Further tags

Λέξη που προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων μπιστικός και επιστήμονας. Μπιστικήμονας είναι αυτός που αντί να διεξαγάγει έρευνα ανεπηρέαστος και ακηδεμόνευτος από τις προσταγές των διεθνών συμφερόντων και να ψάξει για την αλήθεια, εντούτοις η έρευνα του συνυπολογίζει τα συμφέροντα των «ισχυρών» και τόσο τα πλαίσια της όσο και τα συμπεράσματά της ακολουθούν δρόμους προώθησης των συμφερόντων των «ισχυρών».

- Πω πω είδες τις νέες δηλώσεις των επιστημόνων για το θέμα που συζητάμε;
- Φυσικά τις είδα. Ατεκμηρίωτες και συγκαλυμμένες αηδίες. Και πάντα συμβατές με τα διεθνή συμφέροντα. Αυτοί φίλε δεν είναι επιστήμονες. Μπιστικήμονες είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοί που είναι μέσα σε Μερσεντές και περνάνε απ' τον Φοίνικα ακούγοντας Βολάνη στη δια πασών.

- Τι είναι αυτά ρε Μερσεντεζοβολάνη;
- Είναι τα καινούργια του Σώτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος άξεστος και άχαρος.

- Τί κάνεις εκεί βρε τάταρε;
- Ε σιγά μωρέ, τουαλέτα πήγα, δεν είμαι και σε νοσοκομείο για να πλένω τα χέρια μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το παίζει κιμπάρης αλλά κατά βάθος είναι γύφτος.

- Ρε τον Βαλάντη χαλάει δυόμισι χιλιάρικα στα μπουζούκια και κάνει μανούρες στον σουβλατζή γιατί λέει είναι ακριβός 2 ευρώ ο γύρος!
- Μεγάλος κιμπαρόγυφτος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ωραίος και γοητευτικός νέος.

- Αχ Νίτσα τι ωραίος άντρας που είναι ο Μιχάλης! -Αχ ναι! Μετροστάρ σκέτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικός υπαινιγμός για τη γυναίκα ξερόλα, τη γυναίκα www, τη γυναίκα ενσάρκωση της θεάς Αθηνάς (θεά της σοφίας). Ο όρος προέρχεται από την ταύτιση της κουκουβάγιας με τη σοφία, κάτι που συμβαίνει από την αρχαιότητα. Οι αρχαίοι τη θεωρούσαν σύμβολο της θεάς Αθηνάς.

Διάλογος συναδέλφων σε εταιρεία:
- Ό,τι θέμα κι αν ανοίξουμε η Δήμητρα συμμετέχει. Έχει άποψη για όλα τα ζητήματα. Τα ξέρει όλα. Είναι ανυπόφορη.
- Εκείνο που δεν ξέρει η σοφή κουκουβάγια όμως, είναι ότι πριν δέκα λεπτά άκουσα στο διάδρομο πως ο προσωπάρχης σε λίγο θα της ανακοινώσει την απόλυσή της.

Επειδή τα ευρίσκει όλα, προς τιμήν της, εικονίζεται σε κάθε ευρώ. (από GATZMAN, 27/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Οι νεότερες (και της μοδός) σαγιονάρες που σχεδόν στο σύνολό τους κατασκευάζονται από αφρώδες υλικό (με κάποιες παραλλαγές σε δέρμα). Σε αντίθεση με τις κλασσικές, λεπτές κίτρινες σαγιονάρες που κυκλοφορούσαν τις δεκαετίες του 70 και του 80, οι νέες διατίθενται σε άπειρους συνδυασμούς χρωμάτων και σχεδίων.
Αναβιωτές του είδους, οι εταιρίες beachwear και streetwear, πρωτοστατούσης της Βραζιλιάνικης Reef. Με το μπουμ της αγοράς, όλες οι εταιρίες αθλητικών ειδών μπήκαν στο παιχνίδι, παρασύροντας και τους μεγάλους οίκους μόδας οι οποίοι ως συνήθως έφτασαν το είδος σε επίπεδα υπερβολής.

β. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, flip-flop χαρακτηρίζονται οι περιπτώσεις όπου δημόσια πρόσωπα (ως επί το πλείστον πολιτικοί), είναι αρχικά υπέρ ενός θέματος και ξαφνικά είναι κατά (ή το αντίστροφο). Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις εκλεγμένων προσώπων (Γερουσιαστές και μέλη του Κογκρέσου), όπου η αλλαγή της γνώμης τους συνδυάζεται με την αντίστοιχη αλλαγή της ψήφου τους για κάποιο νομοσχέδιο.
Τα flip-flop παίζουν μεγάλο ρόλο στις εκλογές (ως όπλο στα χέρια αντιπάλων), ειδικά όταν έχουν προκύψει για σημαντικά νομοθετήματα (π.χ. αμβλώσεις, συντάξεις, υγεία, άμυνα, μεταναστευτική πολιτική). Παράδειγμα: ο Δημοκρατικός υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές του 2004 John Kerry, κατηγορήθηκε ως flip-flopper λόγω των θέσεων και ψήφων του στη Γερουσία, στο θέμα του πολέμου στο Ιράκ.

Στην Αγγλία, χρησιμοποιείται η φράση: U-Turn.

  1. Φίλε είδες τα φετινά flip-flop της Volcom; Απίθανα σχέδια.

2. - Καλά, ο Τατούλης πριν λίγο καιρό δεν έλεγε ότι δεν θα υπερψηφίσει το χωροταξικό νομοσχέδιο; Πώς και το ψήφισε τελικά; - Άσε με μωρέ, αν ήταν στην Αμερική θα τον λέγανε flip-flopper!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ειδήμων. Ο όρος αυτός μπορεί να ειπωθεί, είτε για να επιβεβαιώσει τη φήμη κάποιου, είτε όμως για να την αμφισβητήσει. Ο όρος αυτός οφείλει την καταγωγή του στον τίτλο του ανώτατου διοικητή του θρησκευτικού-στρατιωτικού τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών των μεσαιωνικών χρόνων. Εξ ου και ο όρος «παλάτι του μεγάλου μαγίστρου» (Ρόδος). Του αναγνωριζόταν η ιδιότητα του ειδήμονος επί παντός επιστητού.

Ο Βασίλης, ένας νέος υπάλληλος σε τεχνικό τμήμα, είναι πελαγωμένος σχετικά με τη λύση σε ένα περίπλοκο τεχνικό ζήτημα και συζητά για αυτό με τον προϊστάμενο του τμήματος.
Βασίλης: - Ο Δημήτρης μου είπε να το κάνω με τον Α τρόπο, αλλά ο Κώστας μου λέει να το κάνω αλλιώς. Έχω μπερδευτεί.
Προϊστάμενος: - Κοίτα, δεν είμαι ειδικός σε τέτοιου είδους προβλήματα. Αυτό όμως που έχω να σου πω είναι πως σε τέτοιου είδους τεχνικά ζητήματα ο Κώστας έχει αποδειχτεί Μέγας Μαγίστρος. Προτείνω να τον ακούσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άσχετος, ο ατζαμής, ο ανίδεος. Αυτός που η γνώμη του είναι συνήθως είναι αντίθετη με την κοινή λογική.

- Μου είπε ο Τάκης να παίξω στο Euro για κατάκτηση την Γαλλία. Είναι σίγουρο λέει.
- Άστο να λέει αυτό το κουπούκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανάσχημος. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του κωδωνοκρούστη της εκκλησίας της Παναγίας των Παρισίων, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ, λόγω της παραμορφωμένης όψης του και και της καμπούρας του. Το πλήθος τον έβλεπε ως τέρας που όμως είχε ευαίσθητη ψυχή. Ωστόσο ο όρος Κουασιμόδος αναφέρεται στην ασχήμια και όχι στην ευαισθησία κάποιου.

- Καλά ο άντρας της Λένας, σωστός Κουασιμόδος ε;
- Kαλά, τι του βρήκε και τον παντρεύτηκε;

(από GATZMAN, 04/08/10)(από godfatherfunk, 05/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified