Further tags

Προερχόμενο από τον γάλλο ποδοσφαιριστή Youri Djorkaeff, διεθνή την δεκαετία του 90, χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την «ποιότητα» - ομορφιά μιας γυναίκας.

Ανεξήγητος ο λόγος που οδήγησε στην γέννηση του εν λόγω λήμματος, μάλλον πρόκειται για τον συνδυασμό της ποιότητας που χαρακτήριζε τον ποδοσφαιριστή Τζορκαέφ στο παίξιμό του, σε συνδυασμό με το εύηχο (;) και κάπως παράξενο επώνυμο που παραπέμπει σε κάτι «ευγενικό» και πολύτιμο.

- Πω πω φίλε, τζορκαέφ η γκόμενα ...

Ο Τζορκαέφ (από poniroskylo, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μία κατηγορία ανθρώπων που εμφανίστηκε μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου στις χώρες του πρώην Σιδηρού Παραπετάσματος. Βέβαια τσάτσοι και Πεμπτοφαλλαγγίτες υπήρχαν ανέκαθεν (εξ από ανέκαθεν, που λένε κιόλας...) στα ανθρώπινα χρονικά. Οι Σαακασβίληδες όμως αποτελούν μία μορφή εξέλιξης: είναι αμερικανοτραφείς, με άπταιστα αγγλικά, κάνουν ό,τι τους πουν οι Αμερικανοί και στέλνουν στρατιώτες της χώρας τους όπου προστάζει ο αφέντης. Αν κάτι στραβώσει κλαψομουνιάζουν και παρακαλάνε τους Αμερικάνους να τούς βοηθήσουν, σαν κακόμοιρα κουτάβια ή σαν τα παιδάκια στο νηπιαγωγείο που αν κάνουν καμιά μαλακία και φάνε ξύλο, πάνε κλαίγοντας στη δασκάλα. Συνήθως ηγούνται μικρών ή ανύπαρκτων χωρών (χαρακτηριστικός ο γείτονας Γκρουέβσκι) τις οποίες οι Αμερικανοί δημιούργησαν με βάση το «διαίρει και βασίλευε». Οι γνωστοί Νενέκοι, κατά Γιωτόπουλο. Ο πρώτος που πήγε για hardball game και τελικώς κατέστρεψε τη χώρα του είναι ο Πρόεδρος της Γεωργίας Μισα Σάακασβιλι, εξ αυτού και ο όρος.

Αύριο έχουν Σύνοδο οι ΥΠ.ΕΞ. της Ε.Ε. και έχουν πλακώσει οι Σαακασβίληδες για να δουν τι μπορούν να διεκδικήσουν.

Why so serious? (από Hank, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολιτικός ή ο συνδικαλιστής που έχει εύκολες τις υποσχέσεις,που θέλει να παραμυθιάζει τους ψηφοφόρους του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται θαθάκιας, κατώτερος των περιστάσεων, υποκριτής και ανίκανος. Ο όρος προέρχεται από την ταινία:«Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Κωνσταντάρα, όπου ο Κωνσταντάρας υποδυόταν τον υπουργό αγροτικής ανασυγκροτήσεως Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, ο οποίος έχοντας εμπιστοσύνη στους αυλοκόλακες του περιβάλλοντός του αγνοούσε τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου και είχε εύκολες τις υποσχέσεις.

- Πλησιάζουν πάλι οι εκλογές.
- Ωχ. Θα μας πρήξουν πάλι τα αρχίδια οι διάφοροι Μαυρογιαλούροι με τα έργα που θα κάνουν, με τα χρυσά κουτάλια που θα μας δώσουν να τρώμε και με τις άλλες παπαριές που θα ακούσουμε. - Αυτοί τη δουλειά τους και μεις τη δικιά μας
- Δηλαδή;
- Μαύρο δαγκωτό στους Μαυρογιαλούρους. Στο καρφί χωρίς επιστροφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής, από παράφραση του ονόματος, του γνωστού Αιγύπτιου ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ. Πέραν της εύκολα κατανοητής παράφρασης, η φράση προσφέρει και το επιπλέον εφέ της ανάδειξης οπτικών συνειρμών με μεγάλο μέρος της ευγενούς τάξεως των ταριφέων, δηλαδή μαυριδερός, μουστάκι, ανατολίτικο στυλ (ειδικά για τουρίστριες Βορείων χωρών).

Δυστυχώς για τον πραγματικό Ομάρ (γενηθείς ως Michel Demitri Chalhoub), οι δικοί μας ταρίφες συνήθως δεν διαθέτουν τα προσόντα του, δηλαδή κοσμοπολίτικο αέρα, γνώση ξένων γλωσσών (μιλάει εξαιρετικά Αραβικά, Αγγλικά, Ελληνικά και Γαλλικά, ενώ λιγότερο καλά Ιταλικά και Τουρκικά) και εξαιρετικό ταλέντο στο χαρτοπαίγνιο μπριτζ.

Συγνώμη Ομάρ, οι δικοί μας είναι αμφίβολο αν μιλάνε ακόμα και Ελληνικά, αλλά σαν και εσένα, από υποκριτικό ταλέντο οι περισσότεροι σκίζουν!

- Τι ώρα πετάμε αύριο;
- Στις 10. Θα περάσει ο Ομάρ Ταρίφ να μας μαζέψει στις 8.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του μαλάκας.

Εκ της γνωστής ατάκας του Χ. Κλυνν «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα!»

Τί είπε πάλι ο νταλάρας!

(από Khan, 19/03/15)

Δες και νταλαροειδές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που: - προσπαθεί να λύσει τα ανεξήγητα και του αρέσει να μπερδεύεται σε δολοπλοκίες, υποπτεύεται τους πάντες και τα πάντα, δεν εμπιστεύεται κανέναν, δεν του παίρνεις μυστικό, είναι μόνιμα καχύποπτος, το μυαλό του πάει πάντα στο πονηρό και φαντάζεται συνεχώς ιστορίες συνωμοσίας ακόμα κι αν αυτές δεν υφίστανται. Συνώνυμη έκφραση για άντρα:
Πουαρώ
Συνώνυμη εκφράσεις για γυναίκα:
Αγκάθα Κρίστι

- Όταν ο Δημήτρης ακούει για ακρίβεια ψάχνει τους ενόχους, όχι όμως τους οφθαλμοφανείς, αλλά αυτούς που κινούν τα νήματα. Όσο πιο μυστήριο έχει το story τόσο πιο αληθινό το βρίσκει. Όταν πάλι ακούει για φτήνια φαντάζεται μαύρο χρήμα, λαμογιά, κακή ποιότητα, εξαπάτηση εργαζομένων - Καλά, τι Σέρλοκ Χόλμς είναι αυτός ρε; Μιλάμε... το άτομο δεν παίζεται με τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα φιλαράκι μας ή ένας γνωστός μας που έχουμε κάνει να το δούμε καιρό. Από τον γνωστό και μη εξαιρετέο πρώην πδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Πίτερ «Πετράκη» Οφορίκουε που όποτε πήγαινε στη μάμα άφρικα ξέχναγε να γυρίσει.

- Ρε, Γιάννη; Πού 'σαι ρε Οφορίκουε, μαύρα μάτια έκανα να σε δω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που θέλει να δείχνει τον πλούτο του (τον οποίο δεν έχει τις περισσότερες φορές). Απο τον μικρασιάτη βιομήχανο των αρχών του 20ου αιώνα Πρόδρομο Αθανασιάδη «Μποδοσάκη» ο οποίος βέβαια δεν επιδείκνυε τον πλούτο του αλλά, ως πρωτοπόρος της ελληνικής βιομηχανίας που ήταν, ήταν από τους πιο πλούσιους έλληνες της εποχής του.

- Πατέρα φέρε 100 ευρώπουλα να πάω εξω.
- Ήμαρτον ρε Τάσο. Δικός μου γιος είσαι, όχι του Μποδοσάκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης ολκής. Ο όρος επικράτησε από την ερμηνεία του Δήμου Σταρένιου στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», όπου υποδύθηκε τον ρόλο του τσιγκούνη γερο-Λαδά.

- Ρε Σταρένιο, 80 χρονών είσαι, παιδιά σκυλιά δεν έχεις... Ζήσε λίγο τη ζωή σου. Μαζεύεις, μαζεύεις... Μαζί σου θα τα πάρεις;

ο ηθοποιός Δήμος Σταρένιος (1905-1983) (από allivegp, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε γυναίκες που το παίζουν ωραίες προκαλώντας με δηλώσεις και ενδυματολογικές επιλογές, αλλά ουσιαστικά είναι πολύ άσχημες και πολύ μεγάλες σε πλάτος. Προέρχεται από το όνομα της Πάμελας Άντερσον (που συνήθως αύτο είναι το είδωλο των συγκεκριμένων γυναικών).

- Ξέρεις τη Σταυρούλα; Μου έχουν πει ότι είναι πόλυ hot και sexy.
- Τι λες ρε; Φάλαινα Άντερσον είναι! Να την έβλεπες πώς ντυνόταν στο σχολείο... Σκέτη φρίκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified