Further tags

Ο χάλιας, τόσο από εξωτερική εμφάνιση, όσο και ψυχολογικά.

- Έτσι θα πας στη συνέντευξη ρε; Χαλιαμπάλιας;

(από poniroskylo, 09/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, η αδερφή.

- Πώς σου φάνηκε ο Νίκος;
- Δεν ξέρω αλλά μου φάνηκε λίγο Μαρίνος.

Ο showman Γιώργος Μαρίνος (από poniroskylo, 27/09/08)Ο βουλευτής του ΚΚΕ Γιώργος Μαρίνος (αριστερά) με ναυτεργάτες (από poniroskylo, 27/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ο χτυπημένος από τη ζωή και τις κακουχίες της που παίζει μπουζούκι για να παρηγορηθεί.

Ο όρος έχει βγεί από τον μεγάλο ηθοποιό του έθνους Νίκο Ξανθόπουλο, από την ομώνυμη ταινία Γιακουμής - μια Ρωμαίικη καρδιά.

Συνήθως χρησιμοποιείται για αυτούς οι οποίοι κλαίγονται συνεχώς για την πάρτη τους, με απώτερο σκοπό να τους λυπηθείς και να τους καβατζώσεις (κυρίως οικονομικά). Συνηθίζεται η έναρξη της κλάψας να γίνεται με την λέξη: «Μάνααα...», αφού συνήθως κλαίγονται στη μάνα τους για λύπηση και χαρτζιλίκι.

Υπάρχει φυσικά και η δεύτερη και σημαντικότερη χρήση, η οποία αναφέρεται σε υπερβολικά πλούσια ή νεόπλουτα άτομα, με απαραίτητη προϋπόθεση την κατοχή σκάφους ως μουνοπαγίδα. Συνήθως κυκλοφορούν με πουλοβεράκι στους ώμους και σορτσάκι Nautica και κόβουν βόλτες στις μαρίνες σε ακτίνα κοντινή στο σκάφος. Μιλάνε στο κινητό μεγαλόφωνα και κανονίζουνε το επόμενο μπακουροπάρτυ στο σκάφος. (Ο Γιακουμής της ταινίας κοιμότανε σε βάρκα και όλο το story έπαιζε γύρω από αυτό).

Η χρήση αυτή του όρου γίνεται με εντελώς αντίστροφη λογική από αυτήν του αγαπητού παιδιού του λαού! Σε αντίθεση με τον Ξανθόπουλο - που ήταν χαμάλης στο καρνάγιο - τα άτομα αυτά συνήθως δεν δουλεύουν.

  1. Τάσος: - Ρε συ Πάμπο, πού να σου λέω τι έπαθα... Πάνω που ερχόμουνα με πιάνει λάστιχο, παίρνω λεωφορείο και μου κλέβουνε το πορτοφόλι, με πιάνει εισπράκτορας και τρώω πρόστιμο, το κινητό δεν έχει μονάδες και δεν έχω και τηλεκάρτα! Έχεις κάνα ψιλό για δανεικά; και θα στα φέρω αύριο...
    Πάμπος: - Πού 'σαι Γιακουμή; Το μπουζουκάκι σου και σ' άλλη παραλία...

  2. - Μαλάκα, τι σκάφος είναι αυτό που έχει το πουρέιντζερ;;;;
    - Ναι, ναι... Γιακουμής ο δικός σου...!

(από GATZMAN, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την σεξουαλική σημασία του όρου (που καλύπτεται στον προηγούμενο ορισμό), το βαθύ λαρύγγι είναι επίσης συνώνυμο αυτού που αποκαλύπτει απόρρητα μυστικά, του πληροφοριοδότη.

Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι μάλλον εμπνευσμένος από την κλασική ταινία πορνό «Το βαθύ λαρύγγι», η οποία είχε κάνει πάταγο εκείνον τον καιρό (1972) που ξέσπασε το σκάνδαλο Watergate στην Αμερική. Χρησιμοποιήθηκε τότε για να χαρακτηρίσει έναν συγκεκριμένο άγνωστο πληροφοριοδότη (τον Mark Felt), έκτοτε όμως η σημασία του γενικεύτηκε. Για περισσότερες λεπτομέρειες δες το παράδειγμα 1, όπως επίσης και αυτό το λινκ.

  1. (Από το αρχείο ειδήσεων του BBC.)
    Ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά στην ιστορία της δημοσιογραφίας αποτελεί πλέον παρελθόν, αφού αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του ανθρώπου που είχε μείνει γνωστός ως το «Βαθύ Λαρύγγι»--του ανθρώπου που είχε οδηγήσει δύο Αμερικανούς δημοσιογράφους στην πολύκροτη υπόθεση Γουότεργκεϊτ, η οποία υποχρέωσε, το 1974, τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον σε παραίτηση. Όπως δημοσίευσε το περιοδικό Βάνιτι Φερ (Vanity Fair), πρόκειται για τον συνταξιούχο πρώην υποδιευθυντή του FBI, Μαρκ Φελτ.
    Πάνω από 30 χρόνια έχουν περάσει από τη στιγμή που η υπόθεση Γουότεργκέιτ συγκλόνιζε την αμερικανική πολιτική ζωή και οδηγούσε τον Ρίτσαρντ Νίξον εκτός του Λευκού Οίκου.

  2. (Από αυτό το άρθρο της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», της 27/07/2008.)
    Το «βαθύ λαρύγγι» του Ίντερνετ
    Μυστικά έγγραφα διεφθαρμένων κυβερνήσεων, στρατιωτικά απόρρητα για τον πόλεμο στο Ιράκ, αποδείξεις ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, μυστικά που οι Εκκλησίες κρύβουν από τους πιστούς τους, αλλά και το... αρχικό σενάριο για την τελευταία ταινία του Ιντιάνα Τζόουνς -για το οποίο πολλοί στοιχηματίζουν πως θα έκοβε περισσότερα εισιτήρια απ' όσα εκείνο που τελικά γυρίστηκε- αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά στον ίδιο διαδικτυακό χώρο: Το wikileaks.org διεκδικεί να γίνει ο παράδεισος των λαγωνικών απόρρητων εγγράφων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαντέμης, ο κατσικοπόδαρος, ο Μητσοτάκουλας.

Εμπνευσμένο από τον ομώνυμο φίλο του Τιραμόλα, ο οποίος κυκλοφορούσε στο σχετικό κόμικ μονίμως με ένα συννεφάκι βροχής πάνω από το κεφάλι του. Σε ένα πανάρχαιο τεύχος δε, η γκαντεμιά του συνετέλεσε στην κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους (τι θυμάται ο άνθρωπος).

Απηρχαιωμένο πλέον, χρησιμοποιείται μόνο από υπερήλικες αναγνώστες Μικυμάου, καθώς η νέα γενιά αγνοεί τελείως τον ήρωα, υφιστάμενη την απαλλοτρίωση στην οποία την εξωθεί η ντόπια αντίδραση και η εισαγομένη υποκουλτούρα μπλα μπλα μπλα ….

- Γαμώ την Αγία Καραμέλα τη ρουφιάνα, είναι η τρίτη φορά που φέρνω χασσόδυο στο καπάκι!
- Αμάν μωρ' αδερφάκι, τι Ιωνάς είσαι και σύ! Μήπως καλύτερα να το γύριζες στο εργόχειρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός και δυνατός, το γομάρι. Μπορεί να το πει κανείς όμως και για κάποιον που είναι απλά πολύ χοντρός.

- Ρε κόψε λίγο τους γύρους και τις μπύρες, Οβελίξ έχεις γίνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τιραμόλα είναι ήρωας κόμικ που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα την δεκαετία του '70 και το σώμα του είναι από καουτσούκ ώστε να μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές.

Όταν λέμε κάποιον Τιραμόλα εννοούμε τον άνθρωπο με κορμί λάστιχο, που μπορεί να κάνει κινήσεις πέραν των κινήσεων του μέσου ανθρώπου. Επίσης, όταν δεν μπορούμε να κάνουμε κάποια κίνηση, υπενθυμίζουμε στον συνομιλητή μας ότι δεν είμαστε Τιραμόλα.

- Μπορείς να μου φτάσεις το τηλεκοντρόλ γιατί βαριέμαι να σηκωθώ;
- Ωχου! κι εγώ βαριέμαι είναι μακρυά, τι με πέρασες Τιραμόλα; Πάρε τα πόδια σου και πιάσ' το!

(από ο αυτοκτονημενος, 22/02/09)The phenomenon of deja vu (από Hank, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…

Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.

Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:

  • Γκιζίκης, για τον φέροντα χουντικό γυαλί.
  • Πάρλας, γι' αυτόν-ήν που έχει κύκλους στα μάτια,
  • Ντεμιρέλ, που έχει προκοίλι ετοιμόγεννης,
  • Γκιζέλα Ντάλι, για χαζο-ξανθιά λατέρνα (σε προκεχωρημένη ηλικία προτιμάται ο όρος «η θεία μου η χίππισσα»),
  • Παναγιωταρέα / Κούβελας, για γκριζομάλλη-α, με κούπ μέςς, που αφήνει τεχνηέντως κατάλευκο τσουλούφι,
  • Μονσελλάς, για τον μπακουρέο απάλευτο μακρυμάλλη άνω των 40, που μυρίζει ναφθαλίνη (εκ της πολύκροτης υπόθεσης συμμετοχής σε αυτοκτονία),
  • Καζαντζίδης, για τον κλαψομούνης μεμψίμοιρο,
  • Ιάσονας / Μουρατίδης, για το νεάζοντα και καλλιτεχνίζοντα μεσόκοπο πουσταράκο,
  • Σουγκλάκος, για τον βαράο,
  • Χριστός, γι'αυτόν-ήν που δεν κλείνει την πόρτα πίσω του (διότι γεννήθηκε κατά τα φαινόμενα σε φάτνη, όπως ο Κύριος),
  • Αρτέμης Μάτσας / Δήμος Σταρένιος, για τον γλοιώδη σπιούνο,
  • Μπαρμπα-Γιώργος, για τον καράβλαχο,
  • Ντρογκμπά, για το μαύρο που πουλάει σι-ντι και
  • (για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά

    και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...

- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;

Χρήστος Πάρλας (από Khan, 26/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμοί:

  1. Το γνωστό ψάρι (δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση).

  2. Το υπόλοιπο του τελειωμένου τσιγάρου. Εξ ου και γόπινγκ (παράδειγμα 1).

  3. Η ανάξια λόγου γυναίκα. Συνήθως πολύ κοντή (έως 145 cm), άσχημη (βλ. σπάω καθρέφτες) και προκαλεί σεξουαλική αποστροφή (ντεκαβλέ), (παράδειγμα 2).

  4. Για όσους θυμούνται τον απίστευτο χαβαλέ στα συνοικιακά τσοντάδικα της νιότης μας: γόπες ονομάζαμε τους θεατές της πλατείας. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της παράστασης συνηθίζαμε να ρίχνουμε αλεύρι από τον εξώστη στην πλατεία, με αποτέλεσμα όταν άναβαν τα φώτα να είναι οι από κάτω σαν αλευρωμένα ψάρια, έτοιμα για τηγάνι.

  1. Ρε μαλάκες, μην πετάτε τις γόπες κάτω. Γι αυτό μας έχουν σκίσει στο γόπινγκ.

  2. Ρε Βαγγέλη, πώς ήταν έτσι η φίλη της Λουκίας; Εντελώς γόπα δικέ μου.

  3. Στο τσοντάδικο (αφού τελείωσε η παράσταση):
    Από την πλατεία: - Ρε κωλόπαιδα, πάλι αλεύρι πετάγατε; Θα σας γαμήσω.
    Από τον εξώστη: - Θα μας κλάσεις τα αρχίδια μωρή γόπα !!!! ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.

Τι λέει ο αστραπόγιαννος;

Αστραπόγιαννος (από GATZMAN, 02/06/10)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified