Further tags

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πάει γρήγορα και απρόσεχτα, βρίσκει σε διάφορα αντικείμενα γύρω του.

Χρησιμοποιείται και στην αυτοκίνηση όταν κάποιος οδηγός πηγαίνει τσίτα τα γκάζια με παντιλίκια και βρίσκει πάνω σε κράσπεδα, κάδους, κτλ.

Σε διαδρομή μάουντεν μπίκε: έεελα ρε Βάγγο.. πω ρε πστ αρούβαλος έρχεται... πήρε και τους θάμνους και τα πεύκα μαζί χαχαχα.

Δες και ατσούμπαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aναφέρεται σε άτομα νεαρότερης ηλικίας που θεωρούν ότι μεγάλωσαν και προσπαθούν να υπονομεύσουν ή να εκμεταλλευτούν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.

Είμαι 30 χρόνια μάστορας και θέλει να μου φάει και το μεροκάματο το μαλακισμένο. Τα παιδιά που γαμούσαμε μας ζητάνε κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μουνοράπισμα, με την κυριολεκτική (σεξουαλική) ή μεταφορική (μουνοθυελλώδη) έννοια. Στη πρώτη περίπτωση, παίζει και το «μουνιά».

  2. Υβριστικό μπιλενίκωμα, αντίστοιχο του «ρε αρχίδι!».

  3. Λατέρνατιβ τοπωνύμιο του προσφιλούς Μενιδίου.

  1. - Μουνιες (ή μουνιδια για τους φιλους) ... Τι να σημαίνει δηλαδή; Οι γροθιές (οχι οι γρόθοι). Ενικός η μουνιά ή μουνίδι. ...

- και μια γριά πετάχτηκε από το παράθυρο σαν ιπτάμενη βδέλλα και με πατάει ένα μουνίδι στη μύτη και όχι δεν έκανα λάθος δεν μου έκατσε μπουνίδι αλλά ΜΟΥΝΙΔΙ γιατί έκατσε πάνω στη μάπα μου σα χταπόδι και άρχισε να τις πομολιές με το γέρικο της τέτοιο και βρωμούσε πατατίλα και γεροντίλα και λιβάνι και έκανα εμετό και ο σκύλος της δάγκασε το κανί...

  1. - εσυ ρε μουνιδι τι μαλακιες μ λεγες στο πμ;

- Η κάρτα του πολίτη, και η νέα τάξη των πραγμάτων – μιλανε για την κωλο καρτα που θελει να βγαλει το μουνιδι ο ροκερφελερ και οι μεγαλυτεροι τραπεζιτες του κοσμου...

  1. - Αυτο το μισοκοιμισμενο σεξυ νωχελικο ύφος του πρωταγωνιστή απο το Μουνίδι (Μενίδι) δεν παιζοτανε.

- κονιορδε γυφτε απο το μουνιδι,κοιτα να ξεχρεωσει η κρατικοδιαιτη ομαδουλα σου και ασε την μπαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακεντρεχές και σεξιστικό λογοπαίγνιο πάνω στον φεμινισμό και την φεμινίστρια.

  1. Πώς βλέπει ο φεμΟΥνισμός τον άντρα

  2. Ο ΦΕΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

  3. Γυναικα γαρ! Η ατρομητη Αριστεα βεβαια! Τη πεταξες παλι την “ισοτητα” σου! (κυριολεκτω) Θα πιασω καμια βοϊδο@ουτσα φεμουνιστρια μου εσυ!

  4. Τζεηηηηνννν;τι επαθες αποψε καλη μου φεμουνιστρια;

(Από το διαδίκτυο)

Μερικές από τις φεμουνάρες του φεμουνιστικού ακτιβιστικού κινήματος Femen που μας έχει προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. (από Khan, 10/01/13)Femen-ίστριες ονείρωξη! (από Khan, 10/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται επίσης σε περιπτώσεις, όπου σε μία παρέα παρευρίσκεται μόνο μία γυναίκα απέναντι σε μία ολόκληρη τσατσάρα από άντρες, μόλις υπονομεύοντας την απόλυτη συμπάγεια του αρχιδόκαμπου, ή που έστω ο αριθμός των αντρών είναι συντριπτικά μεγαλύτερος από των γυναικών. Το ίδιο και για οικογένειες, όπου τυχαίνει να υπάρχουν πολλά αρσενικά και ελάχιστα ή ένα θηλυκό. Προφ από το γεγονός ότι η Χιονάτη είχε για παρέα επτά άντρες, ακόμη κι αν νάνους.

- Και, όπως είπαμε, απόψε θα είμαστε μόνο άντρες!
- Το ξέρω ρε συ, αλλά ο Γιώργος έχει καλέσει και τη νέα φίλη που έκανε από το Φέισμπουκ.
- Και τι θα κάνει η κοπέλα με οκτώ ψωλαραίους; Την χιονάτη;

"Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα", ταινία του 1960. (από Khan, 29/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γκαγκά γεροξεκούτης, το ῥαμολιμέντο με έμενταλ.

Θηλ.: γκαγκαδιάδα, ουδ.: γκαγκαδιάρικο.

Έχει και τα καλά του να είσαι γκακαδιάρης: μαθαίνεις πολλές φορές για πρώτη φορά τα ίδια ευχάριστα νέα.

αουτομπανεύκολο λολοπαίγνιο τιμής ένεκεν και εις μνήμην (από xalikoutis, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ νέας κοπής παραλλαγή του κομπλέ ή του κομπλέντερ, πιο αρχαιοπρεπίζουσα μάλλον, ένεκα η κατάληξη -δόν (βαθμηδόν, σωρηδόν κλπ).

ωραιος καλυτερη ποιοτητα να ειχε και θα ηταν κομπλεδον
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω κλασμεντόλ, δηλαδή τρώω μια μεγάλη τρομάρα: κλάνω μέντες, πατάτες, μαλλί, πετούγιες, μπιφτέκια, κ.ταλ. Επίσης, την έχω την ακούσει (αλλά με κακό τριπάκι).

Εναλλακτικά: κλασμεντέν.

- Για ρωτήστε έναν gamer αν τρόμαξε περισσότερο βλέποντας το Χ,Ψ θρίλερ ή παίζοντας Silent Hill, Dead Space ή Doom 3 με κλειστά φώτα. Ή ακόμα καλύτερα: δοκιμάστε το. Κλασμεντόλ.
(εδώ)

- Εκεί που όλα ήταν κομπλέ,έτρωγε κλασμεντόλ και τα 'χανα όλα..
(εκεί)

- κωλοτουμπεεεεεες...οι μερες σας τελιωνουν κλασμεντολ ολοι σας ... οχι το καζακη..το λαο που θα χαμπαριασει τη δυναμη του κ σας εχει παρει χαμπαρει ευρωραγιαδες!!!αντωνιαδηδες κ ψαριανοι δεξιοι κ ροζουλοι αριστεροι...ουστ ρεμαλια!!!!!πηδα τους καζακαρε κι αστους γκεμπελισκους να τρωνε τα λυσακα τους....ο λαος δε ξεχνα...τους προδοτες τους κρεμα!!!!!
(παραπέρα)

Τρομακτικό πάρτι Halloween, προσφορά των τσιγάρων Clas Menthol Mild (από Vrastaman, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται κάποιος εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος, αποκαμωμένος.

Από το τούρκικο darmadağın που σημαίνει σωριασμένος. Σύνηθες στη Θεσσαλονίκη (και όχι μόνο).

Θέλω να ξεκουραστώ, είμαι νταρμαντάνι, πήγα το πρωί σε δημόσια υπηρεσία και με είχαν στο πέρα-δώθε όλη μέρα.

έγινα νταρμαντάνι (από iwn, 19/11/12)-Τα χεις κάνει νταρμαντάνι. (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified