Επίσης, λέγεται έτσι σκωπτικώς το ομόηχο ΠΑ.ΠΕΙ., ήτοι το Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Εξάλλου, έτσι ονομάζεται και το περιοδικό του Πανεπιστημίου.
Επίσης, λέγεται έτσι σκωπτικώς το ομόηχο ΠΑ.ΠΕΙ., ήτοι το Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Εξάλλου, έτσι ονομάζεται και το περιοδικό του Πανεπιστημίου.
Got a better definition? Add it!
Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.
Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.
Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.
- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.
- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).
Got a better definition? Add it!
Ένα από τα πολλά εις -στάν ουσιαστικά που δηλώνουν την Ελλάδα. Βλ. και Ελλαδιστάν, Γιουνανιστάν, Αυνανιστάν, λαμογιστάν, μπουρδελιστάν,Σταρχιδιστάν και πολλά άλλα.
Εδώ θίγεται περισσότερο ότι ο Καραγκιόζης ως υπόσκυλο αποτελεί το ιδιότυπο του Έλληνα στην underdog culture που έχει συμπήξει. Μιλάμε για τον χαρακτήρα που βλέπει το κράτος ως εχθρό, που περηφανεύεται να ξεγελάει την εξουσία ή και να ψεύδεται, που καυχάται εν ταις ασθενείαις του, και που διατηρεί εντέλει κάποιο είδος ανθρωπιάς ενώ κάνει διάφορα καραγκιοζιλίκια. Η έκφραση, λοιπόν, σημαίνει την Ελλάδα ως μια χώρα που ευνοεί τα παρόμοια καραγκιοζιλίκια.
Και είναι κουμπάρος του Γιωργάκη. Που τον έκανε δυο φορές ΓΓ και υφυπουργό. Και ξέχασα να σας πω ότι είναι μαχητής της αξιοκρατίας. Χα χα χα! Αυτα μονο στο καραγκιοζισταν γίνονται. (Εδώ).
Επρεπε να ξυσουμε πατο για να λειτουργησει λιγο η λογικη του εθνικου συμφεροντος..Ας γραψουμε εκει που δεν πιανει μελανι τις ευρωπαϊκες οδηγιες και ας δωσουμε ωθηση σε τομεις που μπορουμε να ειμαστε ανταγωνιστικοι..Ναυπηγεια, τροφιμα, βωξιτες, τσιμεντα, ιχθυοτροφεια...αντε ρε καντε κατι να ξεκολλησει αυτο το καραγκιοζισταν, γιουσουφακια και γκαρσονια μας εχετε καταντησει...αει στο κορακα... (Εδώ).
Ας κανουμε μια φορα επιτελους, δικη μας εθνικη πολιτικη. Ας κανουμε το καραγκιοζισταν, Ελλαδα.. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που θυμίζει κουφέτο ως προς τη γεύση ή το χρώμα ή το μέγεθος ή όλα μαζί.
Ο ρομαντικός με την έννοια του παραμυθένιου, του ψεύτικου.
Ο εξαιρετικά καλοντυμένος, λες και πάει σε γάμο ή παντρεύεται ο ίδιος.
Ο επίσημος γενικά.
1.α. Disaronno 28% vol. Δυνατή μύτη φρέσκου πικραμύγδαλου, νότες καφέ και καψίματος. Στο στόμα στρογγυλό, πλούσιο, αρκετά γλυκό, με ξεκάθαρη γεύση αμυγδάλου και μακρά επίγευση με κουφετένιο χαρακτήρα.
1.γ. Στην ακτή με το κουφετένιο βότσαλο (τ΄τιλος ποστ)
2.α. Γιατι εχουν ενα τεραστιο μεινεκτημα αυτοι οι « κουφετενιοι κοσμοι » : εχουν αποκλεισει δρακους , μαγισσες και τερατα , μ' ενα λογο το Κακο , που τοσο ρεαλιστικα αντισταθμιστικα λειτουργει στα παραμυθια . Βιαιη επιβολη του « ροζ » που λειαινει ολες τις «οξειες γωνιες » .Κι αυτη τη φιλοσοφια ζωης τη θεωρω οχι μονο αντι -ρεαλιστικη , αλλα και κραυγαλεα επικινδυνη για τα μικρα κοριτσια . Που θα την « κουβαλησουν » μοιραια στη μετεπειτα ενηλικη ζωη τους με τα γνωστα αρνητικα αποτελεσματα .
2.β. Οι αναρτήσεις πάνε κάπως έτσι: «θα σας μιλήσω λοιπόν για το μεγάλο όνειρο που θέλω να ζήσω με τον θαυμάσιο, μοναδικό, πανέμορφο ευγενικό και ολόδικό μου κουφετένιο πρίγκηπα που θα γνωρίσω
2.γ. Οσο για το χιόνι θα πρειπει να ήταν αρκετά ρομαντικό - κουφετένιο ε;
3.α. είπα να μην εμφανιστώ τόσο κουφετένιος και κρίνοντας εκ των θαμώνων χθες...μάλλον ορθώς έπραξα
3.β. Γιατί όχι καφέ κουστούμι με μαύρη γραβάτα;
Μπουμπούκα μου ναι, αλλά παραείναι «κουφετένιος» συνδυασμός.
από το νέτι
Got a better definition? Add it!
Τα Όντρια είναι ένας ορεινός όγκος του όρους Βοΐου που βρίσκεται στο σύνορο των νομών Κοζάνης και Καστοριάς.
Καθώς είναι μέρος δυσπρόσιτο και απομονωμένο, η απόδοση καταγωγής/προέλευσης από τη συγκεκριμένη περιοχή σε ένα πρόσωπο, έχει καταστεί συνώνυμο του ορεσίβιου, άξεστου και ακαλλιέργητου χαρακτήρα που δεν έχει προλάβει ακόμη να εξοικειωθεί με τις συνήθειες του πολιτισμένου κόσμου.
Ασίστ: Δαφνουλίνι
- Καλά, είναι δυνατό να κάνεις σεχ φορώντας κάλτσες; Απ' τα Όντρια κατέβηκες;
Got a better definition? Add it!
Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.
Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).
Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)
Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.
Από το αγγλικό club.
Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).
Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα
Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»
Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.
Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club
Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.
Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.
Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;
Got a better definition? Add it!
Μπαράκι, μπυραρία ή γενικότερα βραδινό μαγαζί το οποίο συνδυάζει χαμηλούς φωτισμούς και σένσουαλ /ρομαντική μουσική σε μέτρια ένταση, και το οποίο προτιμάται σχεδόν κατ' εξοχήν από ζευγαράκια σε πρώτα (ή κάποια από τα πρώτα) ραντεβού. Συνδυάζεται με μέτρια κατανάλωση ποτού (απαγορεύονται οι λιώμες), περιοδική επαφή χεριών και λάγνα βλέμματα.
Με αυτόν τον τρόπο, αυτός που επέλεξε το κατάστημα προσπαθεί να επιδείξει ταυτόχρονα καλό γούστο, αλλά και σαφή διάθεση σεξουαλικής περίπτυξης προς τον άλλο.
Ήταν πιο rock το μαγαζί όταν άνοιξε, τώρα έρχονται όλο ζευγαράκια και παίζει μπαλαντούλες λες και είναι προκαταρκτικάδικο.
Σύγκρινε με καμακομάγαζο.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για στρατιωτική μονάδα όπου το πήξιμο πάει σύννεφο, όπου σε πάει πίπα κώλο εμπλοκή.
Κλασσικός όρος για τον χαρακτηρισμό παραμεθόριων μονάδων καθώς και πλοίων του Π.Ν. όπου «βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι».
Βλέπε και σχετικά λήμματα: βλέπω την βάλε πόλη προέλευσης εδώ με το μακαρόνι
αγγαρειομάχος.
Μετά τη βασική εκπαίδευση πήρα μετάθεση για ένα πλοίο σκέτη μαυρίλα! Φοβερό πήξιμο, συνέχεια ταξίδια και να βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι!
Got a better definition? Add it!
Από τη λέξη πάτος + κατάληξη -ίλα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει:
α) αντικείμενα του πεταματού, υπό την έννοια ότι βρίσκονται στον πάτο της ποιοτικής κλίμακας του ομιλούντος,
β) (συχνότερα) καταστάσεις / εμπειρίες έσχατης κατάντιας (βλ. και πιάνω πάτο) ή, στην πιο ελαφριά εκδοχή, με κατάληξη τουλάχιστον απογοητευτική ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η χρήση μπορεί να επεκταθεί και για παρακμιακά μέρη.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο όρος είναι αμοιβαίως εναλλάξιμος με τη λέξη σαπίλα. Ωστόσο, ενώ ο χαρακτηρισμός πατίλα μπορεί να μεταφέρει αποκλειστικά μειωτική διάθεση (η εκφορά συνοδεύεται από ξινισμένη γκριμάτσα, βλ. παράδειγμα 1), συχνότερα υπαινίσσεται χαρά, ευχάριστη έκπληξη ή επιδοκιμασία του ομιλούντος για την καλτίλα του σκηνικού (συνοδεύεται από χαμόγελο και ανασήκωμα των φρυδιών, βλ. παράδειγμα 2). Η «κατάντια», δηλαδή, που αναφέρθηκε προηγουμένως, αφορά μόνο στην αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης, που συχνά ουδεμία σχέση έχει με την υποκειμενική!
Συναντάται επίσης ως πατιλιά.
[i]1. - Έλεος ρε φίλε! Δηλαδή εγώ που ξεσκίστηκα όλο το εξάμηνο με τις εργασίες και έτρεχα σαν το Βέγγο να προλάβω τις προθεσμίες, πήρα τον ίδιο βαθμό με την άλλη που κατέβηκε μόνο στο τέλος στις εξετάσεις;! Τι πατίλα είναι αυτή ρε γαμώτο;!
- Κάτσε ρε... ξεχνάς τη μοριοδότηση...
Got a better definition? Add it!
Η φράση έχει πολλές έννοιες:
- Που θα δούμε την ταινία αγάπη μου;
- Επί του καναπέος ρε γυναίκα. Αφού έχω ανάψει ήδη το τζάκι.
- Όταν παίζαμε πέρυσι τσου-λου η ομάδα κένταγε.
- Ναι, και τώρα πήρατε τ' αρχίδια σας απ' το Σεπτέμβρη. Τώρα κάτσε επί του καναπέος να μας δεις να προκρινόμαστε.
- Τι έκανε η κυβέρνηση τόσα χρόνια που είχαμε χρέη;
- Τίποτα. Καθότανε επί του καναπέος και έτρωγε λεφτά. Να 'ναι καλά κάτι νούμερα σαν τον μπάρμπα σου που την ψηφίζουν.
- Θα μου φέρεις ένα Bloody Mary;
- Καλά, κάτσε επί του καναπέος τώρα, να σου φέρω καμιά βότκα να τελειώνουμε, γιατί ο λούτσος μου έχει γίνει πυρηνική κεφαλή με την πάρτη σου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified