Selected tags

Further tags

Φεύγω ακριβώς στην ώρα μου στο τέλος της εργασιακής ημέρας. Παρομοιάζει δρομείς στίβου που ξεκινούν με το άκουσμα του πιστολιού.

- Έφυγε ο Γιώργος;
- Ναι ρε 'συ, πήγε 17:02. Αφού ξέρεις ό,τι το πιστολιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματική έκφραση που σημαίνει τάχιστα.

Θα μαζέψω τάκα-τάκα το σπίτι και θα σας συναντήσω στο καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι απλά σίγουρα, αλλά κατευθείαν, αμέσως και ενθουσιωδώς. Σίγουρα προς μία κατεύθυνση και μάλιστα με τεράστια ταχύτητα - με όσα, μαλλιά, χίλια χιλιόμετρα την ώρα που λέει ο λόγος.

Ως προς τη ταχύτητα, συναφές με τα σούμπιτα, αλλά και στο καπάκι, dt, πατ-κιουτ, σφαιράδην, τσακ μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.

Ως προς τη βεβαιότητα, αντίστοιχο ανάλογα με την περίσταση με τα αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Εδώ ενθουσιώδης βεβαιότητα: «Στην ΑΕΚ με τα χίλια» - Το ενδιαφέρον που φέρεται να έχει εκφράσει η ΑΕΚ για τον Θανάση Κανούλα έχει ενθουσιάσει τον νεαρό μέσο.

Εδώ ταχύτητα: Καλπάζει με... τα χίλια το AIDS στη χώρα μας

Εδώ βεβαιότητα και ταχύτητα και τα πάντα όλα: Λίλα με τα χίλια (μήδι 1).

Λίλα με τα χίλια σύμφωνα με τα τριφύλλια τους - Παράδειγμα 3 (από Galadriel, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προσπέραση πολλών οχημάτων με μία κίνηση.

Μαλάκα ο Μπούστας την Κυριακή στις Σέρρες, έχασε τα φρένα της ένα στην εκκίνηση και έμεινε τελευταίος και μετά άρχισε τα σουβλάκια πριν τη 13 και στην ευθεία μέχρι να φτάσει τον Κοντομάρο. Τρεις τρεις τους περνούσε.

Ενα σουβλάκι ή σάντουιτς ή καλαμάκι με κρέας (από perkins, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως 500άρια χαρακτηρίζονται τα δρομολόγια του ΟΣΕ 500/501/502/503 που γίνονται με καινούρια βαγόνια και ανήκουν στις «ταχείες».

- Πού πας Νίκο;
- Πάω στη Θεσσαλονίκη. Με το 500άρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις τους χαλεπούς καιρούς εις τους οποίους ζούμε, θα ήτο καλό να ενθυμούμεθα την γαλλικήν ίνα εκφραστούμε σλανγκικώς με στυλ και απόψεως! Τουτέστιν, μάλλον βάρβαρες εκφράσεις όπως: εις τα καπάκια, καπάκι, πώμα, φελλός κτλ παρακαλούνται όπως αντικατασταθούν με την λέξιν: καπακουάζ!

Εμπεριέχει την ευχρηστίαν της βάρβαρης λέξης «καπάκι» μετά γαλλικής φινέτσας! Très magnifique, non;

- Καυλαγόρας: «Σπεύδε Σταρχίδαμε! Το λεωφορείο αναχωρεί δι’ Ελευσίναν! Δεν θα προλάβουμε τη τελετή ενάρξεως των Ελευσίνιων Μυστηρίων!»

- Σταρχίδαμος: «Έρχομαι εν τω λόγω! Καπάκι!»

- Καυλαγόρας: «Και αργοπορημένος και βάρβαρος! Καπακουάζ λέγεται ούτη λέξη!»

- Σταρχίδαμος: «Μολών περδέ (μτφ: έλα να μας τα κλάσεις)!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συντομότερος δρόμος. Συνήθως λέγονται οι δρόμοι που δεν πολυφαίνονται, πιο κακοτράχαλοι, αλλά που καταλήγουν στον προορισμό πιο σύντομα. Μες στην πόλη ίσως το ακούσεις και ως καβατζόστενο, στενό μέσω του οποίου παρακάμπτεται η κυκλοφορία των κύριων οδών.

Προέλευση από Κρήτη.

  1. - Μαλάκα πού να τρέχουμε τώρα μέχρι εκεί; Θα μας πάρει μισή ώρα.
    - Άσε ρε... ξέρω κονταρίδα τρελή σου λέω. Σε 10 λεπτά θα 'μαστε εκεί.

  2. Έχω τερματίσει όλες τις πίστες στο Colin Mcrae. Τις ξέρω όλες απ' έξω ρε... Στροφές, πετάγματα... Κονταρίδες... Όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.

Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.

Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...

(από Vrastaman, 19/02/09)

βλ. και σπινταριστός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλωσσα των αλογομούρηδων, όπως και το γαϊδούρι, σημαίνει το αουτσάϊντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

- Κοίτα τον κωλόφαρδο! Πόνταρε σε μουλάρι και κέρδισε!

έχω άσχημα γούστα εγώ αγόρι μου!!! (από Fotis Nitsiopoulos, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ γρήγορος οδηγός, ο γκαζοφονιάς.

- Πάτα φρένο ρε, δεν το βλέπεις το φανάρι που είναι κόκκινο; Εντάξει είσαι γκαζάκιας αλλά μη μας σκοτώσεις κιόλας!

Βλέπε και καυλόγκαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified