Το υπερθετικό της φέτας, δηλ. η πανάσχημη γυναίκα, το αρχιμπάζο, η πατσαβουρέξ.
Ίσα μωρη φέτα!
Καλά, δεν υποφέρεσαι με τίποτα... Δεν είσαι φέτα τελικά, λάθος διατύπωση -είσαι ΑΡΧΙφέτα !!
Το υπερθετικό της φέτας, δηλ. η πανάσχημη γυναίκα, το αρχιμπάζο, η πατσαβουρέξ.
Ίσα μωρη φέτα!
Καλά, δεν υποφέρεσαι με τίποτα... Δεν είσαι φέτα τελικά, λάθος διατύπωση -είσαι ΑΡΧΙφέτα !!
Got a better definition? Add it!
Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.
Ίσα μωρή βακέτα...
Got a better definition? Add it!
Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.
Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.
Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.
Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.
Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.
«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.
Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...
- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....
βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
H χήρα του John Lennon έδωσε το όνομά της σε όλες τις γυναίκες οι οποίες:
α) είναι υστερικές και λόγω της ξινομουριάς, κακάσχημες, αλλά κάποιος στραβώθηκε και τις έπιασε γκόμενες,
β) έχουν περίοδο κάθε μέρα,
γ) τουπεδιάζουν επειδή ο γκόμενός τους είναι κάποιος,
δ) δεν αφήνουν τους γκόμενους να κάνουν βήμα χωρίς αυτές,
ε) χειραγωγούν τους γκόμενους (για να μη πω ψωλ-αγωγούν) (σημείωση: υποψιάζομαι πως πρέπει να είναι άσσοι στις πίπες και στα κόλπα, διότι αλλιώς δε κατανοώ το κόλλημα των γκόμενών τους),
στ) δεν τους αφήνουν να τη βρίσκουν με τα φιλαράκια τους,
ζ) χώνονται στις παρέες τους και σπέρνουν τη διχόνοια,
η) ζηλεύουν,
θ) παρεμβαίνουν σε επαγγελματικά, οικογενειακά και σαφώς ορισμένα προσωπικά ζητήματα,
ι) παρ' όλα τα παραπάνω, ο γκόμενος τις έχει θεές και τις υπακούει σα σκύλος.
Προσοχή σε δύο πράγματα:
Η γκόμενα του Κυριάκου είναι σκέτη Γιόκο. Τον έβαλε και τσακώθηκε με τα αδέλφια του, δεν τον αφήνει να βγαίνει μόνος με φίλους, του έχει απαγορέψει να κάνει επαγγελματικά ταξίδια στην επαρχία και εχτές που του έβαλε τις φωνές επειδή δε κατέβασε τα σκουπίδια, με πήρε τηλέφωνο και μου κλαιγόταν σαν μπούλης 3 ώρες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός για προσδιορισμό γκόμενας. Λέγεται για να δώσουμε έμφαση στην περιγραφή μιας κοπέλας η οποία είναι ελκυστική από πίσω, αλλά αποκρουστική από μπροστά. Θυμίζει τον μαγνήτη που από τη μία μεριά τραβάει, και από την άλλη σε διώχνει.
Πως σε φαίνεται η Ντίνα; Καλό γκομενάκι, με ωραίο κώλο αλλά λίγο μαγνήτης είναι. Έχεις δει μύτη που έχει; Σα καρφί είναι
Δες ακόμη: γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό σε άτομα με γελοία εμφάνιση. Κυρίως όταν αυτοί προσπαθούν να εντυπωσιάσουν και να προσελκύσουν το ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα η προσπάθεια αυτή να είναι αποτυχημένη!
Συνήθως χρησιμοποιείται με προσβλητική σημασία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ορισμοί:
Το γνωστό ψάρι (δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση).
Το υπόλοιπο του τελειωμένου τσιγάρου. Εξ ου και γόπινγκ (παράδειγμα 1).
Η ανάξια λόγου γυναίκα. Συνήθως πολύ κοντή (έως 145 cm), άσχημη (βλ. σπάω καθρέφτες) και προκαλεί σεξουαλική αποστροφή (ντεκαβλέ), (παράδειγμα 2).
Για όσους θυμούνται τον απίστευτο χαβαλέ στα συνοικιακά τσοντάδικα της νιότης μας: γόπες ονομάζαμε τους θεατές της πλατείας. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της παράστασης συνηθίζαμε να ρίχνουμε αλεύρι από τον εξώστη στην πλατεία, με αποτέλεσμα όταν άναβαν τα φώτα να είναι οι από κάτω σαν αλευρωμένα ψάρια, έτοιμα για τηγάνι.
Ρε μαλάκες, μην πετάτε τις γόπες κάτω. Γι αυτό μας έχουν σκίσει στο γόπινγκ.
Ρε Βαγγέλη, πώς ήταν έτσι η φίλη της Λουκίας; Εντελώς γόπα δικέ μου.
Στο τσοντάδικο (αφού τελείωσε η παράσταση):
Από την πλατεία:
- Ρε κωλόπαιδα, πάλι αλεύρι πετάγατε; Θα σας γαμήσω.
Από τον εξώστη:
- Θα μας κλάσεις τα αρχίδια μωρή γόπα !!!! ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι η γυναίκα με άσχημο πρόσωπο και ωραίο σώμα.
Τσέκαρε μια γυναίκα-γαρίδα... Τέλεια οπίσθια αλλά απο φάτσα δεν λέει...
Δές και γκόμενα-γαρίδα.
Got a better definition? Add it!