Further tags

Μπιλιαρδάδικο είναι ένας υγειονομικός σχηματισμός, συνηθέστερα Νομαρχιακό Νοσοκομείο ή περιφερικό Νοσοκομείο μεγάλου αστικού κέντρου, που δεν είναι σε θέση να προσφέρει ολοκληρωμένη νοσηλεία αλλά κατευθύνει / παραπέμπει τα δύσκολα περιστατικά (περίπλοκα ή επιπεπλεγμένα) σε άλλα, μεγαλύτερα, με αρτιότερη λειτουργία Νοσοκομεία. Αυτή η μετακίνηση των ασθενών από το ένα Νοσοκομείο στο άλλο, προσομοιάζει, βεβαίως, με τις σπόντες με τις οποίες μετακινούνται οι μπάλες πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου.

Συνηθέστερες αιτίες που προφασίζονται τα μπιλιαρδάδικα για να δικαιολογήσουν το ξεφόρτωμα των ασθενών τους προς άλλα Νοσοκομεία, είναι η έλλειψη συγκεκριμένων ειδικοτήτων (π.χ. Νευρολόγος, Αγγειοχειρουργός κ.λπ.), η αδυναμία πραγματοποίησης εξειδικευμένων παρακλινικών (π.χ. spiral CT, σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς κ.λπ.) ή εργαστηριακών (κουφά αυτοαντισώματα, διάφορες ό,τι νά 'ναι ορμόνες) εξετάσεων, που ούτε και οι ίδιοι οι θεράποντες ιατροί ξέρουν για ποιο λόγο τις ζητάνε ή πώς να τις αξιολογήσουν άμα λάβουν τ' αποτελέσματα, αλλά σε κάθε περίπτωση χρησιμεύουν ως πρώτης τάξης δικαιολογία για να αδειάσουν την κλινική από τις δύσκολες περιπτώσεις και να απαλλαγούν από τη σχετική μέριμνα, ευθύνη και άγχος (πασάροντας τα βέβαια όλ' αυτά στους συναδέλφους τους).

- Προϊσταμένη, με ποιο άλλο νοσοκομείο συνεφημερεύουμε σήμερα;
- Μια στιγμή να δω... εεε...Παρασκευή... Παρασκευή... α! Άγιος Δημήτριος!
- Όχι ρε πστ μου, πάλι με το μπιλιαρδάδικο, τη γκαντεμιά μου μέσα! Θα φτύσουμε αίμα πάλι Παρασκευιάτικα, γμτ.

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ των βλάκας και Βαλκάνια, αποτελεί έναν μειωτικό τρόπο να αποκαλέσει κανείς τα Βαλκάνια και τις χώρες τους, που ναι μεν είναι μπανεύκολος, αλλά αρκετά διαδεδομένος (πάνω από 10 σελίδες χτυπήματα στον γούγλη). Μπορεί να λεχθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα, λ.χ. ότι τα Βαλκάνια είναι ένας καθυστερημένος τόπος, ή ότι μας πιάνουν κότσους κ.ά.

  1. Και για να το δούμε σφαιρικά..... ΚΡΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑα στα ΒΛΑΚΑΝΙΑ που μας νταβατζάρουν τόσα χρόνια και εμείς γιορτάζουμε και ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΕΣ.........ΚΡΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
    παιδιά σόρρυ αν το βάρυνα πολύ αλλά ήθελα να κράξω..... (Εδώ).

  2. Εδώ είναι Βλακάνια, δεν είναι παίξε - γέλασε (Εδώ).

  3. Την ίδια ώρα στα βλακάνια, οι συνομήλικοί τους πηδούσαν κατσίκια. (Εδώ).

(από Khan, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Σπαταναίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο είδος εις την ανθρώπινην εξελικτική αλυσίδαν... Ο Homo Spataneus διαφέρει από εμάς τους κοινούς θνητούς ως προς την αισθητική του (καρακιτσαριό του κερατά), ως προς την μετακίνησή των (καράκωλοφτιαγμένα αυτοκίνητα-άρματα μάχης-λούναπαρκ) και ως προς τα μουσικά ακούσματα (Έφη Βόδη, Χαρά Βέρρα, «πάρε το scania και τράβα στο καλλό κτλ»). Σκέτη ποιότητα. Πλέον, διαφοροποιούντο και εις τον τομέαν της γραμματικής! Η οδική αρτηρία η οποία οδηγεί εις τα Σπάτα δεν αποκαλείται λεωφόρος Σπάτων αλλά Σπατών (όπως λέμε σκατών!). Φαίνεται ότι τα Σπάτα στην πραγματικότητα λέγονται Σπατά, δεν εξηγείται άλλως... Περιττεύει δε να ειπωθεί ότι επιμένουν σθεναρώς παρά τις αποδείξεις του εναντίου...

Φαίδων, εποχούμενος, εν ώρα στάσης εις το φωτεινό σηματοδότη: «Ω Ηφαιστίων, κύττταξε εκεί! Ο αερολιμήν Αθηνών! Μα που είμεθα τέλοπσπάντων;»
Ηφαιστίων: «Ας ρωτήσουμε τον διπλα οδηγόν... Συγγνώμη που είμεθα;»
Δίπλα οδηγός, καθήμενος εν κάθισμα με ροζ γούνινη επένδυση εν αυτοκίνητο χρώματος φωσφωρίζοντος λαχανί φέροντας σεμέν εις τον καθρέπτη: «Ρε φλαράκιεεε... στιε λεουφώροου Σπατών είshαι να ούμ...» Φαίδων: «Εννοείται: Σπάτων;»
Δίπλα οδηγός: «Ουόχιεεε, Σπατών!»
Ηφαιστίων, σκεπτόμενος: «Ευρισκόμεθα εν τη λεωφόρο Σπατών, δίπλα σε αυτοκίνητο καυτόν!»

βλ. και σπατάνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός χαρακτηρισμός στρατευμένου αναλόγως του υπολοίπου θητείας. Παλαιάς κοπής (αν και τα μαντάτα λένε ότι η θητεία θα αυξηθεί). Χρησιμοποιήτο από Θεσσαλονικείς.

Ο έχων υπόλοιπο θητείας πλέον των 400 ημερών μένει Καλαμαριά (αρχικό ψηφίο τηλεφωνικού αριθμού κλήσης 4)
Ο έχων υπόλοιπο θητείας πλέον των 300 και μείον των 400 ημερών μένει Πυλαία (αρχικό ψηφίο τηλεφωνικού αριθμού κλήσης 3)
Ο τυχερός έχων υπόλοιπο θητείας πλέον των 200 ημερών μένει Κέντρο (αρχικό ψηφίο τηλεφωνικού αριθμού κλήσης 2).

Παρακάτω δεν πήγαινε.

- Φιλαράκι, πού μένεις είπαμε;
- Πυλαία ακόμη, αλλά από τη Δευτέρα μετακομίζω κέντρο.
- Και ο Παπαϊωάννου; Γειτονάκι;
- Αρχικά ναι, αλλά με τις μαλακίες που κάνει τον βλέπω να μετακομίζει στην Όλγας*!

  • Περιοχή Λεωφόρου Β. Όλγας, αρχικό ψηφίο τηλεφωνικού αριθμού κλήσης 8!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία από τις ονομασίες της γνωστής πλατείας της Αθήνας. Το Κολωνάκι αποκαλέστηκε «μπιντές» κατά τη δεκαετία 50-60, τότε που υπήρχε ένα δρομάκι εκεί όπου τώρα βρίσκεται το πέρασμα των πεζών ανάμεσα στο κτίριο της Λυκόβρυσης και τα καθίσματα των καφεστιατορίων. Το εναπομένον σχήμα της μικροπλατείας που δημιουργούνταν εκεί, θύμιζε μπιντέ και απ' αυτό πήρε το όνομά της και η όλη πλατεία γενικά.

Δες και Σκομπία, Κολωνάκα.

  1. O Λεωνίδας Xρηστάκης -ή αλλιώς Λεό Kρις-, φιγούρα της εποχής (όλων των εποχών) στον πρωτευουσιάνικο μικρόκοσμο, στο βιβλίο του «O κύριος Aθήναι» (εκδ. Δελφίνι) «χαρτογραφεί» τη διάσημη πλατεία. Tο ζαχαροπλαστείο «Eλληνικόν», απέναντι το cafe-ζαχαροπλαστείο «Carissimo» στη γωνία πλατείας και Tσακάλωφ, στην αντίστοιχη γωνία με την Aναγνωστοπούλου το γαλακτοπωλείο «Λυκόβρυση». Mεταξύ Σκουφά και Tσακάλωφ, το καφενείο «Eλλάς». Kαι ο «μπιντές» στη μέση της «άνω πλατείας Kολωνακίου», με τα τραπεζάκια των τριών. «Mπιντέ» το ονόμασε ο Mίνως Aργυράκης λόγω σχήματος. Όλοι περνάνε από τον «μπιντέ», για να ακολουθήσουν τους «μέντορες», τα φωτεινά μυαλά της εποχής. εδώ

  2. Τα περισσότερα σχέδια Νόμων οι μεγαλύτερες αποφάσεις
    Πολιτικού Χαφιεδικού Ρουφιανικού ή άλλου περιεχομένου
    έχουν ληφθεί στη Μικρή Βουλή της
    Πλατείας Μπιντέ (Κολωνακίου)
    όπως την έλεγαν παλιοί Κοσμικοί και Λαϊκοί Αθηναίοι
    λόγω του σχήματος.....αλλά και της ουσίας.

  3. Ο Καραμανλής, που ζούσε σε μικροαστικό διαμέρισμα στο Κολωνάκι, δεν είχε καμιά εκτίμηση στους μπουρζουά και στους MareRazis αργόσχολους του «μπιντέ»της πλατείας, θεωρώντας τους καρκίνωμα της πολιτείας.

όλα από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανασυλλαβισμός του μαγαζί.

Προφ αποτελεί όρο της μπουρδελοσλάνγκ και αναφέρεται σε μαγαζί τύπου putzinstitut/ ευαγές ίδρυμα, όπου προσφέρεται σεξ μεταξύ των υπηρεσιών των κορασίδων.

Περαιτέρω, υπάρχουν μερικές λεπτές αποχρώσεις:

Το γαμαζί είναι ο γενικός όρος, το generic term. Μπορεί να αναφερθεί σε όλα, σε μπουρδέλα, στούντιο, κωλόμπαρα, στριπτιτζάδικα κ.ά. Ακόμη κι αν δεν προσφέρουν ακριβώς μπριζόλα, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως γαμαζί, ενώ κυρίως λέγεται αν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας τρέντι γκλαμουριάς που το καθιστά μαγαζί κι όχι ντέλο. Δηλαδή πιο πολύ για strip clubs. Τέλος, το γαμαζί δεν είναι και τόσο υποτιμητικός όρος, είναι κάπως ουδέτερος.

Το μπριζολάδικο λέγεται για γαμαζί που πρσφέρει σεξ χωρίς αυτό να είναι απολύτως επίσημο, αλλά ύστερα από κάποιου είδους συνεννόηση, ύστερα από ευνόητα υπονοούμενα.

Το κρεοπωλείο είναι ένα κλικ πιο υποτιμητικό, δηλαδή πουλάει κρέας (μπριζόλα) ως μη ώφειλε. Αφορά σε παρακμή πρώην πτωχού πλην τίμιου φραπενείου, που πλέον δεν είναι τίμιο. Ενώ το κρεαταγορά εστιάζει περισσότερο στην επίδειξη παρά στην πήδηξη. Αμφότερα είναι πιο πολύ ασθενείς μεταφορές και όχι τεχνικοί όροι.

Τέλος, υπάρχουν οι νεόκοποι όροι:

  • κουρτινάδικο: το στριπτιτζάδικο, όπου ο πριβέ χώρος του κλείνει με κουρτίνα, οπότε μπορεί να παίξει και σεξάκι, με την συγκατάθεση της διεύθυνσης του γαμαζιού, πιθανόν λόγω κρίσης. Συναφείς όροι:
  • κουρτινιάζω= γαμώ κεκλεισμένων των κουρτινών, και
  • κουρτινάτο, κατά τα τραπεζάτο, καρεκλάτο κ.τ.ό.: Το κουρτινάτο είναι το λόγω κρίσης ενισ-χυμένο φλοκατσίνο, ένα είδος φραπέ με μουνί (κατά το μπουγάτσα με μουνί) και το σερβίρουν κυρίως οι παρακμιακές αράμπικα του γαμαζιού και όχι οι πρώην ντεφραπεϊνέ νυν δε απλώς ντεμπριζολέ μη μου άπτου ντίβες. Υπάρχει, δηλαδή, συχνά μια απονομή ρόλων στον θίασο του γαμαζιού.

Πάντως, γουγλικώς, δεν δικαιώνεται η ανάρτηση των σχετικών με την κουρτίνα όρων, καθώς δεν φαίνονται αρκούδως παγιωμένα.

Τέλος, δευτερευόντως, ο όρος γαμαζί μπορεί και να αποτελέσει απλώς βρισιά για οποιοδήποτε μαγαζί.

- απο γνοστους στο γαμαζι σκεπτοντε οι γινεκες να την κανουν.
- χριαζετε ποιοτικι ανανεοσι το γαμαζι
- τα αλλλα θελουν κλισιμο.
(Εδώ).

(από Khan, 22/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεμοδαρμένη κορυφή.
Σε κοινή χρήση στην Κρήτη.

-Εδώ ο αέρας παίρνει καρέκλες. Κι αυτός έχτισε το εξοχικό εδώ, στην ψωλή του αέρα!

Ανεμοδαρμένη κορφή (από nikolaosvlas, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί άντρες μαζεμένοι σε ένα μέρος. Συνήθως σε εκείνα τα μέρη –μπαρς, καφετέριες, σουβλατζιδογυράδικα–, μόλις μπει γυναίκα ακολουθεί ταυτόχρονη μετατόπιση όλων των αντρικών κεφαλιών κατά 90 μοίρες προς το μέρος της και εξονυχιστικός έλεγχος της νεοαφιχθείσας.

Περιοχές της Ελλάδας που ανθεί η τάση της ψωλαρίας (πρόκειται για πληροφορία που δε θεωρώ ότι είναι απαραίτητη στον ορισμό του λήμματος, αλλά σίγουρα θα ενδιαφέρει πολλές γυναίκες): Χανιά, Ηράκλειο, Κοζάνη, Ξάνθη. (Καλές διακοπές κορίτσια! )

Πω ρε, τι ψωλαρία είν' αυτή; Πάμε να φύγουμε, βιασμένες θα βγούμε απο 'δώ!...

(από mafie, 26/08/11)(από mafie, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσωνύμιο της πόλης των Χανίων (Κρήτη), εμπνευσμένο από το νησί Manhattan της Νέας Υόρκης, που στόχο έχει να καταδείξει την ομοιότητα των δυο περιοχών, μιας που τα δυο αυτά μέρη είναι ισάξια ως προς τον μεγάλο πληθυσμό, την πολιτιστική ζωή και την έντονη καθημερινότητα, ιδίως κατά τη χειμερινή σαιζόν.

- Από πού κατάγεσαι;
- Απ' τα Μανχάνιαν.

(από Vrastaman, 22/08/11)Ο Πυρανχάνιαν από τα Μανχάνιαν (από GATZMAN, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνότοπος (καφετέρια, μπαρ, κτλ ή γενικώς μια ευρύτερη περιοχή / γειτονιά) όπου συνηθίζεται ή αναμένεται να παρευρίσκονται γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (μιλφ και τζιλφ).

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το «γήρας» με την κατάληξη «-άδικο»που υποδηλώνει χώρο (όπως στριπτιτζάδικο, σκυλάδικο, τρελάδικο), σχηματίζοντας ταυτόχρονα λογοπαίγνιο με τη λέξη «γυράδικο».

Χρησιμοποιείται ιδανικά μαζί με τον όρο μιλφέιγ ώστε να παραπλανήσει ακουστικά τους αμύητους (βλέπε παράδειγμα).

- Πάμε να φύγουμε από εδώ, βαρέθηκα τα παστάκια.
- Καλά ρε, και πού θες να πάμε;
- Πάμε για μιλφέιγ σε εκείνο το γηράδικο κοντά στο σπίτι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified