Further tags

  1. Περί ανθρώπων, με τον ουδέτερο τύπο να αναφέρεται σε άνδρες και το θηλυκό σε γυναίκες: χιουμοριστικά δήθεν απαξιωτικός τρόπος να χαρακτηρίσουμε κάποιον που «μεγάλωσε πια», «δεν είναι παιδί». Ανάλογο για τους άνδρες το μαντράχαλος.

  2. Περί πραγμάτων, μόνο στο ουδέτερο: μεγάλο, υπερβολικά / ενοχλητικά μεγάλο αντικείμενο, γκουμούτσα, τέρας, χτήνος.

  1. Καλά, 32 χρονών γαϊδούρι ακόμα με τους γονείς του μένει;

  2. Κόρη μου, δεν είσαι πια κοριτσάκι. Έχεις γίνει κοτζάμ γαϊδούρα κι είναι καιρός να αρχίσεις να παίρνεις μερικά πράγματα λίγο πιο σοβαρά. Εμάς πόσο πια θα μας κρατάνε τα πόδια μας; Ο πατέρας σου έχει κουραστεί πολύ για σας, για όλους μας. (...Μπλα μπλα, εν ολίγοις «άει παντρέψου να συχάσουμε κι απ' αυτό το βραχνά».)

  3. -Θα χωρέσουν και τα ηχεία στο πορτ-μπαγκάζ; -Κοίτα, έχω πολλά πράγματα. Αν είναι τίποτα γαϊδούρια, καλύτερα να τα βάλουμε στο πίσω κάθισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικά προερχέται από την χρήση (βαμβακερών κυρίως) πανιών, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες όταν είχαν περίοδο, πριν την ανακάλυψη των σύγχρονονων σερβιετών.

Τα πανιά αυτά τα τοποθετούσαν σε καζάνι με νερό που έβραζε (μετά την χρήση) και στη συνέχεια τα επαναχρησιμοποιούσαν... (μετά από 4 περίπου εβδομάδες ως γνωστόν). Αυτά ήταν τα μουνόπανα!!!

- Καλά μιλάμε οτι το πάρκινγκ είναι γεμάτο με μουνόπανα... Πάμε να βρούμε ένα πιό καθαρό μέρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεαματικό, το τεραστίων διαστάσεων, το εξόφθαλμα εντυπωσιακό, μπορεί να αφορά στην είσοδο κάποιου σε ένα μαγαζί, ή να πρόκειται για κάποια ατάκα που έκανε μεγάλη εντύπωση στην ομήγυρη (είτε θετικά είτε αρνητικά!).

  1. – Καλέ την είδες την Τασία στην εκκλησία;
    – Αμ πώς δεν την είδα; Τέτοια καραγκαγκάν είσοδος θα περνούσε απαρατήρητη;

  2. – Άσε σου λέω Μαρία, τελευταία φορά που έρχεται ο αδερφός σου μαζί μας!
    – Μα γιατί τι σου έκανε το παιδί;
    – Τι, τι μου έκανε; Τέτοιες καραγκαγκάν μ@λ@κίες που πετάει κάθε τρεις και λίγο μας εκθέτει στην παρέα, δεν το καταλαβαίνεις;
    – Ε, άμα είναι έτσι...

Κα καν κα καν (από Hank, 18/05/09)

Δες και ουάου. Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικά μεγάλη πούτσα, παλαμάρι, μαδέρι, φίδι, καραγουδούμπα (το τελευταίο καλιαρντιστί).

Και θα μου πει κανείς: τι χρειαζόταν άλλη μια λέξη για το εν λόγω θεματάκι, τη στιγμή που διατίθενται προς χρήση καμιά δεκαπενταριά συνώνυμα τουλάστιχον; Και απαντώ.

Ο κίονας κάνει, βρε αδερφάκι μου, κάτι σε πιο κυριλάουα, άλλωστε προέρχεται ως όρος από το λεξιλόγιο της επιστήμης της Αρχαιολογίας. Ενώ τα άλλα έχουν όσο να το κάνεις πιο ταπεινή προέλευση: από τον κόσμο της θάλασσας και του λιμανιού (παλαμάρι), το ζωικό βασίλειο (φίδι), την κουζίνα (γούδα) και πάει λέγοντας. Το λοιπόν, από αυτήν ακριβώς την ασυμμετρία ανάμεσα στο κυριλέ σημαίνον (κίονας) και το μη κυριλέ σημαινόμενο (πούτσα) προκύπτει και το ενδιαφέρον του πράγματος.

Εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες οτι ο κίονας -σε αντίθεση με μαδέρια, παλούκια, δοκάρια, φίδια, κουλουπού- είναι εφεύρεση θηλυκού μυαλού σε στιγμή σπάνιας αναλαμπής... Τω όντι, είναι κομμάτι δύσκολο να το ακούσεις σε μπακουροπαρέα («μαλάκα, έλα να δεις έναν κίονα που έχω», δεν κολλάει με τπτ). Είναι όμως απολαυστικό να το ακούς από λαϊκάντζες/δευτεράντζες γκόμενες, οι οποίες δε θέλουν και να το παραχέσουν με τις χοντράδες και να καταταγούν στις νταλικέρισσες, απ' την άλλη όμως γουστάρουν να πετάξουν και τη σλανγκιά τους, έτσι, για να μας δείξουν ότι έχουν αρχίδια (μικρά μεν, αλλά έχουν). Αυτά.

- Μας έχεις ζαλίσει, ρε Γιώτα, με το πουλί του άντρα σου, ασχολήσου και με τίποτα άλλο..
- Αγάπη μου, αν χαιρόσουν κι εσύ τέτοιο κίονα, δε θα το 'βγαζες απ' το στόμα σου δευτερόλεπτο.

(από johnblack, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σλανγκιά. Για το slangissimum έτσι βλ. το αντίστοιχο λήμμα και το έτσι-γιουβέτσι. Το αλλιώτικο ήταν αυτό που τώρα το λέμε αλτέρνι, λατέρνατιβ. Και το Πασαλιμάνι ήταν ο χώρος της κλασικής μαγκιάς, των μαγκιτών του λιμανιού. Με λίγα λόγια, πρόκειται για κάποιον που είναι έτσι, είναι κάπως, είναι διαφορετικός, με λίγα λόγια κάτι παρόμοιο με τον έτσι-γιουβέτσι.

(Άσμα: Παραπάει το πράμα. Χάρρυ Κλυνν.)

Παραπάει το πράμα
Παραπάει το πράμα
με την κουλτούρα, με τη λιγούρα
με τη μαστούρα, την αγιαστούρα

Με το μαλέα, το χαλέα, το μαντραχαλέα, τον Ασέα
το χάλια, το σάλια,
το Χάρη, τον Άρη, τον Πάρη τον παπάρη...
Τον μπίξε, τον δείξε, τον έτσι, τον αλλιώτικο
τον Πασαλιμανιώτικο

τη Φρόσω, την πόσο,
τη Μαρίκα, το ΙΚΑ, τα σύκα
τα Marlboro, το σκύλο, τον αράπη, το black
το Μάρτη, το γδάρτη, τον παλουκοκάφτη

το φίτσουλα, το μήτσουλα, το χλιμίτζουρα
τη Γιώτα, τη Βιόλα
την καθεμίααααα κααα...ρακαηδόνα
που μας δουλεύει κανονικά!!!

(Από το sxeseis.gr:)

Παιδιά βοηθήστε με λίγο ακόμα. Αντάλλαξα μερικά μηνύματα κ δεν μας έβγαλε πουθενά. Συγκεκριμένα ήθελε να μάθει γιατί συμπεριφέρομαι έτσι κ αναφερόταν στο περιστατικό με τα σχόλια που έκανε μπροστά μου για τον κούκλο-τον-έτσι-τον -αλλιώς-τον-αλλιώτικο-τον-πασαλιμανιώτικο στο λεωφορείο όπου της είπα ότι με πειράζουν αυτά τα σχόλια με νορμάλ ύφος. Δεν της έκανα σκηνή.

Από avsite.gr:
Πέστα ρε Βασίλη πέστα γιατί μας εχουν φλομώσει με τον ασχημο τον Τσουκαλά, τον γυφτο τον μαλιά, τον έτσι τον αλλιώτικο τον πασαλιμανιώτικο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αταβιστική πρώτη λέξη προέρχεται από το φάγωμα του δεν είναι. Για να προφερθεί σωστά η φράση πρέπει να έχουμε όλη την καλή διάθεση να αρθρώσουμε, αλλά να το καταπνίγουμε ακριβώς πριν το σύμπλεγμα του δέλτα με τα τόσο ρωμαλέα φωνήεντα δει φως της μέρας. Το όλον συμπράγκαλον με τα παραφερνάλια τονίζεται στο πρώτο νυ.

Η απόστροφος θέλει να αποδώσει αυτό ακριβώς το μπαστάρδεμα του νυ με αυτά που υπό κανονικές συνθήκες θα προηγούνταν και θα έπονταν. Λογικά θα είναι και η πρώτη καταγεγραμμένη λέξη παγκοσμίως με δύο σύμφωνα και με τρεις αποστρόφους, οπότε καβλώνουμε και με την πάρτη μας.

Νοηματικά διαχωρίζεται από το πλήρες δεν είναι κακό, καθώς τείνει να σημαίνει ότι πρόκειται περί μάλλον καλού πράγματος, ιδίως όταν συμπληρωθεί σε δεύτερο χρόνο από το 'ν'ν' καθόλου κακό..., όπου το καθόλου προφέρεται έως και καμπανιστά.

- Τι σου λέει το γκομενάκι απέναντι;
- 'Ν'ν' κακό...

Renault NN (από Vrastaman, 20/05/09)

βλ. και πα μαλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακέτο - στοίβα χαρτονομισμάτων οποιασδήποτε αξίας και με οποιαδήποτε σειρά, τα οποία για να χωρέσουν στην τσέπη του παντελονιού διπλώνονται στα δύο. Και γίνεται φανερή η παρουσία τους στην τσέπη γιατί καταλαμβάνουν αρκετό χώρο.

Σίγουρα δεν χωρούν στο πορτοφόλι, το οποίο συνήθως δεν κουβαλάει μαζί του όποιος έχει παστάλι ή παστάλια. Ο τρόπος που τα βγάζει κανείς από την τσέπη είναι και ένα είδος επίδειξης. Αν τα χαρτονομίσματα είναι είναι λιγότερα σε ποσότητα και τα διπλώνει κάποιος όλα μαζί, έτσι ώστε να παίρνουν κυλινδρικό σχήμα, τότε λέμε πως τα έκανε μασούρι.

Παστάλι είναι μια στίβα από αποξηραμένα καπνόφυλλα περίπου ίδιου μεγέθους την οποία φτιάχνουν οι καπνοπαραγωγοί κατά τη διαλογή των καπνόφυλλων, ώστε όταν συγκεντρωθούν πολλά παστάλια να τοποτεθητούν όλα μαζί σε καπνοδέματα για να τα παραλάβει αργότερα ο καπνέμπορας.

Δεδομένου ότι κανένα φύλλο καπνού δεν έχει ολόιδιο σχήμα και μέγεθος με τα υπόλοιπα, ένα παστάλι καπνόφυλλων έφτασε να χαρακτηρίζει και τα χρήματα που στοιβάζονται με τον ίδιο τρόπο.

Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τούρκικη λέξη.

- Τι έγινε μεγάλε χθες το βράδυ, έβγαλες τίποτε γούστα;
- Με τι λεφτά ρε παιδιά; Τραβάω ζόρια τώρα τελευταία...
- Πλάκα μας κάνεις ρε κόπανε, αφού οι τσέπες σου είναι γεμάτες παστάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συσκευή (ή και πρόγραμμα του Η/Υ) που αναλαμβάνει και κάνει μια δουλειά για λογαριασμό μας, όπως π.χ. το αυτόματο ποτιστικό, ο φούρνος με χρονοδιακόπτη, το πλέι λιστ κλπ.

Ντιτζέι σε μαγαζί αφήνει το πόστο του και αράζει με φίλους του. Ένας φίλος του λέει:
- Μια χαρά αραχτό σε βρίσκω. Το πρόγραμμα ποιος θα το κάνει, ο αλβανός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«For the win», στα αγγλικάνικα. Αποτελεί τρόπο επαίνου ή ανάδειξης ενός προσώπου ή πράγματος, ακολουθώντας μέσα στη πρόταση το εν λόγω ουσιαστικό ή κύριο όνομα, ακριβώς όπως το παλιό, καλό κι ελληνικό «και πάσης Ελλάδος».

Συναντάται κυρίως στον ιντερνετικό γραπτό λόγο (fora, blogs, IRC κ.ο.κ.)

sakis4evah89: Sakis kai pashs ellados re, gamw ta spitakia sas kai th Gyrovision sas koloevropeh

Ronaldinho91: lol what;

3sakis4evah89: Sakis ftw re, ante gamithite

Ronaldinho91: Oh, ok then

Sit on it and rotate ! (από spydel, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος τρόπος για να πεις ότι «είμαι τζαμπατζής και προτιμώ να κλέβω ίντερνετ από το γείτονα παρά να δίνω 17 ευρώ το μήνα». Και ίσως, για όποιον θίχτηκε, «που να τρέχω να κάνω συνδέσεις μωρέ, καλό είναι και το γειτόνεξ». Η σύνδεση γειτόνεξ είναι η τεχνολογική εξέλιξη της τράκας, του τζαμπέισον και του δαιμόνιου οικονομικού μυαλού.

Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας γείτονας που επιλέγει το ασύρματο ρούτερ γιατί είναι πιο μούρικο και γιατί υπάρχει προοπτική αγοράς μιας συσκευής που μπαίνει ασύρματα στο ιντερνέτ. Από εκεί και πέρα μπορείτε να συνδεθείτε είτε αυτόματα χωρίς να κάνετε τίποτα, είτε με τον κωδικό «1234567890123», είτε με την ημερομηνία γέννησης του γείτονα αν τα πράγματα δυσκολέψουν και έχετε δίπλα άτομο στο οποίο θέλετε να περάσετε την εικόνα του χακερά.

Από τις λέξεις «γείτονας» συν «κόννεξ» μείον τον οτεγιάννη συν τα ψαχτήρια του 11888 (η παρένθεση για την πράξη ανοίγει ακριβώς μετά το μείον και κλείνει ακριβώς μετά το τρίτο 8άρι για να βγουν καλά τα πρόσημα).

- Τί σύνδεση έχεις ρε φιλαράκι και αργεί τόσο το εργαλείο ναούμ';
- Γειτόνεξ ρε τζάμπα αλλά αργό, δεν τα έχουμε κι όλα δικά μας, εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ!
- Τί σαπούνια και κοντίσιονερ ρε;
- Δεν το κατάλαβες; Αφού δεν έλεγε αυτοαναφορικά ρε γαμώτο...
- Σε βάρεσε η ακτινοβολία κατακέφαλα μου φαίνεται.

(από nick, 20/05/09)(από GATZMAN, 16/11/10)

Βλέπε και γείτονετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified