Οι ενέργειες ενός τζέι.
Ωχ ο Δημήτρης άρχισε τα τζέικα (δλδ άρχισε τις βλακείες ή άρχισε να πουλάει μούρη ή να πουλάει λεζάντα)
Οι ενέργειες ενός τζέι.
Ωχ ο Δημήτρης άρχισε τα τζέικα (δλδ άρχισε τις βλακείες ή άρχισε να πουλάει μούρη ή να πουλάει λεζάντα)
Got a better definition? Add it!
Επίσης, είναι είδος βουτιάς κατά το οποίο ο δύτης περιστρέφεται κατά την πτώση γύρω από τον εαυτό του θυμίζοντας τον ελικοειδή τρόπο με τον οποίο εκδιπλώνεται η σερπαντίνα.
Έπεσε στην πισίνα κάνοντας μια ωραία σερπαντίνα!
Got a better definition? Add it!
Χλίδα: η χλιδή, πειραγμένη με το γαμοσλανγκοτέτοιο -α (κατά τα βρόχα, προσβόλα, συνάντα, κ.ταλ.)
Παρομοίως, ο χλιδάτος ο φέρων χλίδα προκύπτει με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος -άτος (κατά τα γαμάτος, αρχιδάτος, γκλαμουράτος, κ.ταλ.)
Από τότε που βγήκαν οι λάσπες, η χλίδα και οι χλιδάτοι παραπέμπουν σε λούσα, πολυτέλεια και τρυφηλότητα. Πέον να σημειωθεί ότι η χλίδα είναι ομόρριζη της αγγλικάνικης gl(j)itter. Ωσεκτουτού, οι χλιδάτοι δεν μπορούν να συνευρίσκονται με τους glitterati χωρίς να διαπράττουν ετυμομιξία.
Βλ. επίσης: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος κ.ά.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται από τηλεπαρουσιαστή, ο οποίος προτρέπει τον καμεραμάν του να εστιάσει σε αυτόν η κάμερα προκειμένου να αναγγείλει κάτι εξαιρετικά σημαντικό στους τηλεθεατές. Το χρησιμοποίησε μέχρι ναυτίας και το καθιέρωσε ο Δημοσθένης Λιακόπουλος, του οποίου αποτελεί προσφιλή ατάκα, όταν πρόκειται να μας εμπιστευτεί επικές λιακούρειες θεωρίες.
Η έκφραση μεταφέρεται (αυτο)ειρωνικώς στον προφορικό ή και διαδικτυακό λόγο, προκειμένου κάποιος να ζητήσει την προσοχή των ακροατών/ αποδεκτών του, όταν πρόκειται να αναγγείλει κάτι και καλούα βαρυσήμαντο. Αυτός που λέει την έκφραση μπορεί και να κάνει τις σχετικές κινήσεις του Λιακό ή, πιο δύσκολα, και να μιμηθεί την αγριοφωνάρα του.
Πάσα: Mr Cadmus.
- Είναι τίμιο νέτο η Δήμητρα, αλλά, η κάμερα σε μένα, όλα τα λεφτά είναι η μικρή αδερφή της η Ειρήνη, που αρχίζει σπουδές στην Πιπάντειο.
Κάμερα σε μένα: Ο ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΘΑΙΝΕΙ (οικονομική) ΚΡΙΣΗ και ΔΑΓΚΩΝΕΙ
Ακόμα και τα Νεφελίμ μελαγχολούν...
Ο λαδέμπορας (και ενίοτε εκδότης και συγγραφέας) Λιακόπουλος βλέποντας τις πωλήσεις των βιβλίων του να πέφτουν, μπήκε γενναία και αυτός στο παιχνίδι: Απολύσεις προσωπικού. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Άτομο που εκφράζεται με πληθωρικά μελοδραματικούς μανιερισμούς προκειμένου να στρέψει όλα τα λέιζερ πάνω του.
Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, οι ντραμακουινισμοί δεν είναι προνόμιο των γυναικών και των ΛΟΑΤ.
Εκ του αγγλικανικού drama queen.
- Καλή συνέχεια!
(αποχώρηση του Pavlea χωρίς ντραμακουινισμούς από το σλανγκρρ, εδώ)
Got a better definition? Add it!
Φράση που ξέμεινε από διαφήμιση Favre Leuba (που δυστυχώς δε βρήκα στο συσιφόνι, μάλλον επειδή έπαιζε επί πλειστοκαίνου). Ο ένας προσπαθούσε να προφέρει τη φίρμα και δεν τα κατάφερνε, ενώ ο άλλος ο μαγκιόρος που το φορούσε στο χέρι, έγραφε σταρχίδια του τον αγράμματο και χαμογελούσε με ανωτερότητα, λες και το ρολογάκι ήταν τελικά το νόημα της ζωής που μόνο εκείνος κατείχε και ακουγόταν από μέσα η βαθιά φωνή «φάβγ λ[οε]μπά - όσοι το φορούν, ξέρουν και να το προφέρουν» (τι λες τώρα!).
Τάπα και γυριστή απέναντι στον αναιδέστατο που μας την είπε, επειδή δεν ξέραμε ό,τι δεν ξέραμε, που αυτός το ήξερε όμως. «Όσοι το φορούν, ξέρουν και να το προφέρουν» πα να πει, «ω ανόητε, για ποίο λόγο χαίρεσαι, το ό,τι κατέχεις τη συγκεκριμένη γνώση είναι αρνητικό για σένα και σημαίνει ότι έχεις εμπειρίες που θεωρούνται υποτιμητικές για την προσωπικότητά σου - ενώ εγώ που δεν ξέρω απ' αυτά τα πράματα στην πραγματικότητα θα πει ότι είμαι πιο καλός από σένα, πιο σωστός και η άγνοιά μου είναι το πλεονέκτημά μου κι άμα λάχει ναούμ' θα παντρευτώ και παρθένα».
Συναντάται και στην - πιο άμεση - μορφή «όποιος το φορά, ξέρει και να το προφέρει». Αμέ.
Εδώ:
Ο Hellegennes έγραψε και την είπε στον Isildur: Πεολειχία λέγεται. Θα έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα, για ευνόητους λόγους (που δεν έχουν να κάνουν με μένα, το ξεκαθαρίζω)
Και ο Isildur απάντησε: Την διαφήμιση του Favre Leuba, τη θυμάσαι; όποιος το φορά, ξέρει και να το προφέρει...
Εδώ:
-Ο ΛΑΟΣ οχι ΤΟ ΛΑΟΣ. Δε λέμε ΤΟ ΣΥΝ επειδή είναι κόμμα, λέμε Ο ΣΥΝ. Και όχι εγώ δε θα σου ζητήσω ευρώ για την κοτσάνα σου. :lol:
-Ε, όσοι το φορούν, ξέρουν και να το προφέρουν! Πάντως, για μένα είναι το ΛΑΟΣ, κατά το σούργελο.
- Πω πω είσαι ηλίθια, αν είναι δυναμόν να μην ξέρεις τι θα πει ξεκωλοπατόμουνο, στο σλανγκρ είσαι όλη την ώρα!
- Όποιος το φορά ξέρει και να το προφέρει.
- Πουτάνα.
- Καργιόλα.
Got a better definition? Add it!
Εκ της τζιπούρας Porsche Cayenne και του μεγαλοδικηγόρου Αλέξη Κούγια. Χαρακτηρίζει το εν λόγω όχημα ως το κατ' εξοχήν σύμβολο νεοπλουτισμού της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα. Σχετικές αναφορές έχουν γίνει στα λήμματα μουαγέν, τζιπούρα, το χάσαμε το κορμί πατριώτη και βλαχοκυριλέ. Εννοείται ότι η τζιπούρα αποκτήθηκε με κουγιές, και εφόσον συνδυάζεται με μοντελοπνίξιμο είναι ακόμη πιο επιλήψιμη. Η έκφραση λέγεται με μελαγχολία ότι τα μουνιά και τα μοτέρια βρίσκονται σε λάθος χέρια.
Πάσα: John Black.
- Πού το κουβάλησε το κουγιέν στο στενοσόκακο ο μαχλέπας! Μας φράκαρε τον δρόμο!
Got a better definition? Add it!
- Τι είναι ένα 4 επί 4 στο βυθό;
- Μια τζιπούρα.
- Πώς λέγεται το ψάρι με 4 τροχούς;
- Τζιπούρα.
Τέτοιου είδους σύντομα ανεκδοτάκια-ερωταπαντήσεις (ανήκοντα σε έναν τύπο που μεσουράνησε για κάποιο διάστημα πριν καμιά δεκαετία, βλ. π.χ. καρχαρίνι) δημιούργησαν το μύθο της τζιπούρας.
Η τζιπούρα άρεσε κι επομένως αυτονομήθηκε από το ανεκδοτάκι, αντικαθιστώντας σε αρκετές περιπτώσεις το πολυχρησιμοποιημένο τζιπάρα (κοίτα μια τζιπάρα!).
Εικάζουμε οτι πρωτοχρησιμοποιήθηκε με διάθεση σκωπτική από μη κατόχους τετρακίνητου, αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι κάτοχοι τζιπούρας (τζιπάτοι) πανηγύρισαν το χαρακτηρισμό και τον έκαναν παντιέρα τους, ακυρώνοντας έμπρακτα το όποιο αρχικό μειωτικό περιεχόμενό του.
Συγκεκριμένα τώρα, η τζιπούρα δεν είναι ένα οποιοδήποτε τετρακίνητο (π.χ. Lada Niva), αλλά το ευμέγεθες και πολυτελές τζιπ, με κινητήρα αρκετών χιλιάδων κυβικόπουλων (από τρίλιτρο βασικά και άνω), που ακτινοβολεί χλιδή και πιστοποιεί την οικονομική επιφάνεια του κατόχου, που ακούμπησε στο δρόμο λεφτά που σήμερα αγοράζουν άνετα πεντάρι στα Πατήσια.
Υπάρχει μια τεράστια φιλολογία περί τζιπάτων, για τη σχέση τους με το αντικείμενο του πόθου τους, την επιδειξιομανία τους και χλιδαμπουριά τους, τον κωλοπαιδισμό τους, τις μυκονιάτικες και αραχωβίτικες «αποδράσεις» τους, όλα χρονολογούμενα απ' τη χρυσή εποχή του κωστοπουλισμού / λαμογίστικου νεοπλουτισμού-οικονομισμού / ύστερου παπανδρεϊσμού και πρώιμου σημιτισμού, εκεί στις αρχές των ενενήντα-ς. Αντιστεκόμεθα στον πειρασμό να επεκταθούμε, υπάρχει άλλωστε το οικείο λήμμα για όποιον επιθυμεί να συνεισφέρει στη σχετική φαινομενολογία.
Πριν σκάσουν μύτη στα καθ' ημάς τα θηριώδη Hummer (απ' τα οποία μόνο το πολυβόλο λείπει για να πας να πολεμήσεις στο Ιράκ) η υπέρτατη τζιπούρα ήταν το πορσικό Καγιέν, το οποίο πλέον απαντά συχνά ως Κουγιέν, εκ της σύνδεσής του με τον γνωστό πιθηκότροπο ποινικολόγο.
Ειναι πολυ σπαστικο οταν γυριζεις απο την εκδρομη να εισαι σε μια καθαροαιμη τζιπουρα που ειτε μουγκρίζει ανυποφορα μετα τις 1000 στροφες (grand vitara- εχω και γω και θελω να το πουλησω) ειται κουνιέται σα βάρκα( LC, Pajero κλπ δυναμεις) ωστε να σε πιανει ναυτια αν δεν θες να σε περνανε τα 206 στο δρομο.
(φόρουμ 4 τροχοί)
ΤΣΟΥΠ… ρίχνουμε τα τέλη κυκλοφορίας για να τονωθεί η αγορά… και ως γνωστόν ο έλληνας με το πάθος και το φετίχ με τις ΤΖΙΠΟΥΡΕΣ πάει και αγοράζει το κάρο.
(μουρμουρ.γρ)
χθες σταματησε μια τζιπουρα και μου λεει ενας πολλα βαρυς αντρας απο μεσα....
θηλυκια ειναι;
Ναι
Μου τη δινεις για ζευγαρωμα;
(σκυλο-φόρουμ)
και ξαφνικά στρίβει ένα τζιπ με φόρα από το φανάρι και φρενάρει απότομα στην πλατεία. Τζιπ. Τι τζιπ! Τζιπούρα!! Τανκς που θαρρείς γαμούσε κι έδερνε το οδόστρωμα. Και κατεβαίνει κύριος κοντός, χοντρός, με γυαλί με χρυσό σκελετό που άστραφτε και βρόνταγε και μπλούζα με άλογο τεράστιο σαν χλαπάτσα στο στήθος.
(προταγκον.γρ)
Ο,τι λογο εχει ο αυτοκινητιστης πολης να κυκλοφορει με την 4x4 τζιπουρα εχει και ο μηχανοβιος να κυκλοφορει με την γουρουνα
(νοιζ.γρ)
Got a better definition? Add it!
Ονοματοποιητική μεταφορά του τυπικού soundtrack που παίζουν τα 150.000 Megawatt ηχητικά συστήματα των απανταχού Καγκούρων (λέγε με ICE στην καγκουροσλάνγκ). Όπως καταλαβαίνει κανείς, η φράσις περιγράφει τον χαρακτηριστικό ήχο των τριανταπεντάλεπτων daaaance χιτακίων, όπου το μπιτάκι τονίζεται με το αντίστοιχο χτύπημα της μπότας, συνοδεία μπάσου ακολουθούμενο από το «τσσστ» του ανασηκωμένου hi-hat (βλ. μήδιον 1 καθώς και τον DJ Κάγκουρα στην δεύτερη καταχώρηση του εξαίρετου σλανγκολήμματος).
Οι πουριτανοί σλανγκομάστορες μπορεί ορθώς να αναρωτηθούν για την δημοφιλία τής εν λόγω έκφρασης (άρα και τον λόγο καταχώρησης του λήμματος), ωστόσο είναι τόσο εύστοχη και αστεία που θεωρώ ότι η διάδοσή της από το έγκριτο τούτο ιστολόγιον είναι επιβεβλημένη.
Σλανγκασίστ από το Νο 338 Tweet του Forrest Gump του Νίκου Ζαχαριάδη στην Athens Voice.
Παράδειγμα από την εν λόγω ασσίστ:
- Κάγκουρας δεν αποκαλείται η επιδειξιοµανής εκείνη µορφή ζωής που περιφέρει τις εξατµίσεις-µπουρί, τις αεροτοµές και το «ντούφτιν-ντούφτιν» ενός επαγγελµατικού ηχητικού συστήµατος σε έναν οποιοδήποτε δρόµο για να το δουν όλοι;
- Συνεπώς, µία επαγγελµατίας «ξοδεύτρια διατροφής» που περιφέρει τις αντίστοιχες δικές της αεροτοµές, τις αντίστοιχες δικές της εξατµίσεις και το αντίστοιχο δικό της «ντούφτιν-ντούφτιν» σε ένα οποιοδήποτε κανάλι, για να το δουν όλοι, δεν είναι η θηλυκή εκδοχή του «Κάγκουρα;»
- Άρα η εκποµπή δεν θα µπορούσε κάλλιστα να λέγεται «Real Καγκουρίνες of Athens»;
Got a better definition? Add it!
Κάπως πιο κυριολεκτικά σημαίνει γαμώ με έμφαση στην ενέργεια της τοποθέτησης του τσουτσουνιού εντός της δεχομένης οπής.
Πιο σλανγκικώς σημαίνει μια γενική συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο φάσμα διαφορετικών στοιχείων, όπως αυθάδεια, προπέτεια, επιδειξιομανία, επιθετικότητα, αυτοπεποίθηση υπερβολική ως προς την αξία του τσουτσουνίζοντος υποκειμένου, ασοβαρότητα και τα συναφή. Βασικά, σαν να πρόκειται για κάποιον εφηβικής ή νεαρής ηλικίας, ο οποίος θέλει να επιδείξει το τσουτσούνι του, ή και να το χρησιμοποιήσει, κάνοντας διάφορα πεσίματα με άκομψο τρόπο. Ο όρος, δηλαδή, μάλλον παραπέμπει σε επίδειξη και επίθεση η οποία είναι δυσανάλογα άκομψη σχετικά με την μικρή αξία του νεαρού ή νεαρόφρονος τσουτσουνιστή. Επίσης, σε γενικότερα φαινόμενα νεανικής ανησυχίας, ακράτειας και πεσίματος για γαμήσι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) σε αντίθεση με την υποτίθεται υστερότερη σοβαρότητα και εγκράτεια του ώριμου άντρα. Συναφώς, μπορεί να σημαίνει ότι λέω βλακείες και πράγματα στερούμενα σοβαρότητας, κλαπαρχιδιές.
- Πώς πήγε με το Μαιράκι στην Πάρο; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;
- Άσε, πάνω που ήμουν έτοιμος να την τσουτσουνίσω, μου είπε ότι είχε περίοδο. Ε, την άλλη μέρα φλέρταρα με κάτι τουρίστριες και στράβωσε η φάση.
- Καλός καλημεράκιας είσαι και του λόγου σου...
- Τι τσουτσουνίζει μωρέ το τσουτσέκι; Ποιος νομίζει ότι είναι;
Got a better definition? Add it!