Further tags

Μικρό κρατίδιο που κατοικούν μόνο μαλάκες και μαλακιστήρια.

Βρίσκεται νότια του Σταρχιδιστάν αλλά μεταφέρεται ανά περίσταση.

Τόπος καταγωγής του μαλάκα με πατέντα

- Ρε αυτή η Γιάννα όλο μαλακίες λέει. Άκου να υπάρχουν διπλοί χρήστες σε σάιτ;; Που ακούστηκε;
- Αφού είναι από το Μαλακιστάν ρε, τι περιμένεις;
- Μήπως να της πω να τις κόψει τις μαλακίες ρε; Δεν την αντέχω...
- Πέσζηστο ρε, μην κολλάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος που τοποθετείται κοντά σε ιδιοκτησία του διαβόλου, είτε στου διαόλου τη μάνα, είτε στου διαόλου τη λελέ, είτε στου διαόλου το ξεσταύρι, είτε στου διαόλου τον πούτσο. Είναι το μέρος του χάρτη, όπου τοποθετείται η καρφίτσα, όθεν αναρτάται ο χάρτης, δηλαδή είναι ακραία βορειοανατολικά / βορειοδυτικά / νοτιοανατολικά / νοτιοδυτικά. Το μέρος αυτό μονίμως καλύπτεται από την τρύπα της καρφίτσας, και έτσι ουδέποτε φαίνεται, περνάει απαρατήρητο, αδικείται από την ιστοριογεωγραφία. Ο Λαυρέντης Πηρουνίτσας ονομάζει συναφώς το Διδυμότειχο τρύπα στη γεωγραφία. Είναι επί τοποθεσιών το αντίστοιχο του στην άκρη της φωτογραφίας επί προσώπων.

Ορισμένες φορές, ως χάρτης εννοείται αεροφωτογραφία, οπότε η τρύπα του χάρτη λέγεται είτε αντι-οικολογικά κάποιο δάσος ή πεδιάδα ή πάρκο σκοτισμένο σε αντίθεση με το κατάφωτο αστικό κέντρο (μιλάμε για κορυφαία μπουρζουάδικη θεώρηση που θα έβγαζε από τα ρούχα του κάθε γκρηνιάρη), είτε χειρότερα κάποιο άχρηστο μέρος όπως καμένο δάσος ή εγκαταλειμένο αεροδρόμιο, λ.χ. το Ελληνικό ή η Πάρνηθα στην Αθήνα. Γενικά, τείνει να συμφύρεται καταχρηστικά κττμγ η τρύπα στο χάρτη (ακραία μακρινό μέρος) με την μαύρη τρύπα (σκοτεινό / άχρηστο / κατεστραμμένο μέρος / μέρος που απορροφά πολλή μέριμνα) και μιλάμε για μαύρη τρύπα στο χάρτη.

Τέλος, υπάρχουν και τα μέρη που είναι έξω από τον χάρτη, ούτε καν δηλαδής.

  1. Τέλος του «Διδυμότειχο Μπλουζ» του Λαυρέντη Πηρουνίτσα.

Διδυμότειχο blues τ' όνομά του είναι αιτία
Διδυμότειχο blues τρύπα στη γεωγραφία
Διδυμότειχο blues αδειανή φωτογραφία
του παράλογου η θητεία αγχωμένη μαλακία...

  1. Η Νεμπράσκα είναι γη παλιά. Εύφορη, αγροτική. Τρύπα στο χάρτη, λες, αλλά δεν είναι. Η Όμαχα γέννησε το Φρεντ Ασταίρ και το Μάρλον Μπράντο, τον Μάλκομ Χ και τον πρόεδρο Φορντ. Και το Κόκκινο Σύννεφο που τους ξηγήθηκε αλμυρό φυστίκι. Τρύπα στο χάρτη; Ναι. Γαλήνη, πράσσινο, καμμιά ανησυχία για τη χρονιά που έρχεται και εκρήξεις διαφυγής.
    (Δες).
  1. Μισή καμένη Πάρνηθα βρίσκεται κρυμμένη μέσα στο Λεκανοπέδιο. Τρύπες στον χάρτη που θα μπορούσαν να έχουν ήδη γίνει πάρκα με υψηλή βλάστηση και να επιστρέφουν λίγη από την ποιότητα ζωής που χάθηκε στα αποκαΐδια. (Από το courses.arch.ntua.gr)
  1. Θεσσαλία: μαύρη τρύπα στο χάρτη.
    (Δες).

(από Khan, 02/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα. Υπονοεί χέσιμο, αλλά με την κυριολεκτική έννοια.

- Να σου πω ρε κάτι.
- Άσε, με πετυχαίνεις σε άσχημη στιγμή, πάω στο μέρος και μου λες μετά.
- Εφημερίδα θες;
- Ελπίζω να τελειώσω γρήγορα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δρυμίκλανα, τα (και Δριμίκλανα): Αll time κλάσεικ γεωγραφικός όρος για χωριά του Ελλαδιστάν που βρίσκονται πέρα και από την τρύπα του χάρτη, κάτω από την πινέζα, πίσω από τον ήλιο. Αν φτάσετε στου διαόλου την μάνα, ρωτήστε την, αλλά αμφιβάλλω αν ξέρει να σας πει πού βρίσκονται.

Έτερο μυθικό χωριό της Ελληνικής επαρχίας. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει απρόσιτες συνήθως τοποθεσίες, αλλά κυρίως τόπους καταγωγής ανθρώπων που θεωρούμε ότι είναι χωριάτες, αρκουδέηδες, μπαστουνόβλαχοι, κατσαπλιάδες και κατσικογάμηδοι (φυσικά δεν κοιτάμε ποτέ τα μούτρα μας). Πιθανολογείται ότι ο μισός πληθυσμός της Αθήνας προέρχεται από εκεί.

Εικάζεται ότι ανήκει στον ίδιο νομό με το Λέτσοβο, την Ίφκινθο και την Κωλοπετεινίτσα αλλά υστερεί από αυτά λόγω του ότι ούτε «Ελβετία» είναι, ούτε νησιώτικος προορισμός για εντεχνindie είναι, αλλά ούτε σοβαρά εκπαιδευτικά ιδρύματα έχει.

Η ποδοσφαιρική της ομάδα υπολείπεται από άλλες αντίστοιχες και οι νέοι της, στην πλειοψηφία αγροτινέιτζερ, την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια για σπουδές σε αναγνωρισμένα ιδρύματα του Εσωτερικού (ΤΕΙ Σουβλακοτυλιχτικής Αθηνών), αλλά και του Εξωτερικού (Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ).

Ετυμολογείται πιθανότατα από το δρυμός + κλάνω (ίσως από το «βλέπω τις αρκούδες στο δάσος και κλάνω από τον φόβο μου»), οπότε μιλάμε για χωριό κοντά σε δάσος. Διατίθεται σε διάφορα μεγέθη: Άνω, Κάτω και Πέρα Δρυμίκλανα.

  1. Όχι ρε φίλος, δεν ξαναποντάρω στον Αστέρα, μ' έχει κάψει ουκ ολίγες φορές τα τελευταία 2 χρόνια, δεν ξανασχολούμαι μαζί του που να παίζει και με τα Άνω Δρυμίκλανα και τον ΑΣΠ Στροβικίου!!

  2. - Γάμησέ τα ψηλέ, μαύροχάλι και η Αθήνα, τόσο χρόνια πέρασαν και πολλοί συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν φύγει ποτέ από τα Δρυμίκλανα. Δεν βγαίνω, μάνα μου… Έρχονται, δοκιμάζουν μια φορά, πουλάνε μούρη και δεν ξαναπατάνε… - Καλά ρε αγορίνα μου, και σένα πώς σου ήρθε να ανοίξεις φινλανδικό εστιατόριο στην Βάρη, δίπλα στα φεστιβάλ χοληστερίνης, με μενού τάρανδο τουρσί, ωμή ρέγκα και παντζάρια φλαμπέ; Θα μας τρελάνεις;

Γαμησιανά! (από berkebes, 05/05/10);-) (από MXΣ, 25/08/10)

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίπτει ως κατηγορούμενο και προήλθε από την σύντμηση της φράσης «είναι μπροστά από την εποχή του», σε ελεύθερη μετάφραση «τεν γήερς άφτερ». Αναφέρεται σε κάτι το ψαγμένο, κάτι το οποίο θα γίνει κατανοητό από τους υπόλοιπους σε βάθος χρόνου, κάτι του οποίου η αναγνώριση θα έρθει μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, όπως έχει γίνει άπειρες φορές στην ιστορία της τέχνης, της τεχνικής και της μαλακίας. Χρησιμοποιείται και γενικότερα ως σχολιασμός για κάτι που μετράει, που τα σπάει και τα ρέστα.

Εναλλακτικοί και ενδεχομένως λιγότερο διαδεδομένοι τύποι: έμπροσθεν, μπροστινός, το ρηματικό μπροστινεύω και το ουσιαστικό μπροστινιά.

Αφιερούται τω πάτσει. Άιντε, και στο μαυρόγιαννο, να γίνει και λίγος τζόγος στα σχόλια:Ρ.

  1. Ό,τι και να λέμε, ο Σεφερλής ήταν μπροστά. Απενοχοποίησε την καΐλα στο μυαλό του μέσου έλληνα.

  2. - Πώς σου φαίνεται το ρολογάκι;
    - Μπροστινό, θείο. Φόλεξ είναι;

  3. - ...και τσάααακ, μου κατεβαίνει η ιδέα στα πέντε λεπτά πριν πάρουν τις κόλλες, κάνω τα δικά μου και πήρα το πτυχίο νύχτα.
    - Μπροστίνεψες αγόρι μου.

  4. Καλά, το παυλόνερο* μπροστινιά σκέτη ρε πούστη. Κάνεις και τον καμπόσο στα γκομενάκια αν κάτσει το κόλπο στο σερβίρισμα.

  • η μπύρα παουλάνερ, χαϊδευτικά.
  1. Έμπροσθεν η φωτό θείο πάτσι.

  2. - Τι σου λέει η χρηστική αισθητική;
    - Ε, είναι μπροστά.
    - Λες, ε;
    - Και τέσσερα γκεστάαλτ μη σου πω...
    - Χώσε, τσάμπα είναι.

Όταν είσαι μπροστά είναι αλλιώς. Ειδικά αν τα κορίτσια είναι πολύ μπροστά. Μπερδεύτηκες; (από Galadriel, 12/10/11)

Βλέπε και προχώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που σου αρέσει πολύ, ο φοβερός και γαμιστερός μαζί.

  2. Αυτός που σε κάνει να φοβάσαι, ο τρομακτικός (κυριολεκτικά).

Και στις δύο σημασίες του, πρόκειται για σλανγκίζοντα όρο που χρησιμοποιείται κυρίως από κοπέλες, σχηματισμένος από το «φοβίζω», κατά το πρότυπο του «γαμιστερός» (<«γαμίζω», όπως λεγόταν κάποτε το γαμάω).

  1. Είδα ένα θριλεράκι πολύ φοβιστερό.

  2. Καλά, αυτό το φορεματάκι είναι φοβιστερό, φιλενάδα! Πού το ψώνισες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το οτιδήποτε πάνω σου, πλάι σου, μαζί σου, έλκει γκομενάκια.

  1. Να πάρεις σκύλο... δεν μπορείς να φανταστείς τι γκομενομαγνήτης είναι! Κάθε λίγο και λιγάκι όταν βγάζω βόλτα τον Βίκτορ με σταματάνε κάτι απίστευτα γκομενάκια να τον χαζέψουν!

  2. Τον γκομενομαγνήτη έχω πια και μου την πέφτουν έτσι απόψε;

Υπάρχει και στα αγγλικάνικα κι έγινε και ταινία. (από Khan, 10/09/12)

Δες και μουνομαγνήτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδελοξενοδοχείο. Συχνά θα ονομάζεται με κάποιο αρχαίο ελληνικό ή αιγυπτιακό όνομα, όπως «Όσιρις», «Τουταγχαμών», «Καλυψώ», «Άλκηστις», «Άρτεμις», «Κλεοπάτρα» κ.ά., το δε οικοδόμημα θα είναι είτε ετοιμόρροπο νεοκλασικό, είτε σε στυλ πολυκατοικίας ανατολικού μπλοκ.

— Τελικά τι έκανες με τη Μίνα;
— Την πήγα σε γαμοτέλ και περάσαμε αξέχαστα!

Να ένα γαμοτέλ τύπου "μπλοκ" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)

Δες και γαμο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω κάτω.

Οι λέξεις πιθανόν να είναι τουρκικής προέλευσης (δεν είμαι σίγουρη), ενημερώστε με αν έχει κάποιος πιο έγκυρες πηγές.

Μαζεύτε λίγο εδώ μέσα, άρτζι μπούρτζι και ρουλάς είναι το σπίτι!

Trigger happy! (από Mr. Cadmus, 27/05/10)Ευχαριστίες (από HODJAS, 01/06/10)

Βλ. και άρτσι μπούρτσι και λουλάς, άρτζι μπούρτζι και λουλάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified