Further tags

Γραφικός χαρακτήρας δυσνόητος, ασαφής και ακατάληπτος, αλλά κυρίως άθλιας εμφάνισης. Γράμματα που η όψη τους χαλά την εικόνα του χειρόγραφου και το καθιστά δυσανάγνωστο, απεχθές προς ανάγνωση, έως και μη αναγνώσιμο. Σύμβολα του αλφαβήτου καταγεγραμμένα με τέτοιο τρόπο που προσομοιάζουν με την απαίσια ασύμμετρη και ασουλούπωτη εμφάνιση των καλικάντζαρων της λαϊκής φαντασίας - που επίσης αποκαλούνται καλικαντζούρια στο καλλιτεχνικό τους (παρ. 1).

Χρήση λήμματος κυρίως από μαμάδες, δασκάλες πρώτων τάξεων δημοτικού και εκθεσούδες των τελευταίων τάξεων του λυκείου, μαθητές, ή όσους υπήρξαν μαθητές και γιαγιάδες που αναμασούν τις αναμνήσεις των χρόνων της νεότητας μετά από νοσταλγία ή εγκεφαλικό επεισόδιο.

Κάναμε εξορκισμό, αγιασμό και ένα ευχέλαιο και διώξαμε τελώνια, δαιμόνια, καλικαντζούρια, νεράιδες, ξωτικά και λοιπά κακά πνεύματα... (lucretia εδώ)

Εμένα αλλάζει τελείως. Με τα στυλό από Χόντος κάνω μεγάλα καλικαντζούρια, άλλωτε πλαγιαστά από τη μία, άλλωτε από την άλλη, άλλωτε μεγάλα, άλλωτε μικρά... με κάτι άλλα του εμπορίου με μύτη 0,7 κάνω υπέροχα γράμματα.. (loukoumi εδώ)

Εκλινε λοιπόν η αδιάβαστη τη '' χώρα '' και γιόμισε μονομιάς όλος ο πίνακας ανορθογραφίες και καλικαντζούρια! (Μια φορά κι έναν καιρό.)

Καλικαντζούρια με πραγματικές συνέπειες Σόρρυ μαν, δύο φώτος για το σινάφι, είστε νοτόριους.

Δες και καλικατσούνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις -ιά μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει τον κατώτερο, από διάφορες απόψεις, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική κ.ά., τη μπασκλασαρία, τον/την τελευταία. Στον προφορικό λόγο, δέον να προφερθεί με αριστοκρατίζοντα επιτονισμό καταφρόνησης επιβοηθούμενο από τις κατάλληλες γκριμάτσες αηδίας του προσώπου για την ξευτίλα της κατωτεριάς.

  1. ΚΑΤΩΤΕΡΙΑ Πασοκε Εσυ αμφισβήτησες, ΕΣΥ θα μας πεις πρώτος. (Από βρις-οφ εδώ).
  2. Πω πω! Σαν δε ντρέπομαι, η κατωτεριά, να έχω διαβάσει τα έργα των Διαφωτιστών από μεταφράσεις! Να τσακιζόμουν να μάθαινα Γαλλικά, αντί να αλητεύω στα Λονδίνα! (Με ειρωνική αυτοκριτική διάθεση εδώ).
  3. Ολα αυτά η αγράμματη Ελληνική κατωτεριά τα ερμήνευσε με το κουτσοβλάχικο μυαλό της! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βροχάρα, ή η χοντρή βροχοσταλίδα που σκάει κατάχαμα σαν ροχάλα.

  1. Σαν πω για να έρθω, χιόνια και βροχάλες. Σαν πω να γυρίσω, ήλιος καλοκαίρι (εδώ)

  2. Διάβασα στις ειδήσεις για τις βροχάλες στα μέρη σας. Στα δικά μας, ο ήλιος καίει ακόμη πέτρες (εκεί)

  3. Εχτές επαιδευόμουνα να φκιάξω μια χαρχάλα κι όπως στα τζάμια χτύπαγεν αγέρας και βροχάλα σκεφτόμουνα: «Ρε Άντριου, τι έκανες ρε βλάκα; Ξέχασες τα καρύδια σου που λιάζονταν στην πλάκα!!» (παραπέρα)

Παίζει κι ως φτηνό λολοπαίγνιο εκ της βρόχας και τση ροχάλας.

La brochâle

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από γκουρμέ+αηδία. Είναι το αποτέλεσμα αποτυχημένης προσπαθείας γαστριμαργικού νεωτερισμού, όπου συνήθως δίδεται ιδιαιτέρα προσοχή εις το φαίνεσθαι και το τελικόν προϊόν είναι μή βρώσιμον. Είναι το αντώνυμο της γκουρμεδιάς

-Μας έστειλε ο Λάκης σ' ένα ρεστωράν και καλά ψαγμένο, nouvelle cuisine και έτσι. Μας φέρανε κάτι γκουρμεδίες που δεν τρωγόταν με τίποτα. Και πληρώσαμε κι ένα σκασμό λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν από την προφανή ρίζα και την κυρίαρχη χρήση της σλανγκοπεριγραφής του ανδρικού ενδύματος, το παρόν λήμμα προέρχεται από τον αγγλικό όρο «customization», ήτοι επί το ελληνικότερον κι επικουρικότερον την «προσαρμογή» και χρησιμοποιείται εν προκειμένω για να περιγράψει την μετατροπή που υπέστη κάτι.

Ειδικότερα, αφορά σε κατά παραγγελία κατασκευή/προσθήκη η οποία υπέστη τροποποίηση ως προς το σχήμα και το μέγεθος προκειμένου να εξατομικευθεί, συνιστώσα σαφώς ενοχή είδους κι ουχί γένους, που βγάζει μάτι ότι μετρήθηκε, σχεδιάστηκε, τοποθετήθηκε και εντέλει κούμπωσε με ακρίβεια και μεράκι (και συνήθως ένα σκασμό λεφτά) πάνω στις ιδιόμορφες ανάγκες του όποιου την παρήγγειλε και η οποία επουδενί θα μπορούσε να συγκριθεί προς το αγοραστό τυπικών γιουνιβέρσαλ διαστάσεων πράγμα.

  1. Γιώργος: Πλάτωνα έβαλα το γαμιστερό "Χ" ηχοσύστημα στο πέρσοναλ για να κάνουμε την κάθε διαδρομή πανηγύρι. Καλό;
    Πλάτων: Πλάκα κάνεις!; Αυτό έχει μεγαλύτερα ηχεία από τη μπάκα μου, που τα χώρεσες;
    Γιώργος: Μην ξεχνάς σαμπγούφερ, πυκνωτές και ενισχυτές. Κουστουμιά στο πορμπαγάζ. Πλέον θα παίρνεις τις βαλίτσες στα πόδια σου.
    Πλάτων: βάλε και χαντρολαίμι, θα στο ματιάσει κάνας κάγκουρας.

  2. Πλάτων: #!@^@@ το τάμπλετ μου μέσα.. μα δεν πουλάει κανείς #$!!%^ μια @^$&* θήκη για οθόνη 12,1";
    Γιώργος: Εμ πήγες και πήρες ό,τι πιο γκουμούτσα κυκλοφορούσε. Μόνο κουστουμιά σε βιοτεχνία αδερφέ.
    Πλάτων: Μήπως να πουλήσω και το τάμπλετ για να ράψω τη θήκη;
    Γιώργος: Εγώ φταίω.

Βλ. και καστομιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνοντας τους άλλους ορισμούς, και ιδίως τη στρατοσλάνγκ για τη στάση προσοχής, να πούμε ότι σημαίνει γενικότερα τη στάση ή ποιότητα της ακαμψίας και σκληρότητας, όπως άλλωστε και στο μένω κάγκελο και το καγκελώνω.

Σοκ στα Τρίκαλα: Νοσηλεύτρια κοίταξε από το παράθυρο και έμεινε κάγκελο. (Εδώ).

Και ειδικά στη σεξοσλάνγκ, σημαίνει την έγκαυλο πούτσα που έχει καταστεί σκληρή και άκαμπτη λόγω υπερμέτρου καύλας, τη λεγόμενη πούτσα- κάγκελο.

α. Το πρωί της Πέμπτης ξύπνησα όλο κέφι και με μια πούτσα κάγκελο μόλις άνοιξα τα μάτια μου το χέρι μου πήγε ασυναίσθητα στο καυλί μου που ήταν σκληρό σαν πέτρα. (Από το flock.gr).

β. Ο πούτσος μου κάγκελο πέτρα από τη καύλα μόνο που σκεπτόμουν ότι δίπλα μου ήταν γυμνός ένας όμορφος 45αρης. (Από το sepidao.net)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψωλή του γαϊδάρου.

Τα λες αυτά γιατί δεν έχεις δει τη βουρδίγγλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωρινοί (και μερικές φορές μόνιμοι) τοίχοι αντιστήριξης πρανούς γειτονικού ακινήτου σε θεμελίωση. Από οπλισμένο σκυρόδεμα, αν και υπάρχουν αναφορές ότι γίνονται και από απλό σκυρόδεμα.

Από την όψη που δίνει το καλούπωμά τους: τα ξύλα του καλουπώματος μοιάζουν με ντουλάπια που "ντύνουν" τον "τοίχο" του πρανούς.

Κατ' άλλη έννοια και με μια ορολογική ασάφεια, ντουλάπια λέγεται και η κατασκευή ορυγμάτων κάτω από την υφιστάμενη θεμελίωση και η πλήρωση αυτών με σκυρόδεμα.

Δεν θα ησυχάσω μέχρι να βάλουμε ντουλάπια για το βόρειο γειτονικό. Μέχρι τότε κανείς δεν κατεβαίνει στο σκάμμα χωρίς να είμαι παρών.

Καλούπωμα για ντουλάπια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προσφιλές strap-on, το ζωνάτο δηλαδή ντίλντο που φέρουν όσες / όσοι επιθυμούν να συνουσιάσουν ενεργητικά αλλά αδυνατούν ελλείψει (λειτουργικού) πέοντος.

Βλ. επίσης: στραπούτσα, στραπονάρι, στραπονιάζω, αστραπόνγιαννος, γαμπρός, κ.ά συμπληρώματα διαστροφής.

1. κουφάλα Μαρκογιαννάκη το γλίτωσες το στραπόνι απ την Κωνσταντοπούλου

2.
Μαρία αν το δεις τράβα να ισιώσεις με κανα στραπόνι την γκεοπαρέα σου... φιλιλα πολλά μωρή μπαλότσα και στον Νικολάκι που έχει περίοδο αυτό τον καιρό !

2.
όταν τελειώσει το μπυρόνι
έλα περσεφόνη
λιώσε με με το στραπόνι
αλλά μάλλον θα με καψουρευτεί σαν χαζόνι
και τελικά θα φάω χυλοπιτόνι
και θα μείνει το στραπόνι
ξεχασμένο πάνω στο κουτί με το πριόνι
να θυμίζει όμορφες στιγμές στο χιόνι

2.
…Κορίτσι μου πολύτιμο
κατακτητή μεγάλε
το πέος σου είναι σκληρό
και δε νομίζω να μπορώ
τέτοια υπέρμετρο δοκό
ξωπίσω μου να βάλω…
(από το ποήμα «Το στραπόνι»)

(από σφυρίζων, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γούτσικη εκδοχή του σέλφι, της σελφιάς.

Το μικρό σλανγκαρχίδι μέσα μου ίσταται και ξεσκίσταται:

- Ρε μαλάκα το τερμάτισες! Αν είναι να ανεβάζεις το υποκοριστικό κάθε σλανγκιάς στο σάη, πάει, το γαμήσαμε και ψόφησε.

Ο αμετανόητος όμως καβουροσλανγκόσαυρος συγκάτοικός του τον τάπωσε, ποιούμενος τον ναζί τση γραμματικής:

- Η αγγλικάνικη λέξη selfie είναι από μόνη της υποκοριστικό, πράγμα που δεν αντικατοπτρίζεται στην μορφή «σέλφι». Το σελφάκι είναι πιο slangically correct καθώς αποκαθιστά το γλωσσολογικό και μεταφραστικό αυτό ὄνειδος.

1. #sweet το πρωτοχρονιατικο σελφάκι μας ♡♡

2. Χαχαχα σελφάκι στο σχολείο κι έτσι;

4. Καλημερούδια.....με ενα σελφακι......!

5. Θέλω σελφακι μαζι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified