Further tags

Ο/η κάτοικος της Βόρειας Ελλάδας, κυρίως της Θεσσαλονίκης.
Ετυμολογείται από τη φράση «σε λέω, με λες», που αντικατοπτρίζει τη χρήση της αιτιατικής πτώσης του αδύναμου τύπου των προσωπικών αντωνυμιών σε ρόλο έμμεσου αντικειμένου (με, σε, τον/την/το) αντί της γενικής που χρησιμοποιείται στην Κοινή Νεοελληνική (μου, σου, του/της/του).

Ήταν μια σελεμελού, φίλε, σήμερα στο λεωφορείο και όταν δεν άνοιξε η πόρτα στη στάση για να κατεβεί φώναξε «Οδηγέ, με ανοίγεις λίγο από πίσω;».

νεοελληνικές διάλεκτοι, περίπου 1900 (από earendil_ath, 01/02/12)

Δες και θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμεθα στο μπαοκικής προέλευσης ρατσιστικό ποδοσφαιρικό μπινελίκι εις βάρος του Άρη, του επονομαζόμενου και σκουληκιάρη ή ερπετού: πριν ακόμα ανακαλύψουν την Ιντιφάντα στην μέση ανατολή, εμείς στην Θεσσαλονίκη απολαμβάναμε επικά μαδομούνι μεταξύ εβραίων και μωαμεθανών.

Από που κι ως πού Εβραίοι οι Αρειανοί; ίσως επειδή στο παρελθόν πολλοί ιουδαίοι αθλητές διέπρεψαν στην ομάδα, όπως γράφει και η ιστιοσελίδα του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου. Επίσης, σύμφωνα με ανεξακρίβωτες αναρτήσεις στο διαδίκτυο, στους ιδρυτές του Άρη συγκαταλέγεται κι ο ελληνοεβράιος Κάρολος Σαλούστο.

Πέον να σημειωθεί κι ο αστικός μύθος ψεκασμένων ΜΠΑΟΚτσήδων πού θέλει ανθρώπους Αρειανούς παράγοντες να ««εξαφάνισαν» τα εβραϊκά ονόματα από το καταστατικό ίδρυσης του σωματείου, ενώ κατά καιρούς ΠΑΟΚτσήδες έχουν εμφανίσει και καταστατικό με τα πραγματικά, κατά τους ισχυρισμούς τους, και εβραϊκά ονόματα των ιδρυτών του Άρη» (βλ. σχόλιο εδώ). The plot thicken εάν αναλογιστούμε ότι ακόμα και ορισμένοι οπαδοί του Άρη αποκαλούν το γήπεδο τους στην Χαριλάου «Νταχάου». Ίσως εν είδει αντιηρώωνε, σαν τα Μπαόκια που κραδαίνουν Βουλγαρικές σημαίες. Tottenham, ένα πράμα.

Κλείνουμε σημειώνοντας ότι η μπάλα παραμένει ένα χαρούμενο πολυπολιτισμικό φεστιβάλ ρατσισμού και μισαλλοδοξίας, με Τούρκους, τουρκόσπορους και χανούμια ΑΕΚτζήδες, Τουρκόγυφτους, βούλγαρους και μωαμεθανούς ΜΠΑΟΚτσήδες, ιεχωβάδες Απολλώνιους, και ταλιμπάν.

Πάσα από το δουπού: Khan. Βλ επίσης: βουλγαροεβραίοι, Μακάμπι Θεσσαλονίκης.

1.
MAΘΑΤΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΑΡΑΜΕΛΑ ΟΤΙ ΚΑΙ ΚΑΛΑ Ο ΑΡΗΣ ΕΧΕΙ ΕΒΡΑΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ..ΑΠΟ ΠΟΥ ΡΕ;;ΠΑΡΤΕ ΕΝΑ ΒΙΝΤΕΟ ΝΑ ΔΙΕΤΕ ΟΤΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΥΔΡΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΡΗ ΜΠΟΥΦΟΙ..

2.
Ο άρης είναι επίσης αδελφοποιημένος με το (εναπομείναν) εβραϊκό στοιχείο της πόλης και την τοπική μακάμπι, παράλληλα όμως ήταν από τους ευνοούμενους της κατοχής, σύμφωνα με την κυρίαρχη ασπρόμαυρη προπαγάνδα –κι ας τον αποκαλούν ‘εβραίο’ κι αυτοί σε κάποιο σύνθημά τους (στη μελωδία του «σαρά περκέ τι άμο»).

3.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟ ΕΒΡΑΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΕΧΩ ΔΕΙ ΝΑ ΚΑΘΥΒΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΑΔΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΟΚ ΘΥΡΑ 4. ΥΠΗΡΧΕ Η ΑΠΟΨΗ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΛΕΦΤΑΔΩΝ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΟΜΑΣΟΝΩΝ.

4.
Εφτιαξα αυτο το βιντεο επειδη βαρεθηκα να βλεπω την ατελειωτη προπαγανδα ιδιαιτερα απο την πλευρα των τουρκων-ρουφιανων της πολης οι οποιοι διαδιδουν την προπαγανδα οτι ο ΑΡΗΣ ειναι εβραιος μιας και ξερουν οτι ειναι τουρκοι και τπτ παραπανω..

(από σφυρίζων, 26/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκικής προελεύσεως λέξη, συνώνυμη του ηλιθίου ή βραδύνοος ανθρώπου. Συναντάται και στο θηλυκό, ως αχμάκω. Κοινός όρος στη βόρεια Ελλάδα.

Καλό παιδί ο Γιάννης, αλλά λίγο αχμάκης ρε παιδί μου, συμφωνείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.

Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χωριάτισσα, η επαρχιώτισσα, όχι τόσο ως προς την καταγωγή, όσο ως προς την νοοτροπία.

Ετυμολογικά από το τσουράπι, πλεκτή κάλτσα που αποτελεί μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς πολλών περιοχών της Μακεδονίας, όπου και συναντάται πολύ η λέξη.

Μπορεί να τρέχει απ' τον Δαναό στο Μέγαρο κάθε μέρα, αλλά είναι μια τσουράπω τέταρτης γενιάς η δικιά σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.

Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...

(από Ladysapia, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση μέθης. Προέρχεται από παρομοίωση της χαρακτηριστικής γυαλάδας ματιών μετά από κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ κλπ, με την αντίστοιχη μιας καλογυαλισμένης ζάντας 21''. Συντάσσεται και με το ΦΕ. Εξαιρετικά δόκιμη χρήση στα πέριξ Θεσσαλονίκης.

Πίναμε, πίναμε, πίναμε, ζάντα γίναμε. ζάντα ΦΕ, σου λέω.

Κάποιος έγινε ζάντα χτες βράδυ... (από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει φτάσει στο υπέρτατο στάδιο εξαθλίωσης, που έχει κατέβει όλα τα σκαλιά της παρακμής, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα.

Η λέξη σημαίνει επίσης κουρέλι.

Άσε τον πέτυχα στο δρόμο, σκέτο παρτάλι είναι ο τύπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα δυτικά παραθεσσαλονίκεια, ο αλήτης, ο άσωτος, ο εξώλης και προώλης. Ακόμη ρόγκατσος, ρογκάτσα.

Όσο για την προέλευση, το πιθανότερο λέω είναι να προέρχεται από τα ρουγκάτσια (< ρούγα), ένα σχετικά γνωστό παλιό καρναβαλίστικο έθιμο στη βόρεια και κεντρική ελλάδα, παρότι το συγκεκριμένο δεν ήταν και από τα πιο διονυσιακά ελλαδίτικα έθιμα (δείτε εδώ και αυτό το ωραίο ντοκιμαντεράκι).

Απ' την άλλη, λιγότερο πιθανής σύνδεσης, στα διαλεκτικά δουλγέρικα ρουγκάτσι ήταν ο «τούρκος», όπως μας πληροφορεί ο Τριανταφυλλίδης (στο κειμενάκι του για τις συνθηματικές γλώσσες και κατευθείαν στο χειρόγραφο γλωσσάρι για τα δουλγέρικα ή ντουγραματζίτικα από το Διδυμότειχο).

Τέλος όμως ν' αναφέρω και τα ρόγκια, τα «χωράφια που έχουν ρογκιστεί, δηλαδή καεί και ετοιμαστεί για τη νέα σπορά», όπως μαθαίνω απ' τις «Λέξεις που χάνονται» (2011) του κυρ-Σαράντ, τα οποία τα βρίσκω κοντά στη σημασία του εδώ ορισμού αν μη τι άλλο επηρεασμένος απ' τις τσαϊράδες κατά Χριστιανόπουλο.

Πόσις κι πόσις ρογκάτσις δεν έφηυγαν απ' τα χουριά κι' επήαιναν στ' γερμανία, δέν τις ήξηυρε κανείς και τ'ς ανηχόταν κι' έκαμναν τη ζουή τ'ς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified