Πόρτο-Ράφτιγκ είναι οι διακοπές στο Πόρτο-Ράφτη, για τους Αθηναίους που δεν έχουν χρόνο και χρήμα να πάνε μακρύτερα!
- Πω πω, τι ωραία που ήταν στο ράφτιγκ στον Αχελώο! Εσύ πώς πέρασες;
- Γαμάτα! Έκανα Πορτο-Ράφτιγκ!
Πόρτο-Ράφτιγκ είναι οι διακοπές στο Πόρτο-Ράφτη, για τους Αθηναίους που δεν έχουν χρόνο και χρήμα να πάνε μακρύτερα!
- Πω πω, τι ωραία που ήταν στο ράφτιγκ στον Αχελώο! Εσύ πώς πέρασες;
- Γαμάτα! Έκανα Πορτο-Ράφτιγκ!
Got a better definition? Add it!
Όταν, λένε, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο Πρεσβύτερος γύρισε από την Γαλλία, είχε ενθουσιαστεί από την διαμονή του στο Chamonix. Τόσο, που υποσχέθηκε στους Αθηναίους:
- Θα κάνω όλη την Αθήνα Chamonix!
Μόνο που το πρόφερε με την γνωστή και μη εξαιρετέα βαριά σερραϊκή προφορά του, κι οι Αθηναίοι δεν ήξεραν τι ακριβώς εννοούσε ο μεγάλος πολιτικός. Τα επόμενα χρόνια έμελλε να καταλάβουν. Και το έργο του Πρεσβυτέρου, έμελλε να ολοκληρώσει ο ανιψιός Κώστας Καραμανλής ο Νεώτερος, που έκανε όλην την Ελλάδα σα μονή.
Συνώνυμα του Chamonix: σαν μουνί (αθηναϊκή προφορά), Μουνιόθ Καπέλο, Μουνιόθ, μουνί καπέλο κ.ο.κ.
- Έρχεται ο Κωστάκης απ' τις Βρυξέλλες και θα μας ανακοινώσει, λέει, το νέο όραμά του για την Ελλάδα.
- Ωχ, κατάλαβα! Chamonix θα μας κάνει κι αυτός!
- Μπα, με τόσες πυρκαγιές, βλέπεις εσύ κανά δέντρο, για να μοιάζουμε με Chamonix;
Got a better definition? Add it!
Άθλιος, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, θλιβερός, οικτρός. Απευθείας μεταφορά του αμερικανικού pathetic.
[...] Διαπιστώνω ότι το φόρουμ μας αποτελείται από αξιολύπητες παθέτικ λουκρητίες που άπαξ και βρουν γκόμενα (μία την δεκαετία και αν) πρέπει να τη δέσουν και να της κρεμάσουν κουδούνια μη τη χάσουν. (από φόρουμ)
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που έχει σχηματιστεί από την επανειλημμένη εδώ και δεκαετίες παρανόηση του περιεχομένου πινακίδων τις οποίες είχαν κάποτε οι ταβέρνες.
Κάποτε λοιπόν, για να δείξουν στους πελάτες ότι το μαγαζί διαθέτει και κήπο (που όμως δεν φαίνεται από τον δρόμο) κι ότι δεν είναι καταδικασμένοι στην τσίκνα ντε και καλά, αναρτούσαν μια πινακίδα στην είσοδο της ταβέρνας όπου αναγραφόταν το περίφημο «Στο βάθος κήπος». Καμιά φορά η πάντοτε χειρόγραφη επιγραφή συνοδευόταν κι από ένα ζωγραφισμένο βελάκι που έδειχνε το προς τα πού πέφτει ο κήπος αυτός. Τώρα μη φανταστείτε τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, για μικρές εσωτερικές αυλές μιλάμε.
Αν όμως η φράση διαβαστεί λάθος, τότε έχουμε ένα ουσιαστικό: το βάθος κήπος, του βάθους κήπους (κλίνεται κατά το κήτος), το βάθος κήπος, ώ! βάθος κήπος. Πληθυντικός δεν χρησιμοποιείται.
Καμιά φορά μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς με την έννοια του «στο κάτω-κάτω» ή του «δεύτερου πλάνου» σε μια εικόνα.
- Λέμε να πάμε για καναπαϊδάκι απόψε, τι λες;
- Μεσα, θα έρθω λίγο αργότερα όμως.
- Έλα όποτε θες. Θα καθόμαστε στοβάθοςκήπος.
Άντε, έλα και συ μαζί μας. Στοβάθοςκήπος δεν έφταιξες σε τίποτα να σε αφήσουμε μόνο σου βραδιάτικα.
Σε πρώτο πλάνο βλέπετε την Λίλιαν, στο βάθοςκήπος είναι η υπόλοιπη παρέα.
Got a better definition? Add it!
Τι να πρωτοθυμηθώ για σένα όμορφο χωριό; Το Λέτσοβο είναι το όμορφο χωριό της αγαθής ελληνικής επαρχίας, από το οποίο κατάγεται ο σύγχρονος Αθηναίος πριν αστικοποιηθεί. Προφανώς από το «λέτσος» και τα τοπωνύμια της Βόρειας Ελλάδας (και όχι μόνο) με σλαβογενείς καταλήξεις σε -οβο, λ.χ. Μέτσοβο. Γι' αυτό και έχει αστικοποιηθεί ατελώς και παραμένει κατ' ουσίαν λέτσος.
Τον όρο δημιούργησε ο Χάρρυ Κλυνν στην ταινία «Αλαλούμ», στο μέρος με την Γκόλφω, όπου χρησιμεύει ως αρχέτυπο γενικά της Ελλάδας, ιδίως την εποχή των έντονων κομματικών διαιρέσεων. Γενικά, το Λέτσοβο έχει λάβει διαστάσεις συμβόλου σύνολης της Ελλάδας, όπως και το Ελλαδιστάν, το Αυνανιστάν, το Γιουνανιστάν, η Κωλοπετεινίτσα, η Ψωροκώσταινα, το Ελλαδέξ κ.ο.κ.
(από συζήτηση σε φόρουμ):
- Απο μικρος ειχα απορια απο που εχει βγει το ονομα 'Κιλελερ'.
Συνηθως τα χωρια ονομαζονται 'Κατσικοχωρι', 'Ανωχωρι', 'Ανω Ραχουλα', 'Ανω Παναγιά', 'Ανω Λέτσοβο', 'Κολοκοτρωνίτσι' κλπ... αλλα 'Κιλελερ';;
- Άνω Κιλελέρ σου κάνει;
Κατακαημένο Λέτσοβο τι σού 'μελλε να πάθεις!...
(στίχος από το τραγούδι του Λετσόβου, που έχει μείνει ιστορικός).
Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.
Got a better definition? Add it!
Ένα από τα εκατοντάδες συνώνυμα του πούστη, που μπορείς να βρεις στο slang.gr.
Ο όρος καθιερώθηκε από το αρχετυπικό τραγούδι του Κώστα Τουρνά, που το τραγουδούσε σε ντουέτο με τον Σταμάτη Κραουνάκη. (Βλέπε παράδειγμα).
Καθώς περιγράφει έναν Αιγυπτιώτη πούστη, πιστεύω ότι για την καθιέρωση του όρου συνέβαλε και η παράδοση που ξεκινά με τον Καβάφη. Το προφίλ του Αχιλλέα απ' το Κάιρο ως πούστη είναι: Ευαίσθητος έως μελό, περιθωριακός, ποιητική φλέβα, πουστρίγκος, γενικά συμπαθητικός τύπος και, μέσω της αιγυπτιώτικης παράδοσης μας, συνδέει με τις ρίζες του ελληνικού πουστρηλικιού, που χάνονται στα βάθη των αιώνων...
Είναι ο τύπος που εκτός από το να τρίζει την όπισθεν, επιπλέον: τον ανάβει τον φάρο, την αποχαιρετά την Αλεξάνδρεια, τους περιμένει τους βαρβάρους κ.ο.κ.
Ο Αχιλλέας απ' το Κάιρο
εδώ και χρόνια ζει στην Αθήνα
σ' ένα υπόγειο σκοτεινό
γωνιακό κάπου στην Σίνα
Μαζί του ζει κάποιος Μηνάς
γι' αυτούς τους δυο και τι δεν λένε
οι πιο σεμνοί της γειτονιάς
ξέρουν επίθετα που καίνε
Είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες
και δε ζουν τη ζωή τη δικιά σου
είναι κάτι παιδιά που δεν γίνονται άντρες
Θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου
Ποτέ δε βγαίνουνε μαζί
κανείς δεν ξέρει πώς περνάνε
υπόγεια κάνουνε ζωή
κι όλοι οι αργόσχολοι ρωτάνε
Η κυρά Λέλα η Σμυρνιά
στην αμαρτία λέει βουλιάζουν
και διώχνει τα μικρά παιδιά
όταν στο υπόγειο πλησιάζουν
Είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες
και δε ζουν τη ζωή τη δικιά σου
είναι κάτι παιδιά που δεν γίνονται άντρες
Θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου
Τα βράδια απ' έξω σαν περνάς
μια μουσική ακούς και γέλια
και στο υπόγειο αν κοιτάς
βλέπεις μια ολάνθιστη καμέλια
Ο Αχιλλέας απ' το Κάιρο
ας είναι χρόνια στην Αθήνα
η μάνα του δεν τον ξεχνά
κι ας είναι απ' τα παιδιά εκείνα...
...που είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες
και δε ζουν τη ζωή τη δικιά σου
είναι κάτι παιδιά που δεν γίνονται άντρες
Θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτική ονομασία του παλατιού του Buckingham από τον γελοιογράφο ΚΥΡ, σε περίοδο που το ταλάνιζαν σκάνδαλα σεξουαλικής μορφής. Εκτός από το αγγλικό παλάτι, η έκφραση μπορεί και να σημάνει:
Το οποιοδήποτε putzinstitut ή ευαγές ίδρυμα.
Τον οποιοδήποτε οίκο, βασιλικό, πολιτικό, εμπορίου, μόδας, ευγηρίας, ανοχής και ενοχής, ταλανίζεται από παρόμοια ή και ευρύτερα σκάνδαλα. Που παραμένουν επίκαιρα τώρα, όπως και τότε.
Φάκινγκχαμ το καταντήσατε εδώ μέσα!
Got a better definition? Add it!
Από το «βάλτος» και την «Μονή Βατοπαιδίου». Με αφορμή το γνωστό σκάνδαλο. Χρησιμοποιείται και ευρύτερα για όλες τις δυνάμεις αδρανείας που βαλτώνουν την Ελλάδα και δεν την αφήνουν ν' αγιάσει, ή έστω να προοδεύσει.
Λέγεται και «βαλτοπαίδιο» ή και «βαλτοπέδιο» κατά το «ναρκοπέδιο».
Και νά 'τανε μόνο ένα το βαλτοπαίδι, στο οποίο έχουμε βαλτώσει!
Got a better definition? Add it!
Οι περιοχές παραπλεύρως της πλατείας Ομονοίας, που τείνουν να εξελιχθούν σε γκέτο. Σχηματισμός κατά τα Ελλαδιστάν και «Γιουνανιστάν».
- Ο Υπουργός Εξωτερικών θα κάνει περιοδεία στο Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Καζακστάν και το Τατζικιστάν.
- Στο Ομονοιστάν πότε θα έρθει;
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα Λαρισαίου που έχει νοσταλγήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, ύστερα από ένα οπωσδήποτε σύντομο ταξίδι στην Αθήνα ή την γειτονική Αυστρία. Στην (μεταξύ μας, καθόλου απίθανη) περίπτωση που θα είναι τυρόβλαχος θα το προφέρει: «Λάρσα Λάρσα, σε είδα και λαχτάρσα!». Φράση σύμβολο του τοπικισμού.
Συνώνυμα: Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο / Παρθένα απ' τον τόπο σου κι ας είναι και ραμέν η/ Καλλλά, μαλλλάκας Αθηναίος είσαι; (Σαλονικιώτικη προφορά) κ.ο.κ.
Επιφώνημα σλαβόφιλου που το αντικείμενο του πόθου του ονομάζεται Λαρίσσα: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ρωσικό όνομα που βγαίνει από τον γλάρο (ως γνωστόν, every name has a Greek root!), δηλαδή η γλαροπούλα, - θυμίζει και Τσέχοφ!
Τα σλαβικά ονόματα του θηλυκού ξανθού γένους είναι τεσσάρων ειδών. Τα αναφέρω με αύξοντα αριθμό σλαβόφιλης καύλας ή σλαβολαγνίας:
α) Τα διεθνή ονόματα κορασίδων με ελάχιστο μόνο σλαβικό χρώμα. Βλ. Βερόνικα, Μαρίνα, Γιούλια, Λίζα, Ντανιέλα, Λίλιαν(α) (το τελευταίο, απλή συνωνυμία!) κ.ο.κ.
β) Οι τελείως χαρακτηριστικές σλαβικές εκδοχές διεθνών ονομάτων στο υποκοριστικό τους. Βλ. Νατάσα, Κάτυα-Κατυούσα, Μάσα, Όλια (Όλγα), Σάσα, Σόνια.
γ) Τα Σβετλάνα, Τατιάνα και Ταμίλα, που είναι πολύ ιδιάζοντα, αλλά και πολύ τουριστικά. Ό,τι είναι ας πούμε η Πλάκα για την Αθήνα, η Μονμάρτρη για το Παρίσι, ή το Σόχο για το Λονδίνο. Ανεπανάληπτα, δηλαδή, αλλά δεν θα πας να στοιβαχτείς παρέα με όλους τους τουρίστες.
δ) Μια ειδική κατηγορία ονομάτων, που περιλαμβάνουν πολύ ιδιαίτερα, αλλά και κάπως πιο ψαγμένα ονόματα, που ως τέτοια εγείρουν τον ενθουσιασμό των σλαβόφιλων. Αυτά είναι τα: Ντάρια, Βίκα, Νάστυα, Βλάντα, Μίλα, Λέρα, Ντάσα, και... στην κορύφωση της σλαβολαγνίας, η καλύτερη απ' όλες...
η Λαρίσσα!
Πρέπει να το παραδεχτούμε: Η Λαρίσα είναι για τον σλαβόφιλο ό,τι είναι για τον άνδρα η/το Λίλιαν!
-Μωρούλjι μου, θα πιούμε ένα πουτάκι;
-Είσαι η Λαρίσσα, ή είσαι απ' τη Λάρισα;
Λαρίσσα, Λαρίσσα, σε είδα και λαχτάρησα!
Όπως λέμε:
Μίλα μου για Μίλα!
Η Ταμίλα με τα σέξι μήλα! (βλ. σλαβόφιλος, ο).
Πήρα την κατιούσα με την Κατυούσα!
Κατυούσα, είσαι (πύραυλος) Katyusha!
Η Λέρα είναι σκέτη Λέρα!
Νάστυ με τη Νάστυα!
Στην Σιβηρία σε γύρευα και στη Μύκονο σε Βίκα.
Βικα-παίδεια, έκδωσέ την μόνος σου!
(Κλείνω εδώ γιατί μ' έχει πιάσει σεφερλίτιδα).
Got a better definition? Add it!