-Μάνα μου η χωρίστρα σου!

(από sstteffannoss, 09/07/11)

Βλ. και κωλοχαράδρα, κωλοσχισμή, χαράδρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.

Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός παλιομοδίτικων (50'ς-60'ς) γυαλιών ηλίου ή οράσεως, με βαρύ κοκάλινο σκελετό, σκούρου χρώματος, τα οποία μέχρι πρότινος φορούσαν οι μπαρμπάδες αλλά (φεύ!) ξανάρθανε στη μόδα.

Τα φορούσαν πλείστοι κομπάρσοι του παλιού ελληνικού σινεμά, κυρίως σε ρόλους δικαστικών, πρακτόρων ή γιατρών.

Κλασσικό παράδειγμα, τα γυαλιά του στρατηγού της χούντας Φαίδωνος Γκιζίκη, που όρκισε τον Καραμανλή, όταν επέστρεψε το '74.

- Κοίτα ένα μωρό! Αμάν τσολιά μου!
- Ποιά, αυτή με το χουντικό γυαλί; Σε λίγο θα πεταχτεί από καμιά γωνιά κι ο Κούρκουλος να λύσει το μυστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλαιού τύπου πηλήκιο του ΕΣ, προφανώς λόγω της ομοιότητας με το κάλυμμα κεφαλής των 3 ανιψιών του Ντόναλντ.

Συλλεκτική αξία έχουν πλέον, ιδιαιτέρα τα παλαιότερα αυτών σε φαιοπράσινο χρώμα, φέροντα αποσπώμενο μεταλλικό εθνόσημο. Χαρακτηρίζουν τους πανάρχαιους.

Νεότερα με επίραμμα ή (θεός φυλάξει) παραλλαγή, χαρακτηρίζουν τους νέοπες.

Συνώνυμο:
αβγό, αυγό

  1. Τι κάνεις ρε νέος, βγάλε το χιούη-λούη-ντιούη και βάλε κράνος, ξες ποιος είναι απόψε επόπτης;

  2. - Τι χιούη-λούη-ντιούη είναι αυτό; Πού το βρήκες;
    - Στους τάφους της Βεργίνας, όταν παρουσιάστηκα! Κοίτα τη δουλειά σου ρε!

(από Sasa, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:

1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...

2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.

3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.

4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.

5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;

Got a better definition? Add it!

Published

Τα ψωμάκια που σχηματίζονται σε κάθε πλευρά του γυναικείου σώματος, κατεβαίνοντας από τη μέση προς τα κωλομέρια (της γυναικός εκ του πλαγίου θεωμένης, ασφαλώς) και τα οποία, όταν η κοπελίτσα φοράει παντελόνι, ξεχυλίζουν πάνω από το ένδυμα. Χρησιμεύουν αποκλειστικά και μόνο για να κρατιέσαι όταν κάνεις έρωτα, σεξ, σεχ, σεξάκι, σεξάκοι κ.τ.ό. Και όταν γαμάς δεν είναι άσκημα, να εξηγούμαστε!

Βλ. και γαμοχέρουλα.

-Τι σ' αρέσει στην Κλεοπάτρα ρε ψηλέ; Αφού είναι χοντρή.
-Δεν είναι χοντρή ρε άσχετε! Απλώς έχει πλούσιες χειρολαβές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:

  • την άσχημη γεροντοκόρη, αυτή με τα πλαδαρά μάγουλα, την πουτάνα,
  • (κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.

    2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

  1. «..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»

  2. «…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»

  3. «…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»

  4. «…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»

  5. «…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»

  6. «…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified