Further tags

Κλασικά μεγάλη ποσότητα από χρέη, κούρεμα, υπερτιμολογήσεις, συναλλαγές, φορτίο, πρόστιμο, χιονοθύελλα, ληστεία, αλλά και οτινάναι:

Στη φωτογραφία: Προϊστορική πεταλούδα. Σαν τα μαμούθ ένα πράμα. [IMG] https://pbs.twimg.com/media/CAUCuFFUMAA2jku.jpg[/IMG]

Ποσότητα Μαμούθ με λαθραία τσιγάρα εντοπίστηκε σε εμπορικό πλοίο λέει. Και ρωτώ: Καπνίζουνε τα Μαμούθ; Ήταν ΚΑΙ τα Μαμούθ λαθραία;

-έχω οδηγήσει δεινόσαυρο
-άδεια οδήγησης έχεις; ποιας κατηγορίας;
-μέχρι Τυραννόσαυρο επαγγελματικό
-εμένα δε με βόλευε ο τυραννοσαυρος, είχε κοντά χέρια! Μαμούθ έβγαλα!

Παπανωτα τέτοια οδοντοστοιχια ειχε ο χομο ερεκτους γιατί ετρωγε μαμουθ ωμα εσυ γιατί

Την εποχη των παγετωνων τις καλυτερες τεχνικες επιβιωσης τις ειχαν τα μαμουθ, σμιλόδοντες, λιονταρια των σπηλαιων κ γκομενες με τζιν σορτσακια

(από σφυρίζων, 19/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπής νεολογισμός ή ζουραρισμός (κατά το κλαυσαυχενίζομαι) που σημαίνει :

κλαψομουνιάζω [δες σχετικό λήμμα].

Φυσικά συνοδεύεται από τα σχετικά παράγωγα όπως:

- κλαυσαιδοιασμός (κλαψομούνιασμα) - κλαυσαιδοιακός (κλαψομούνικος) - κλαυσαιδοιαζόμενος (κλαψομούνης) κλπ.

Συνώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- αιδοιοθρηνώ - αιδοιοθρήνος - αιδοιοθρηνητικός - αιδοιοθρηνών

Αντώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- πεογράφω (γράφω στο πούτσο μου) ή ορχεοθετώ (στ'αρχίδια μου) - πεογραφία ή ορχεοθέτησις - πεογραφικός ή ορχεοθετικός - πεογράφος ή ορχεοθέτης

-Τον παράτησε η γκόμενα και έχει πέσει στα πατώματα. Όλη μέρα Αντώνη Βαρδή, αφοί Κατσιμίχα και λοιπαί κλαυσαιδοιακαί (αιδοιοθρηνητικαί) δυνάμεις.

-Τι κι αν τον παράτησε, αυτός πεογραφία!

-Την ορχεοθέτησε κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ταιριάζει σε μια κατάσταση με πεσμένα κέφια ή αυτός που ρίχνει τα κέφια, τη διάθεση. Ο ψιλοκαταθλιπτικός, ο γκρίζος, ο υποτονικός.

Από την αγγλική λέξη down = κάτω, πιθανότατα μέσω της έκφρασης «I'm feeling down» που σημαίνει «νιώθω πεσμένος, είμαι στα κάτω μου».

  1. Από εδώ:

ειναι τοσο γαργαρο,κουλατο--> και δροσερο που παντα οσες φορες κ να το ακουσω μου φτιαχνει τη διαθεση ενω το οριτζιναλ ειναι πιο νταουνιαρικο ρυθμικα

  1. Από εδώ:

Που λες... γύρισα από τις μίνι διακοπές μου πίσω στο βαρέλι με τις πηκτίνες και με έχει πιάσει μια μούχλα, μια μαυρίλα, ένα κατιτίς νταουνιάρικο. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση τώρα χρειάζεται [...]

  1. Από εδώ:

Ο τίτλος του topic είναι νταουνιάρικος και άδικος γιά όσους πηγαίνουν γήπεδο στα εύκολα και στα δύσκολα .Και είναι πάρα πολλοί αυτοί . Και σε πολλά αθλήματα .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο καδρόνι/δοκάρι τετράγωνης διατομής που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, συχνά στο καλούπωμα για αντιστήριξη του ξυλότυπου.

Το Βικιλεξικό προτείνει δύο ετυμολογίες, από τα γαλλικά και τα ιταλικά:

  1. λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < αρχαία γαλλικά latte < αρχαία φραγκικά *latta < πρωτογερμανικά *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
  2. λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)

εδώ

Σε ελληνικούς εξειδικευμένους με την ξυλεία ιστοτόπους υποννοείται (και εδώ υποστηρίζεται ρητά) η προέλευση από το «έλατο», καθώς πρόκειται για ξυλεία ελάτου ή πεύκου: λατάκι<ελατάκι<έλατο.

Εδώ (στο σχόλιο 29) υποστηρίζεται το εξής: «Πληροφοριακά, λατάκι οι οικοδόμοι λένε ένα σανίδι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα < τουρκ. lata:πηχάκι». Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η τουρκική λέξη lata φαίνεται ότι σημαίνει σανίδα και όχι καδρόνι ή δοκάρι. Με αυτήν μάλιστα τη σημασία (σανίδα) θυμίζει πολύ την γαλλική λέξη latte, πιο πάνω.

Τολμώ να πω ότι δεν μου είναι απόλυτα πειστική κάποια από τις προαναφερθείσες θέσεις για την ετυμολογία της λέξης.

  1. Από εδώ, ως προσθήκη στον ορισμό:

Λατάκι

1) Κομμάτι ξύλου τετραγωνικής διατομής 7,5 Χ 7,5 εκ. (αλλά υπάρχουν και 8Χ8εκ) που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα. Δεν έρχεται σε επαφή με το μπετόν γιατί η χρήση του είναι για ενίσχυση του πετσώματος (ξυλότυπου). Κατά τη διάρκεια της ζωής του θα κοπεί αρκετές φορές κι όταν το μήκος του πέσει κάτω από 1μ, θα λέγεται μπαγάς.

2) Ξύλο ορθογωνικής διατομής που χρησιμοποιείται για αντιστήριξη (κόντρα) του ξυλότυπου στο καλούπωμα.

  1. Από εδώ:

Ναι, ενιαία σκυροδέτηση κορμού-πέλματος και το εκπληκτικό είναι ότι δεν έχει ούτε ένα λατάκι μέσα στην πεδιλοδοκό.

(από patsis, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το strap on, δηλαδή το φαλλικό ομοίωμα (dildo) που προσαρμόζεται σε ζώνη ή σε λουριά, φοριέται από κάποιον ερωτικό σύντροφο και χρησιμοποιείται για σεξ με διείσδυση.

Στη συνηθέστερη περίπτωση φοριέται από γυναίκα, στη μέση, ώστε το dildo να έρχεται περίπου στη θέση που θα ήταν το πέος, αν υπήρχε. Ωστόσο υπάρχουν διάφορες παραλλαγές, τόσο στη θέση που φοριέται, όσο και στο φύλο του δότη και του λήπτη, αλλά και του είδους της διείσδυσης (κολπική, πρωκτική, στοματικό σεξ).

  1. Από εδώ:

Είναι το ιδανικό δονούμενο ζωνάτο και για τους δυό σας. Τέλειο για συνευρέσεις γυναίκας με γυναίκα ή για εκείνες τις ιδιαίτερες πρωκτικές εμπειρίες.

  1. Από εδώ:

PLUS-SIZE STRAP-ON.. 94.. Επιτέλους ζωνάτο που ταιριάζει σε γυναίκες με καμπύλες..

(από patsis, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την εμπειρία μιας σχεδόν 5ετίας μανιασμένου ψόφα, ψόφα, ψόφα, ξεκινάει νομίζω/ελπίζω η αργή πορεία της συνειδητοποίησης του πόσο έφθειρε τη ζωή μας αυτός ο θυμός για οτιδήποτε μας θύμιζε τον «παράδεισο» που ζούσαμε και χάσαμε, χωρίς τουλάχιστον να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, ώστε να ηδονοτριφτούμε μετά μανίας και χαιρεκακίας. Ήδη και μόνο η αναφορά σε *κίνημα «ψόφα» *δείχνει(;) μια τάση αυτογνωσίας.

● Οι αντιδράσεις των μαχητών του πληκτρολογίου ενδεικτικές μιας κοινωνίας που καταρρέει.

● Οι συνδικαλιστές που την προπηλάκισαν της «εύχονταν να ψοφήσει από καρκίνο».

1.Το κίνημα του “ψόφα!”, όλοι εκείνοι που από το 2011 εξαπολύουν από τα social media απίστευτης σφοδρότητας και ανατριχιαστικής χυδαιότητας επιθέσεις σε όποιον εκφράζει άποψη διαφορετική από το δικό τους αυριανισμό, θρηνεί με κροκοδείλια δάκρυα τον Βαγγέλη Γιακουμάκη. Και καταδικάζει το μπούλινγκ. Ουαί υμίν υποκριταί!

  1. Άντε τώρα να συμμετέχεις στο hashtag 'φασισμός είναι' κ να καταδικάσεις το κίνημα του ψόφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που σημαίνει ότι κάτι είναι πολύ τζιτζί, ότι είναι έξτρα πρίμα γκουντ, τα σπάει και γαμάει μανούλες. Η Βικούλα ετυμολογεί το τζιτζί από το τουρκικό cici = όμορφο.

  1. Στο αυτοκίνητο. Πλατιά η λεωφόρος, δονείται από τις μαρκίζες των λουξ σκυλάδικων. Και λίγα μέτρα πιο κει σκοτάδι. Μετά τη δουλειά. «Κορίτσια» με στραβά χαμόγελα. Κατακόκκινα κραγιόν. Παζάρι. Εχεμύθεια. Σούπερ ξανθιά με βαριά φωνή. Έμοιαζε με άντρα. Τη ρώτησα αν ήταν. «Όχι» μου είπε. Τη ρώτησα αν ήταν παλιά. «Είμαι ό,τι θέλεις εσύ». Μου άρεσε αυτό. Πέρασε το τεστ. Ρώταγε, γέλαγε, γούσταρε που με γνώριζε. Κι εγώ γούσταρα. Τις βυζάρες της. Πήγαμε σπίτι. Πήγε στη σιντιέρα, πέταξε μέσα ένα τζιτζάτο σάουντρακ κι άρχισε να χορεύει, λικνιστικά, ερεθιστικά, σαν τις γκόμενες στα ερότικ φάντασιζ. Ήθελε να με καυλώσει αλλά έμοιαζε με πουτάνα. Επίσης ήταν. Αποφάσισα να παίξω. (Από το αρρωστούργημα του Λένου Χρηστίδη «Ψυχ»).

  2. otan hmoun germania akoma,ligo meta thn katakthsh tou diplomatos,hthela na agorasw ena poly fthno kai tzitzato tigra pou eixa brei. (Εδώ).

3. πανεμορφο και τζιτζατο, να το χαιρεσαι το εργαλειο... φτου σκορδα.

4. Papakwstantinou akouga palia. To kommataki pou les einai kalo. Akoma kalytero -idiws gia sena meta apo tis ekloges (:lol: ) einai to «xairetismata stin exousia» ( 8) ). Mou arese o typos mexri pou mia mera ta xalasa me ena poly tzitzato koritsi kai -etyxe- na dw mia FTYSTH tis stin fatsa na paizei se mia synaulia tou Papakwstantinoy stin TV !!!! Apo tote -an kai xerw pws itan entelws tyxaio- den ton xanakousa!!!

5. δεν χρειαζεται να εισαι Τζιτζατος η εισοδος ελευθερη.

Τζιτζάτο δονητάρι! (από Khan, 28/03/15)Δράττομαι της ευκαιρίας να ποστάρω έναν Νικήτα Κλιντ. (από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνει ο καιρός και ήδη ο προσοντούχος κλαρινογαμπρός αναρωτιέται, «μήπως να πάμετε κλαρινοπαραλίες;»
Στο πεδίο βολής, άμα τη προσεγγίσει γίνεται αμέσως κλαρινοπαραλίας.

. - Τι έγινε.. θα πάτε στις κλαρινοπαραλίες το ΣΚ να το παίξετε μόντελοι;
- Δεν γίνεται ρε συ, δεν έχουμε τατουάζ και δεν είμαστε σολαριομαυρισμένοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γούτσικη εκδοχή του σέλφι, της σελφιάς.

Το μικρό σλανγκαρχίδι μέσα μου ίσταται και ξεσκίσταται:

- Ρε μαλάκα το τερμάτισες! Αν είναι να ανεβάζεις το υποκοριστικό κάθε σλανγκιάς στο σάη, πάει, το γαμήσαμε και ψόφησε.

Ο αμετανόητος όμως καβουροσλανγκόσαυρος συγκάτοικός του τον τάπωσε, ποιούμενος τον ναζί τση γραμματικής:

- Η αγγλικάνικη λέξη selfie είναι από μόνη της υποκοριστικό, πράγμα που δεν αντικατοπτρίζεται στην μορφή «σέλφι». Το σελφάκι είναι πιο slangically correct καθώς αποκαθιστά το γλωσσολογικό και μεταφραστικό αυτό ὄνειδος.

1. #sweet το πρωτοχρονιατικο σελφάκι μας ♡♡

2. Χαχαχα σελφάκι στο σχολείο κι έτσι;

4. Καλημερούδια.....με ενα σελφακι......!

5. Θέλω σελφακι μαζι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προσφιλές strap-on, το ζωνάτο δηλαδή ντίλντο που φέρουν όσες / όσοι επιθυμούν να συνουσιάσουν ενεργητικά αλλά αδυνατούν ελλείψει (λειτουργικού) πέοντος.

Βλ. επίσης: στραπούτσα, στραπονάρι, στραπονιάζω, αστραπόνγιαννος, γαμπρός, κ.ά συμπληρώματα διαστροφής.

1. κουφάλα Μαρκογιαννάκη το γλίτωσες το στραπόνι απ την Κωνσταντοπούλου

2.
Μαρία αν το δεις τράβα να ισιώσεις με κανα στραπόνι την γκεοπαρέα σου... φιλιλα πολλά μωρή μπαλότσα και στον Νικολάκι που έχει περίοδο αυτό τον καιρό !

2.
όταν τελειώσει το μπυρόνι
έλα περσεφόνη
λιώσε με με το στραπόνι
αλλά μάλλον θα με καψουρευτεί σαν χαζόνι
και τελικά θα φάω χυλοπιτόνι
και θα μείνει το στραπόνι
ξεχασμένο πάνω στο κουτί με το πριόνι
να θυμίζει όμορφες στιγμές στο χιόνι

2.
…Κορίτσι μου πολύτιμο
κατακτητή μεγάλε
το πέος σου είναι σκληρό
και δε νομίζω να μπορώ
τέτοια υπέρμετρο δοκό
ξωπίσω μου να βάλω…
(από το ποήμα «Το στραπόνι»)

(από σφυρίζων, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified