Selected tags

Further tags

Νεότερη και πιο γιολαριστή εκδοχή του άραξε την πέτσα σου, σλανγκοτουμπανιζέ δια του προσφιλούς γαμοσλανγκοτέτοιου - όνι. Και για όποιον δεν κατάλαβε: τσίλαρε, κούλαρε, ηρέμησε.

Φοριέται πολύ από την σημερινή πιτσιρικαρία. Στο ιντερνέτι καταγράφεται κυρίως σε εφηβικά κοινωνικόμηδα τ. σνάπτσατ και ασκεφέμ.

1.
- Παρε καρέκλα, άραξε πετσόνι

2.
- μουσγουλη, αραξε πετσονι εχεισ σαπίσει ε;

3.
- Αραξε πετσονι μαι φρεντ ειμαιι κουκλα (δαεελη)✌

(από σφυρίζων, 24/02/15)Συνοπτικός ορισμός για σνάπτσατ (από Rebelais, 24/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος, ειδικότερα με την έννοια του τελειωμένου. Χρησιμοποιείται αποδοκιμαστικά για άτομα τα οποία παρουσιάζουν δυσθυμία ή απροθυμία να πράξουν οτιδήποτε αξιόλογο λόγω εξάντλησης των ορίων στην εκάστοτε περίπτωση.

Λέγεται ότι η συγκεκριμένη λέξη ανήκει παραδοσιακά στην Πειραιώτικη διάλεκτο.

- Που είναι ο Μιχάλης;
- Δεν ήρθε, σάπισε σπίτι πίνοντας όλη μέρα και χαζεύοντας στο ίντερνετ.
- Πω ρε, τον τελέπα!

(από nikos_dee, 19/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω ακριβώς στην ώρα μου στο τέλος της εργασιακής ημέρας. Παρομοιάζει δρομείς στίβου που ξεκινούν με το άκουσμα του πιστολιού.

- Έφυγε ο Γιώργος;
- Ναι ρε 'συ, πήγε 17:02. Αφού ξέρεις ό,τι το πιστολιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φραπέλληνας του οποίου η συνοδευόμενη μετά φραπέ ραστώνη έχει καταστεί πλέον φρόνημα και έχει διαμορφώσει το ίδιο το μυαλό του.

Συνήθως εκφέρεται μαζί με το καναπεδόμυαλοι ως συνώνυμο για το καναπεδάτοι, καναπεδάκηδες.

Αποτελεί μία από τις αγαπημένες εκφράσεις στην ιδιόλεκτο του Νίκου Κωνσταντινίδη, αλλά έχει διαδοθεί αρκετά στον διαδικτυακό- μπλογκικό λόγο. Χρησιμοποιείται συνήθως (τουλάχιστον βάσει των γουγλικών ευρημάτων) σε ένα ντίσκουρς (που λέμε και στο χωριό μου) διατύπωσης μιας ανάγκης εθνικής αφύπνισης του αποχαυνωμένου Έλληνα, που είναι χαρακτηριστικό κυρίως ενός δεξιόστροφου λαϊκισμού, χωρίς όμως να αποκλείεται η χρήση του και από άλλους ιδεολογικούς χώρους, καθώς άλλωστε περιγράφει ένα πολύ γνωστό φαινόμενο.

  1. Διαδώστε το παντού μεγάλες αλήθειες!!!Οι καναπεδομυαλοι και φραπεδόμυαλοι Έλληνες!! (Από το epanastasi-gr.blogspot).

  2. Οσο οι ατσαλάκωτοι των γραφείων και οι φραπεδόμυαλοι- καναπεδόμυαλοι αναπαύοντε επι του ..τρικολόρε καναπέους άλλο τόσο οι υπορδοι θα λαμβάνουν αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς. (Εδώ).

  3. οχι απλως οι φραπεδομυαλοι της δαπ κατεβαινουν σε καμια πορεια με τα συντροφια του παμε για επαναστατικο χαβαλε που και που.. (Εδώ).

  4. Oι ξεφτίλα των φοιτητών.. Εξω οι φραπεδόμυαλοι από τα πανεπιστήμια, έξω τα κόμματα που χειραγωγούν σκέψεις στα πανεπιστήμια. (Εδώ).

  5. πως το ειπες φιλαρακο; ειμαστε ο πιο δραστηριος λαος; αυτο ξαναπες το..μαλλον ξεχνας οτι ειμαστε οι πιο τεμπεληδες, φραπεδομυαλοι και καναπεδάκηδες (Εδώ).

  6. - Ο από πάνω μου είναι φασίστας, μεταμφιεσμένος σε πάνκη με σκοπό να διεισδήσει στο κύκλωμα [ανοιχτό/κλειστό] του ντι άι γουάι και να μαζέψει σημαντικές πληροφορίες για τη λειτουργία του, όπως το που κρύβει ο χαομπανξ τα ροζ κυλοτάκια του. Για να πετύχει τον σκοπό του δε διστάζει ακόμα και να πιάσει φιλίες κοντινού -πολύ κοντινού- τύπου με τους μπανξ. Συχνάζει στο Καφέ Τροπικάνα της Μυκόνου και πλησιάζει όποιον βρει με υφάκι τρίτης διαλογής ντετέκτιβ και ρωτάει «DIY δικέ μου; Ε δικέ μου; Κι εσύ DIY δικέ μου; Ναι δικέ μου;» -- αν κάποιος τον στραβοκοιτάξει αρχίζει να ουρλιάζει «ΦΡΑΠΕΔΟΜΥΑΛΟΣ ΜΑΓΚΕΣ!!! ΒΑΡΑΤΕ ΤΟΝ!!! ΦΡΑΠΕΔΟΜΥΑΛΟΣ!!!!». Ντύνεται κυρίως με στραπατσαρισμένα τζην και μπλούζες με στραβοτυπωμένες ολόσωμες γυμνές του Τζόννυ Ρόττεν, το αγαπημένο του ποτό είναι το γάλα με κακάο και ούζο και το ναρκωτικό της διαλογής του το χρήμα.
    - :lol: συνηθως οι καγκουρες ειναι οι φραπεδομυαλοι...αμα τους κοιταξεις πανω απο 3 δευτερα ερχονται με αλλους 20 και σου πουλανε τσαμπουκα! (Εδώ).

(από Khan, 26/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτυπη ειδικότητα οπλίτη στον Ε.Σ, ο εικονικά νοσηλευόμενος φαντάρος που εκτελεί χρέη βοηθού σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Πρόκειται είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν στο νοσοκομείο για κάποιο υπαρκτό πρόβλημα υγείας και παρέμειναν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ανάρρωσή τους, είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν εξαρχής εκεί για προσχηματικούς λόγους. Ο γάτος μένει στο νοσοκομείο γλιτώνοντας από σκοπιές, αγγαρείες, εμπλοκές και πήξιμο, συνήθως σε νοσοκομείο κοντά στον τόπο διαμονής του και σε αντάλλαγμα εκτελεί διάφορες μικρο-εργασίες για το προσωπικό του νοσοκομείου.

- Ρε συ, είναι καλά ο Παπαδόπουλος; 2 μήνες λείπει στο νοσοκομείο.
- Ναι ρε, γι' αυτόν είναι η ζωή, τον έχουν κάνει γάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από: φραπές + έλληνας ή φραπεδιά + έλληνας. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον αδιάφορο, σταρχιδιστή, εξυπνάκια νεοέλληνα που αδιαφορεί επιδεικτικά για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, κοιτάζοντας αποκλειστικά και μόνο την πάρτη του ή, χάριν συμβολισμού, την κατανάλωση φραπέ.

Στην περίπτωση, βέβαια, που καλείται να συμμετέχει σε πορείες, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια κλπ, αρνείται κατηγορηματικά, προβάλλοντας δικαιολογίες του τύπου «δε βαριέσαι, που να τρέχω», «σιγά μην κάτσω να τις φάω από τους μπάτσους» ή «που να τρέχω με τα αναρχοκομμούνια». Ο ίδιος, όμως, θα είναι ο πρώτος που θα τρέξει να επωφεληθεί από έναν νέο ευνοϊκό νόμο ή νέο κοινωνικό κεκτημένο, για το οποίο δεν κουράστηκε ιδιαίτερα, με την προϋπόθεση, φυσικά, να συμπίπτει με κάποια άλλη προσωπική του υπόθεση ή δουλειά. Παρόλα αυτά, ο γνήσιος φραπέλληνας / φραπεδέλληνας αρνείται να δεχτεί αυτόν τον χαρακτηρισμό, θεωρώντας τον εαυτό του ενεργό και άξιο μέλος της κοινωνίας.

Τέλος, χρησιμοποιείται, σε κάποιες περιπτώσεις, και από αρκετούς δεξιόφρονες και εθνικόφρονες συμπολίτες μας ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τους εκπροσώπους του αριστερού χώρου και, γενικότερα, για όσους δεν συμφωνούν με τις απόψεις ή τις θεωρίες τους περί φυλετικής καθαρότητας και αρχαιοελληνικού πολιτισμού, πιστεύοντας πως οι τελευταίοι προσπαθούν, απλώς, να πουλήσουν μούρη και να εντυπωσιάσουν με τις εναλλακτικές τους απόψεις (βλ. θολοκουλτούρα).

Πάσα από: Khan (ΔΠ)

  1. Φαντάζεσαι αν ο φραπέλληνας (ωραία λέξη, να την κατοχυρώσω…) ενδιαφέρονταν και ξεσηκώνονταν με τέτοια θέματα, αν θα είχαν τότε τα κότσια να κάνουν τέτοιες αυθαιρεσίες οι μπάτσοι, οι δικαστές και οι εισαγγελείς; (Από εδώ)

  2. Φτιάξαμε μια κοινωνία που θέλει να απολαμβάνει τα υλικά αγαθά του δυτικού κόσμου αλλά να δουλεύει ως «διαφορετικός και εξυπνάκιας/μάγκας» φραπέλληνας. (Από εδώ)

  3. Έτσι, το άν θα ψηφίσει ο φραπεδέλληνας υπόκειται στο περιεχόμενο της ημερήσιας ατζέντας του: Αν έχω δουλειά εκείνη την μέρα στο χωριό, θα πάω και να ψηφίσω. (Από εδώ)

  4. Ένας πραγματικός Άραβας (και όχι κάποιος φραπεδέλληνας από την Κηφισιά...) αναλύει τα δεδομένα για την τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς και πως συμπεριφέρεται στους ιδίους τους Παλαιστινίους. (Από εδώ)

Πλησιάζει κι η άνοιξη... (από Khan, 22/02/12)(από Mr. Cadmus, 22/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περνάω το χρόνο μου αντιπαραγωγικά, με την έννοια ότι δεν κάνω απολύτως τίποτα. Ή, ακόμη καλύτερα, δεν κάνω τίποτα χρήσιμο σύμφωνα με τις διδαχές και τα κυρίαρχα δόγματα της προτεσταντοκρατούμενης Δυτικής κοινωνίας αλλά καταναλώνω τον χρόνο μου νωχελικά, αξιοποιώντας την ευκαιρία να μην κάνω τίποτα κουραστικό ή επίπονο, είτε πρόκειται για σωματική, είτε για πνευματική δραστηριότητα.

  2. Αφήνομαι σε ξέφρενη διασκέδαση, ασωτίες, ξενύχτια, αλητείες κλπ συναφή, εξίσου αντιπαραγωγικά όπως στην αποπάνω περίπτωση (για οποιονδήποτε άλλο πλην εμού πάντα). Τα κάνω όλα πουτάνα, κάνω τα χειρότερα, όλα είναι εδώ κι όλα είναι τώρα. Υπό αυτή την έννοια, προσεγγίζω το ρεμάλι με την κλασική και καθιερωμένη έννοια της λέξης.

Άμεσο παράγωγο του ρήματος είναι το ρεμάλιασμα, το οποίο μπορεί να είναι ατομική ή συλλογική δραστηριότητα, ή, ανάλογα με τις δύο περιπτώσεις του ορισμού, μη-δραστηριότητα.

Η λέξη χρησιμοποιείται με σκωπτική -ως επί το πλείστον- διάθεση, μακριά από τις αρνητικές συνδηλώσεις που έχει το ρεμάλι ως τύπος ανθρώπινου χαρακτήρα.

  1. Μου αρεσει που τα ξαναεφτιαξα με την πρωην....δεν μου αρεσει που δεν μπορω να ρεμαλιαζω με τους καφρους τους φιλους μου οπως πριν! (Από εδώ)

  2. ρεμαλι με κανει το οτι ρεμαλιαζω κανονικα μεχρι τα ξημερωματα, ντιρλιαζω, καπνιζω, χορευω, φωναζω, κλαιω, γελαω, αλλα πααααντα θυμαμαι τι εχω κανει!(αλλιως θα ημουν μια κλασσικη γκομενιτσα που χρειαζεται δικαιολογια το ποτο για να κανει οτι κανει και μετα θα ντρεπομουν κιολας.. ναι σιγα!) (Από εκεί)

  3. Λοιπον απο τοτε που γνωρισα τον blog-world καθε φορα που ρεμαλιαζω στον real-world αναρωριεμαι ποσοι απο οσους περνουν διπλα μου στο δρομο ή πινουν καφε στο απεναντι τραπεζι ή περνουν με το αμαξι απο μπροστα μου,μπορει να εχουν ενα δικο τους χωρο-οπως κι εγω-οπου εκφραζουν καποιες απ τις σκεψεις τους(;) (Από πιο ' κει)

  4. Καλημέρα με φιλιά! Δεν έχω πάει δουλειά σήμερα και έτσι θα σας βλέπω όλη μέρα. Ρεμάλιασμα στο full δηλαδή σήμερα, μια χαρά σε βρίσκω! Μετά από τη βραδινή έξοδο που έπαιξε ρεμάλιασμα σε ένα καφέ με την παρέα και το πολύωρο κάψιμο εδώ, στο fb, το ikariam και άλλα (όχι τα άλλα δεν είναι redtube και τα συναφή), θα χαιρετήσω για να απλώσω την κορμάρα στο κρεβάτι και να ταβλιαστώ! (Από παραπέρα)

(από Vrastaman, 03/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιδίδομαι σε λούφα, τεμπελιάζω εν ώρα εργασίας φροντίζοντας να μη δίνω στόχο, εξαφανίζομαι την κατάλληλη στιγμή και αφήνω τους συναδέλφους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Αρμόζει ιδιαίτερα στις στρατιωτικές και στις δημόσιες υπηρεσίες.

  2. (μτβ.) Κλέβω, με ιδιαίτερη έμφαση στο λαθραίο της ενέργειας, υφαρπάσσω.

  3. Αποφεύγω την πληρωμή μιας οφειλής ή την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης.

  4. Περνάω, μεταφέρω, διεκπεραιώνω λαθραία.

  1. Εχω το προβλημα μου και εχω τους αναλγητους απο την υπηρεσια να με τρεχουν λες παω να λουφαρω με ψευτικο προβλημα
    εδώ

  2. μπήκα άοπλος
    στα πράσινα ντυμένος
    στο να λουφάρω άριστα εκπαιδευμένος
    πρωί πρωί
    και αγουροξυπνημένος
    να με τρέχει ένας καριόλης
    μόνιμα πορωμένος
    ένα-δύο
    ένα-δύο
    ένα-δυο.
    εδώ

  3. Ωραίο τασάκι, από το σταθμό το λούφαρες;

  4. ...free pass και σημερα στην Εγνατια....αν και η εταιρια ανακοινωσε για σημερα 18/10, γκραντ οπενινγκ με διφραγκο το περασμα,δεν υπηρχε θεμα...ανοιχτα....
    ..οσο ειναι ανοιχτα εγω, λουφαρω 8 ευρω την εβδομαδα,426 ευρω τον χρονο...παντα για προορισμο Κομοτηνη - Θεσ/νικη,ελα - πανε.....δεν θα πω μην σωσουνε να τα ανοιξουνε,γιατι θελουμε τον αυτοκινητοδρομο παντα ανοιχτο και καλυτερο.........και βεβαια να τα σκανε και ολοι οι διπλανοι μας,που στηριζουνε το εμποριο τους και στην Εγνατια....................
    εδώ

  5. Στο στρατοπεδο που με στειλανε (εβρο) δυστυχως δεν μπορεσα να γλιτωσω τον πρωτο μηνα στην εκπαιδευση του οπλιτη με τιποτα, απλως κοιτουσα να λουφαρω το κρανος. Μετα απο αυτο εκανα μια σκηνη οτι εχουν παθει τα νευρα μου επειδη χανω μαλλια και ζητησα να δω δερματολογο που ηξερα πως δεν ειχε η μοναδα. Με εστειλαν σε κεντρικο νοσοκομειο οπου μοστραρα παλι ολα τα χαρτια και ο τυπος (ταγματαρχης νομιζω, ιατρος φυσικα) μου δινει ελευθερο για 1 μηνα.
    εδώ

  6. Οι τράπεζες της Ευρώπης… λουφάρουν αποταμιεύοντας
    εδώ

  7. Έλεγα να λουφάρω κι εγώ την περιουσία μου στο εξωτερικό, αλλά οι ελβετικές τράπεζες δε δέχονται καταθέσεις σε μεγαλοφυΐα και ψυχικό πλούτο.
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως εις την στρατιωτικήν ιδιοδιάλεκτον ίνα τονίσει τον φυγόπονο στρατιώτη όστις ωσάν σαύρα κρύπτεται εις μέρη απίθανα εντός του στρατοπέδου δια να γλιτώσει τυχόν αγγαρεία εκ των ανωτέρων του.

- Καραμήτρο;!! Που σαυρίζεις πάλι;;!

- Αυτός ο Καραμήτρος, τι καλός στρατιώτης που είναι. Καλή σαύρα είναι του λόγου του.

- Εδώ είσαι παλιοσαύρα;

- Αφήστε το σαύρισμα και πιάστε γρήγορα δουλειά στα μαγειρεία.

- Να πας να βρεις αυτή την σαύρα τον Καραμήτρο και να του πεις να τσακιστεί γρήγορα στο διοικητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έχει πολλές έννοιες:

  • Κυριολεκτική: Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κάθεται στον καναπέ του.
  • Αθλητική: Κάθε φίλαθλος ή οπαδός ο οποίος δεν πηγαίνει στο γήπεδο και κάθεται στον καναπέ του για πολλούς και διάφορους λόγους. Συχνά αναφέρεται ως πείραγμα προς εκείνους που η ομάδα που υποστηρίζουν έχει αποκλειστεί από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, συνεπώς είναι αναγκασμένοι να κάτσουν στον καναπέ και να δουν την αντίπαλη ομάδα που συνεχίζει την πορεία της.
  • Απραξίας: Αναφέρεται σε όσους κάθονται στον καναπέ τους και δεν κάνουν τίποτα, κοινώς κάθονται στα αυγά τους.
  • Σεξουαλικό υπονοούμενο: Από τον συνδυασμό λέξεων «καναπές» και «πέος». Αφορά όσες έχουν πρόθεση να τον φάνε.
  1. - Που θα δούμε την ταινία αγάπη μου;
    - Επί του καναπέος ρε γυναίκα. Αφού έχω ανάψει ήδη το τζάκι.

  2. - Όταν παίζαμε πέρυσι τσου-λου η ομάδα κένταγε.
    - Ναι, και τώρα πήρατε τ' αρχίδια σας απ' το Σεπτέμβρη. Τώρα κάτσε επί του καναπέος να μας δεις να προκρινόμαστε.

  3. - Τι έκανε η κυβέρνηση τόσα χρόνια που είχαμε χρέη;
    - Τίποτα. Καθότανε επί του καναπέος και έτρωγε λεφτά. Να 'ναι καλά κάτι νούμερα σαν τον μπάρμπα σου που την ψηφίζουν.

  4. - Θα μου φέρεις ένα Bloody Mary;
    - Καλά, κάτσε επί του καναπέος τώρα, να σου φέρω καμιά βότκα να τελειώνουμε, γιατί ο λούτσος μου έχει γίνει πυρηνική κεφαλή με την πάρτη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified