Further tags

Ο άχρηστος, που δε κάνει για τίποτα.

Σε ποδόσφαιρο, αν μπει το γκολ ο τερματοφύλακας που το έχασε είναι τουφεκαλεύρης.

Μαλβίνα Κάραλη, ΜΑΛΒΙΝΑ LIVE. Στο 2:21 και 2:36. (από patsis, 21/05/10)

Βλ. και ντουφεκαλεύρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βλάχος, μα και πολύ χωριάτης συνάμα, στη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τη γλώσσα ή συνδυσμό τους.

-Έσκασε ένας βλαχωριάτης στην αντιπροσωπία το πρωί και με ρώταγε αν έχω τη M3 «σιμπιζάκι»!
-Και;
-Του είπα να πάει δίπλα στα τυριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αξιωματικός που του αρέχει να αγγαρεύει τους φαντάρους και τους τρέχει αλύπητα.

-Σήμερα έχει υπηρεσία ο αρχιλοχίας Κωσταντίνου.
-Ωχ αυτό το καψωνόμουτρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομερή γκόμενα με μεγάλα στήθη.

Η Δανάη είναι λος τουμπανέιρος!! Αν τη δεις στην παραλία θα πάθεις πλάκα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γαμάτος, αυτός που σε φτιάχνει.

Μαλάκα, είσαι δεμπαίζογλου!! Με έβγαλες από πολύ δύσκολη θέση!!!!

Βλ. και σωραίος.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που είναι εντελώς στον κόσμο του, που δεν τον νοιάζει τίποτα.

Καλά εγώ ξεσκίζομαι στη δουλειά κι ο τύπος είναι Πενιαρόλ Μοντεβιδέο!!!! Δεν κάνει τίποτα και παίρνουμε τα ίδια λεφτά!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο στρατιώτης που κυκλοφορεί ασκεπής, δεν φοράει δηλαδή το στρατιωτικό του πηλίκιο.

Κοίτα ρε το ποντίκι που κυκλοφορεί και ασκεπής! Μόλις φάει την πρώτη καμπάνα θα στρώσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που έχει υπηρεσία στην κεντρική πύλη του στρατοπέδου.

Δημητρίου βγήκαν οι υπηρεσίες και είσαι πυλάτος 10.00 - 12.00.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην πολεμική αεροπορία ο στρατιώτης ή αξιωματικός που κάνει περίπολο με τη συνοδεία στρατιωτικού σκύλου.

Μέχρι τις 23.00 είναι χαλαρά στη σκοπιά. Μετά βγαίνουν παγανιά οι σκυλάδες και πρέπει να είσαι με το κράνος και το όπλο παρα πόδας, για να μη φας καμπάνα.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο ανίκανος, ο άχρηστος.
  2. Το χειρότερο φύλλο της τράπουλας (ανάλογα με το παιχνίδι).
  1. - Σήμερα στη δουλειά ήρθε ένας καινούργιος μεγάλο λιμό. Του έλεγες να κάνει κάτι, και στην κοσμάρα του.

  2. - Άντε ρε, θα μου έρθει κανένας άσσος ή όλα τα λιμά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified