Further tags

Ο συνοδός-βοηθός (συνήθως στρατιώτης) του αξιωματικού - αρχηγού της περιπόλου στο στρατόπεδο.

- Σήμερα περίπολο είναι ο επιλοχίας Μήτσου και περιπολόπουλο ο στρατιώτης Χρήστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος (συνήθως νέος) που τον χώνουν διαρκώς για αγγαρείες.

- Έχω καταντήσει αγγαρειομάχος στη μονάδα. Τη μια μαγειρεία, την άλλη τουαλέτες, δεν αντέχω άλλο!

(από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκτελών χρέη θαλαμοφύλακα στρατιώτης.

Ευτυχώς σήμερα θα είμαι θαλαμοντόγκ και δε θα φάω το κρύο στη σκοπιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκληρός υπαξιωματικός που αναθέτει ζόρικες αγγαρείες.

-Ποιος θα μείνει απόψε στο λόχο;
-Ο επιλοχίας Αντωνίου.
-Αμάν θα μας ξεσκίσει, είναι μεγάλος χώστης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατονόμος.

Πες στον οδηγό να μην τρέχει με την καναδέζα στην έξοδο γιατί έχουν βγεί παγανιά τα καρακώλια και κάνουν ελέγχους!

Got a better definition? Add it!

Published

Οι στρατιώτες που κατετάγησαν την ίδια ημερομηνία. Λέγεται και χαριτολογώντας μεταξύ 2 φαντάρων όχι της ίδιας ΕΣΣΟ.

  1. - Τι σειρά είσαι εσύ;
    - 270.
    - Έλα ρε, μαζί θα απολυθούμε!

  2. Ρε σειρά, όταν τελειώσεις με την εφημερίδα, δώσ' την και από δω λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης πυροβολικού. Λέγεται και πυροβολημένος.

- Σε τι σώμα υπηρετείς ρε σειρά;
- Είμαι πυροβολικάριος στη Λήμνο.

Δες και -άριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με μια λέξη, ο Στρατιώτης Πεζικού.

ΣΤΡΠΖ Νίκος Νικολάου, αιτούμαι 2ήμερη άδεια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο εντελώς χύμα στρατιώτης, δεν τον αγγίζει τίποτα και δεν χαλίεται με τίποτα.

Ο εφιάλτης του κάθε καραβανά.

- Χτες στην βραδινή αναφορά ο Γεωργίου κοιμόταν και δεν σηκωνόταν με τίποτα από το κρεββάτι!
- Ναι ρε, δεν καταλαβαίνει τίποτα, μεγάλο χυμείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι φαντάροι που κάνουν χαλαρές υπηρεσίες, οι γραφείς.

Κοίτα τη ντακότα που είναι στο Πρώτο Γραφείο και εμείς πήζουμε στην αγγαρεία!

Got a better definition? Add it!

Published