Ετυμολογία: αγγλ. M.I.L.F., επιθ. προσδ, χαϊδ. μιλφάκι. Γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας με προκλητική εξωτερική εμφάνιση.
- Πωπω ρε Λάκη κοίτα μια μιλφού που μπήκε.
- Ρε συ φόρτωσα ένα μιλφάκι προχτές, όλα τα λεφτά.
You do not have permission to view this page!
You may be allowed to view this page if you log in below.
Ετυμολογία: αγγλ. M.I.L.F., επιθ. προσδ, χαϊδ. μιλφάκι. Γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας με προκλητική εξωτερική εμφάνιση.
- Πωπω ρε Λάκη κοίτα μια μιλφού που μπήκε.
- Ρε συ φόρτωσα ένα μιλφάκι προχτές, όλα τα λεφτά.
Αρχικά της φράσης: Mother I'd Like to Find/F*ck (από την ταινία «American Pie»)
Got a better definition? Add it!
Ο τερματοφύλακας που οι έξοδοί του αποτυγχάνουν παταγωδώς.
Συνώνυμο: μεσολογγίτης
- Ρε που βγαίνει ο χαρταετός, ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε.
Δες ακόμη τερματοτύφλακας, τρύπας.
Got a better definition? Add it!
Τύπος τραγουδιστή/ίστριας που εμμένει στην άποψη ότι είναι «επαγγελματίας με σπουδές στο εξωτερικό» αλλά στην ουσία έχει ξεπεράσει ακόμα και τον χαρακτηρισμό τραγουδιάρης /-άρα (και εννοείται ότι οι σπουδές του/της έχουν ολοκληρωθεί στο ΤΕΙ καφεκοπτικής). Ερμηνεύει «τεράστιες επιτυχίες» με στίχους «υψηλών νοημάτων», του τύπου «Χίλιες φωτιές με καίνε, τα μπούτια μου το λένε». Λόγω της «δεινής» τραγουδιστικής του/της ικανότητας, το κέντρο διασκέδασης που εμφανίζεται είναι συνήθως εξαιρετικά καθαρό (κατσαρίδες και λοιπά έντομα μετοίκησαν μόλις άνοιξε το στόμα του/της). Ανήκει στην πάνιδα, όπως και το 99% των υπολοίπων έμβιων όντων του εν λόγω μαγαζιού και έχει εντονότατα δείγματα γουστέλλειψης. Σε περιπτώσεις που η κατάσταση του/της έχει φτάσει σε απελπιστικά επίπεδα, χρησιμοποιείται και ο όρος «τραγουβιαστής (ο,η)» οπότε επιτρέπεται (και επιβάλλεται) ευθανασία.
- Εγώ είπα το σουξέ μου αγάπη μου «Με τρέλανες αλάνι μου, μπες στο σιντριβάνι μου» σε μεγάλες πίστες! Στα «Ξεφαντώματα», στο «Γλεντοκόπι», στη «Σκάλα»…
- Του Μιλάνου;
- Τι ν’ αυτό; Καλέ όχι, του Ωρωπού!
(Κλασικό παράδειγμα από εξώφυλλο δίσκου τραγωδιάστριας, βλ. εικόνα).
Got a better definition? Add it!
Υπερθετικό του μαλάκας.
- Ρε τι κάνει ο μαλάκαρος ρε, οφσάιντ στο κόρνερ;;;
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για το άτομο που κινδυνεύει να γίνει αντιληπτός από τους γύρω του για κάτι που έχει κάνει. Συχνά για χρήση ναρκωτικής ουσίας.
- Ρε σεις, ποιος θα πάει να πάρει γαριδάκια, κόκα κόλα, κρουασάν, σοκολάτα και να νοικιάσει το pro;
- Εγώ δεν πάω θα 'μαι κάρτας, αυτά έπρεπε να τα κανονίσουμε από πριν.
Got a better definition? Add it!
Κοινώς ο άνθρωπος που ακολουθεί ένα είδος μόδας δογματικά με υπερβολικό φανατισμό. Για άλλους υπερβολικά trendy.
- Κοίτα τον Γιώργο φοράει γυαλιά ηλίου ενώ έχει συννεφιά!
- Θεέ μου, τι ταγαράς που είναι!
Got a better definition? Add it!
Ο χέστης, ο πολύ φοβιτσιάρης που το παίζει νταής.
- Τις προάλλες πέτυχα 4 τυπάδες που πουλούσαν μαγκιά σε ένα μικρό παιδί. Με το που ήρθε ο πατέρας του έγιναν καπνός. Μιλάμε για πολύ μπουγατσόφλωρους...
Βλ. και κλάνας, ο, τσίσιας, κατουρλής, ο, κότα, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Συγγενικός όρος με την «πουτάνα» αλλά με μία τεράστια διαφορά:
Ενώ η «πουτάνα» πάει με ΟΛΟΥΣ, η «καριόλα» πάει με όλους ΕΚΤΟΣ από ΕΣΕΝΑ…
Γράφεται και «καργιόλα».
- Το Μαράκι χθες φίλε έκανε ρεκόρ. Πήγε με εμένα, τον Ηλία, τον Σπύρο, τον Κώστα, τον…
- Μόνο εμένα δε μου κάθεται γαμώ!
- Ναι το πουτανί! Περίεργο ε;
- Δεν είναι πουτανί! Καριόλα είναι γαμώωωωωω!
Got a better definition? Add it!
Ορισμός
Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο, συνήθως ευτραφές, τη στιγμή που μπαίνει στο οπτικό σου πεδίο, κρύβοντας το αντικείμενο παρατήρησης, συνήθως μια ενδιαφέρουσα ύπαρξη.
Ετυμολογία
κρύβω (αρχ. κρύπτω) + τόφαλος -> κρυπτόφαλος
Για προχωρημένους
Ο όγκος του κρυπτόφαλου (που πρέπει να είναι μεγαλύτερος απ' τον όγκο του αντικειμένου παρατήρησης) από μόνος του αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη.
Για να ισχύει ο όρος, πρέπει ο κρυπτόφαλος να είναι και χαμηλότερου ενδιαφέροντος από το αντικείμενο παρατήρησης, αν όχι αντικειμενικά, τουλάχιστον σύμφωνα με τα γούστα του παρατηρητή:
όπου x ο παρατηρητής, y ο κρυπτόφαλος, z το αντικείμενο παρατήρησης, V ο όγκος και f η συνάρτηση ενδιαφέροντος / γούστου.
Συνώνυμα
Σε περίπτωση που το συμβάν λαμβάνει χώρα σε μπαρ, ο όρος συναντάται και ως «μπαρκούδα».
- Πσσσσσσσσσς! Κοίτα το γκομενάκι εκεί κοίτα-κοίτα-κοίτα!
- Πού ρε;
- Εκεί ρε, εκεί! Κοίτα-κοίτα-κοίτα! Πσσσσσς! Αυτά είναι!
- Πού ρε, δε βλέπω!
- Καλά άστο... μπήκε κρυπτόφαλος στη μέση...
- Α ναι, τον κρυπτόφαλο τον βλέπω...
- Μαλάκα μου είσαι αργός...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!