Further tags

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:

  • την άσχημη γεροντοκόρη, αυτή με τα πλαδαρά μάγουλα, την πουτάνα,
  • (κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.

    2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

  1. «..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»

  2. «…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»

  3. «…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»

  4. «…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»

  5. «…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»

  6. «…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μπαζοκρύφτης, δηλαδή τα τεράστια τρέντι γυαλιά τύπου πούλμαν, που θυμίζουν παρμπρίζ λεωφορείου, έχουν δε ως κύριο σκοπό να κρύψουν την μπαζοσύνη του μπάζου που τα φορά και να κόψουν κάτι από την επιθετικότητα της ωστικής δύναμης του μπαζούκας.

Συνηθίζονται πολύ στο Facebook, από κοπελιές που δεν το έχουν με την εμφάνιση, πλην είναι φιλότιμες και δεν θέλουν να παραιτηθούν από το παίγνjιο της σαγήνjης.

Αρχαιοκαυλιστί: ἀλεξίμπαζον, φωγαλλιστί: para-baze, ενώ ο μπαζοκρύφτης είναι το cache-baze. (Πλάκα κάνω γερμανέ μεταφραστή).

Πάσα: allivegp.

- Ωραίο γκομενάκι αυτή η φίλη σου η Εύα92, κάτσε να την κάνω κι εγώ μια προσθήκη.
- Όπα, κοτζάμ μπαζοκόφτη δεν τον είδες, γιατρέ μου; Γιατί νομίζεις ότι τον φοράει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που αφορά την γυναικεία ένδυση κυρίως, χωρίς να αποκλείεται και η αντρική. Το πολύ κοντό ρούχο για το επάνω μέρος του σώματος. Συνήθως πλεκτό ή σακακοειδές.

Λέγεται έτσι γιατί θυμίζει τα ζακετάκια που φοράνε στα μωρά για την ημέρα του βαφτισιού τους και δίνει την εντύπωση ότι το έχεις από τότε και εξακολουθείς να το φοράς. Παρόλο τον μπαμπαδισμό της όμως (αντίστοιχη κρυάδα με το «μπήκε στο πλύσιμο;» που λεγόταν για τα μίνι όταν πρωτοσκάσαν ή για τα κάπρι ή για τα κοντά μπλουζάκια, ή το άλλο: «απόκριες έχουμε;»), η λέξη τείνει να καθιερωθεί.

Το κοντό λοιπόν πανω-φόρι είναι αξεσουάρ που βαστά πολύ πίσω στον χρόνο. Στα δικά μας, παίζει και σε παραδοσιακές στολές, όπου λεγόταν «μπαμπουκλί», βλ. εδώ.

  1. Καλά, το άτομο ήταν τρελά ντυμένο: βαφτιστικό σακάκι, κάλτσα μακώ με στάμπα, κολάν με σχέδιο, σταράκια, τελείως φεύγα σου λέω!

  2. Κι έσκασε μύτη στη συνεδρίαση σα λολίτα. Πού πα ρε βλαμένη με το βαφτιστικό... Πουτάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Τεμάχιο χασίς, τσίκα, δοντιά.

  2. Όχι μόνο η ωραία γκόμενα (έτερος ορισμός), αλλά γενικά ο ωραίος τύπος, ο ωραίος άνθρωπος, ο Ζαγοραίος, το περιβόλι.

  3. Από την μουσική, το κομμάτι είναι το μέρος που πρέπει να εκτελέσει ένας συγκεκριμένος μουσικός. Οπότε η έκφραση κάνω το κομμάτι μου σημαίνει κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλά και το ευχαριστιέμαι. Συνήθως λέγεται άσ' τον να κάνει το κομμάτι του, δηλαδή δεν πειράζει που μας τα πρήζει με το να κάνει χίλιες φορές τα ίδια (=της ψωλής του τον χαβά), άσε τον να ευχαριστηθεί, τ. ψωλίστ.

  4. Στην εκλαϊκευμένη Ψυχολογία, είναι έκφραση όπως το θεματάκι, και σημαίνει ότι η / ο μάλλον ερασιτέχνις γιαλόμα(ς) κατατέμνει τον ψυχισμό σου αναλυτικώς σε κομμάτια και σου λέει σε πιο κομμάτι τα πας καλά και σε πιο λιγότερο. Πρόκειται για ένα εκλαϊκευτικό αναλυτικό εγχείρημα που θα έκανε έναν σοβαρό ψυχανάλατο να φρίξει, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν σε τρομάζει, καθώς μπορείς να εστιάσεις στα προβλήματά σου ένα ένα. Κυρίως έχει μείνει ως έκφραση λαϊκότροπης χειραγώγησης.

Βλ. επίσης τις εκφράσεις είμαι κομμάτια, πηγαίνω κομμάτια, κόμματος, κομμάτι από τούρτα, κομματιανός.

Πάσα: Χότζας, Μπούμπης.

  1. Ζωρζ Πιλαλί, Το Κομματάκι.

Χωροφύλακες με πιάν'νε
Και μες στο κελί με βάν'νε
Για ένα μαύρο κομματάκι
Δεν αξίζει το μπερντάκι

Θα το πιω και ας πεθάνω
Κι απ' τον κόσμο ας την κάνω
Θα το πιω και ας με πιει
Κι ας με βάλουν φυλακή

Μου την κάτσαν από πίσω
Και στη φυλακή θα σβήσω
Ότι ο κόσμος και να κάνει
Δεν το κόβω το λιβάνι.

  1. Τι κομμάτια έχουν μαζευτεί στο σάη ρε ρε πστ...

  2. - Καλά έχει τιγκάρει το σάη στις προσωπικές εμμονές ο Σλανγκαρχιδόπουλος.
    - Άσε τον να κάνει το κομμάτι του, δεν βλάπτει κανέναν.
    - Ναι, αλλά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη. Μας διαβάζουν και στο εξωτερικό.

  3. Στο κομμάτι επαγγελματικά τα πας καλά, να δούμε τώρα λίγο το κομμάτι σχέσεις.

(από Khan, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος κουρέματος, γνωστότατο στην αργκό των κομμωτών, το οποίο είναι κοντό καρέ που τελειώνει σε απόλυτη ευθεία στο ύψος των αυτιών. Η ονομασία του προέρχεται, προφανώς, από την ομοιότητα του κουρέματος με καπελάκι.

Έδωσε βροντερό παρών στα τέλη του 80 με αρχές του 90, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες βρίσκοντας όμως συντριπτικά περισσότερη εφαρμογή στα ανοιχτόχρωμα αγοράκια.

Η κόμμωση ήταν λιγάκι εξεζητημένη (γι αυτό το επέτρεπαν μόνο οι προχώ γονείς στα παιδιά τους) με αποτέλεσμα σχεδόν όλα τα κοριτσάκια να προτιμούν τους κατόχους της, για τον ίδιο λόγο που τα αγοράκια δείχνανε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτές που φορούσανε φούστα λαμπάντα ή φούστα-μπλούζα με κρόσσια (τα οποία δεν ήταν ξεχωριστά αλλά αποτελούσαν προέκταση του υφάσματος και δημιουργούνταν από το κάθετο και περίτεχνο σκίσιμο της μπλούζας) ή, ίσως σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες, πουκάμισο δεμένο κόμπο στο κάτω μέρος του και άλλα τέτοια ωραία.

Κατά την συγγραφή του λήμματος ανακάλυψα ότι αποτελεί υποκατηγορία του καρεδάκια και ότι στην Αγγλική συναντάται είτε ως bowl cut, είτε ως mushroom cut και σπανιότερα ως pot cut (απ' όπου και τα μύδια).

- Μαμά μαμά μαμά! θέλω κι εγώ να κουρευτώ καπελάκι!
- Σκάσε βλαμμένο! αυτά είναι του διαβόλου!

Got a better definition? Add it!

Published

Συνδυασμός του μπορντό, του ρόδινου και του κόκκινου χρώματος.

Γνωστή απόχρωση περσικών και μη χαλιών, όπως εύγλωττα την έχει περιγράψει η μεγάλη χαλιέμπορας Δέσποινα Μοιραράκη.

Και αυτό το υπέροχο χαλί (σήκωσέ το ρε Μωχάμετ!), με 3.500 κόμπους ανά τετραγωνικό και υπέροχο μπορντοροδοκόκκινο στρίφωμα, μόνο, μόνο, ξαναλέω, 500 ευρώ!

Αυτό κι αν είναι μπεστσέλερ! (από Khan, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλειτορίδα.

Πάσα: John Black.

  1. Σήκωνε τα φουστάνια, σάλιωνε το δάχτυλο, άνοιγε τα μουνόχειλά της, έβρισκε το λειρί της κι άρχιζε να το μαλακίζει απαλά, μουσκεύοντας στο μεταξύ κάθε τόσο τη χοντρή λαστιχένια βάλανο με σάλιο. (Εδώ).

  2. [...] τα στήθια δυο τόπια που χοροπηδάνε στον αέρα, το εφηβαίο ένα αινιγματικό σκούρο σύννεφο, οι φαλλικές στύσεις, επισκοπικές τιάρες, βασιλικά σκήπτρα, ανάγλυφα φτιαγμένα από επιδέξια χείλη και στόματα που ξεφυσάνε καυτό αέρα μέσα από σπλάχνα ανυπόμονα, πυρετικά βλέμματα, κοίλες εσοχές, σκοτεινιασμένες, μυστηριώδεις, αλαφιασμένες οι κινήσεις, απόκρυφοι ψίθυροι, αναστεναγμοί που υπόσχονται την πραγμάτωση των πιο αμυδρά φωτισμένων επιθυμιών, βαλανικά μανιτάρια εκσπερματίζουν έκπαγλα μαργαριτάρια, υγραμένα σχεδιάσματα μυθολογικής ταρταρούγας από αλαβάστρινες σχισμές, σαρκώδη λειριά ροδόχρωμων κοκκινισμένων αιδοίων σε μουσκεμένες μυρωδάτες μασχάλες, σε μικρές τρυφερές πατούσες, σε απαλές ζάρες του δέρματος που ταράσσονται και ριγούν ηδονικά, στην ευωχία της μεταρσίωσης, ζωής και θανάτου … στους λασπότοπους, στους σκουπιδότοπους, στους θλιβερούς αυτοκινητόδρομους με τα πεθαμένα κουφάρια των λιωμένων ζώων, διαμελισμένων ανθρώπων, ανθρώπων παγιδευμένων μέσα στ’ αυτοκίνητά τους που καίγονται σε μετωπικές συγκρούσεις, τσακισμένες λαμαρίνες, συνθλιμμένα σώματα, πετσοκομμένα, άνθρωποι που ξεψυχάνε πάνω σε πλαστικά καθίσματα, σε μπλοκαρισμένα τιμόνια, στα πρόσωπα γεωγραφία θανάτου στάζει το πιο προσωπικό τους κόκκινο υγρό, κι ένας τελευταίος σπασμός στα μάτια που θολώνουν κοιτάζοντας τη ροζ πικροδάφνη στην άκρη του δρόμου... (Αρρωστούργημα εδώ).

Once a crab, always a crab! (από Vrastaman, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Οι ψυχεδελικές φανέλες έχουν αναπόσπαστα συνδεθεί με τη χίπικη υποκουλτούρα, εξακολουθούν όμως να επιβιώνουν και σήμερα ως ενδυματολογική επιλογή σε διάφορα αλτέρνατιβ περιβάλλοντα. Και μεταλλάδες μπορεί να δεις με ψυχεδελική, και τρανσάδες, και χιπστεράδες, και ανένταχτους αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες παροικούντες το Γκάζι και εσχάτως την πλατεία Καρύτση. Εντούτοις η χρυσή εποχή της ψυχεδελικής έχει περάσει και η ίδια κατατάσσεται στην κατηγορία νοσταλγικό ρετρό - χωρίς ποτέ να αποκλείεται κάποιο αναπάντεχο revival. Η πηγή της ψυχεδελικής φανέλας είναι φυσικά το Μοναστηράκι, όπου κανείς μπορεί να βρει, εκτός από φανέλες, και ψυχεδελικά φούτερ, ψυχεδελικά καμπανιζέ παντελόνια κλπ.

Δεν είναι δύσκολο να φτιάξεις μια ψυχεδελική, ο καθένας μπορεί να το κάνει στη μπανιέρα του με λίγη χλωρίνη. Παίρνεις μια κατά προτίμηση μονοχρωματική φανέλα ή φούτερ και του χύνεις χλωρίνη εκεί όπου θες να ξεβάψει. Το αποτέλεσμα θυμίζει τα λεγόμενα «νερά» του ξύλου ή του μαρμάρου. Βέβαια στις περισσότερες home made ψυχεδελικές το αποτέλεσμα είναι επιεικώς απαράδεκτο και ό,τι να 'ναι, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Για σπέσιαλ σχεδιάκια τύπου «ιστός αράχνης» κλπ, πρέπει να τό 'χεις με το άθλημα, αλλιώς πήγαινε αγόρασε μια έτοιμη απ' το Μοναστήρι να ξεμπερδεύεις.

  1. Λέω να πάρω ένα ολόμαυρο φουτεράκι να το κάνω ψυχεδελικό.

  2. - Λέω να την πέσω σ' εκείνη τη γκόμενα με τη ροζ ψυχεδελική.
    - Αυτή είναι τρίπια ρε μαλάκα, δεν έχει σταματήσει να χορεύει απ' την ώρα που ήρθαμε.

  3. Έτσι, διαμορφώνεται η ροκ σκηνή που στο κλείσιμο της δεκαετίας επισκιάζει την ποπ σκηνή, αντικαθιστώντας τα κοστουμάκια και τις γραβατούλες των συγκροτημάτων με σταμπωτές ψυχεδελικές φανέλες, χαϊμαλιά, τζιν και αμπέχονα. Εδώ

(από Vrastaman, 27/02/11)(από Vrastaman, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στραβισμός ή αλληθωρία στα τσιτσία ή βυζιά παρατηρείται σε δύο μορφές:

  • Στον κάθετο άξονα, που είναι και η γλαφυροτέρα μορφή. Στην περίπτωση αυτή η δύσμοιρη κάτοχος του βυζοσέτ έχει ανισομερώς κρεμαστά μεμέ. Έτσι το ένα παραμένει ημιθελκτικό ενώ το άλλο φλερτάρει επικίνδυνα με τον αφαλό.
  • Στον οριζόντιο άξονα. Στην μορφή αυτή μόλις επιτύχεις το γδύσιμο της αλληθωροβύζας συνήθως γκριματσώνεσαι σαν να δοκίμασες ληγμένο ζωντανό γιαούρτι. Ήτοι θωρείς 2 ρώγες η μία να βλέπει ανατολή και η άλλη δύση με αποτέλεσμα αντί για ανάπλαση ερωτικών εικόνων στον εγκέφαλο, ανακαλείς αποσπάσματα από βιντεοσαβούρες-ταινίες του 1980 με ψευτοαλλήθωρους που συνήθως είναι και κεκέδες. Η αλληθωροβύζα έχει συνήθως αχλαδάτα στήθη δυσανάλογα με το σώμα της σε κάθε οψιόν δυσαναλογίας.

- Μην πας για μπάνιο στην παραλία γυμνιστών «της γριάς το μνι» γιατί συχνάζουν κάτι αλληθωροβύζες Γερμανίδες 50άρες τύπου Angela MerKel και θα ξενερώσεις τελείως. Θα τον ψάχνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξυρισμένο αιδοίο. Αγγλιστί bald pussy.

- Καλό είναι το καραφλόμουνο. Αυτό που θα έβρισκα πολύ ξεφτίλα, είναι να ξυριστώ εγώ. Δεν θα' χω μούτρα να αντικρίσω γυναίκα.

βλ. και παρκέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified