Further tags

Η κωλοπετσωμένη και ψιλοσπασμένη πλην καυλιάρα σαρανταφεύγα μιλφού. Το μουνί της μπορεί να έχει αρχίσει να πατινάρει, αλλά η μπογιά της ακόμα μισοπερνάει.

Χλευαστικά, η Ντάμα του αντιπάλου στο σκάκι. Συνώνυμο επίσης τση πουτάνας, σύμφωνα με τον σενσέι Ηλία Πετρόπουλο. Προσφιλής λέξη των Καρκαβίτσα και Τσιφόρου.

Πάσα: HODJAS, deinosavros και malakia (από Δ.Π.)

- Τωρα κολακευεσαι με την 15 χρονια μικροτερη σου που σε θελει ακομα και γαμπρο! Αμα η επομενη ειναι καμμια μισοτριβη ξερεις τι κουρελιασμα θα παθει η ψυχολογια σου ειδικα οταν θα βλεπεις πιπινια να τριγυρνανε γυρω σου;

- Εμάς τι μας ενδιαφέρει αν μια μισότριβη καλλιτέχνης άλλαξε γκόμενο;

- Μυξιάρης. Ζητάει ελεημοσύνη από μια μισότριβη καμπαρετζού με κυτταρίτιδα ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να δεί την καλτσοδέτα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες συνομοταξίες νοικοκυροπουτανώνε:

1. (Ο Ηλίας Πετρόπουλος) άφησε πίσω του, εκτός από τα 80 του βιβλία, πολλά άρθρα σε περιοδικά και άφθονα χαρακτηριστικά, αιχμηρά επίθετα, με τα οποία του άρεσε να «στολίζει» πρόσωπα γνωστά, απ' την επικαιρότητα και την ιστορία: «ειδεχθής» λοιπόν η Μπουμπουλίνα, «νοικοκυροπουτάνα» η Μαντώ Μαυρογένους, «τράγος» ο Π.Πατρών Γερμανός και «πουστόμαγκας» ο Βελουχιώτης. Δεν άφησε απ'έξω όμως ούτε τους σύγχρονούς του, τον Ελύτη (αστοιχείωτος), τον Σαββόπουλο (τσογλάνι της ορθοδοξίας), τον Βέλτσο (καραγκιόζης), μέχρι και τον Κώστα Σημίτη (τιποτένιο ανθρωπάριο)…

2. Στη Νεοελληνική Αθυροστομία της Μ. Κουκουλέ το γυναικείο αιδοίο αποκαλείται οντάς (στο δίστιχο: «μες στσ’ Αγγέλας τον οντά / μαύρος ντούμπανος βροντά»), κλαπαρχίδω και ψωλοσακατεύτρα ονομάζεται η ερωτική γυναίκα. Βρίσκουμε ακόμα την κατάρα «να στραβοψωλιάσεις!», τους χαρακτηρισμούς σεμνής γυναίκας: «χριστιανομούνα, αγαθομούνα, νοικοκυρο-πουτάνα», τα παρωνύμια γυναικά: Μουνοκαίσαρας, μουνοβοσκός, τη φράση «έπεσε μουνοθύελλα»= ήρθε πλήθος γυναικών.

3. Ηταν ένα πολύ κλειστό κύκλωμα από αεροσυνοδούς, ψιλομοντέλες, ελληνίδες και ξένες, κανά δυό νοικοκυροπουτάνες είχε μια γαλλίδα, μια αυστριακιά, κανα δυό αγγλίδες..μία ιρλανδέζα, μία απίστευτη Μαροκινή και μια αμερικάνα ( η μόνη που έκανε και μασάζ κλπ. Φαινομενικά αν θυμάμαικαλά νοικιάζανε κότερα ή κάτι τουριστικό κάνανε.. επί της ουσίας ακονίζανε «κατάρτια» lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η Πελοπόννησος, επειδή το σχήμα της (με κάμποση φαντασία) μοιάζει με μούντζα, με μια γήινη (βλ. terra στα ιταλικά) παλάμη, με την Τροιζηνία για αντίχειρα, τη Μάνη για μέσο, και ίσως την Ηλεία για μικρό (λέμε τώρα). Η λέξη περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου Τα Καλιαρντά (1971).

Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.

ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παπάς, ο ιερέας στα καλιαρντά εκ των βακουλή (= Εκκλησία) και πουρός.

Το βακουλή χρησιμοποιείται σε πολλές λέξεις της καλιαρντής που σχετίζονται με την Εκκλησία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) αναφέρει ως πιθανή ετυμολογία την προέλευση από τα αβάς (abbé στα γαλλικά) και kule = πύργος στα τουρκικά.

Ο δεύτερος, σπούδασε μαθηματικός ο Μιχάλης, ήσυχο παιδί, μαζεμένο, του Θεού. Της προσευχής και της μετανοίας. Τα κατάφερε αυτός, διορίστηκε, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι, ασφαλίστηκε, έκανε και μια λατσή κρεμάλα με μια μούτζα με μπερντέ, τη νύφη μου, τη Γαρυφαλλιά. Η νύφη μου είναι ψυχικιάρα, του «Κυργιελέησον» κι αυτή και με συμπονά. Τα πάμε καλά, μου στέκεται στα δύσκολα. Στο τέλος έγινε παπάς το θεόπαιδο. Τρία αδέρφια, το καθένα κι άλλο μπαϊράκι. Ο πρώτος, καππακάππας, ο δεύτερος, βακουλοπουρός, ο τρίτος, καραλούγκρα. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία του Ηλία Πετρόπουλου για την σύγχρονη αργκό της νεολέρας. Το 1998 ο Πετρόπουλος προανήγγειλε την συγγραφή σχετικού λεξικού:

«Τώρα ετοιμάζω τα «φλοράδικα» από τη γλώσσα των νέων. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ.»

Τι γνωρίζουμε για τα φλοράδικα; Δυστυχώς ελάστιχα, καθώς το γλωσσάρι παραμένει εισέτι αδημοσίευτο:

  • Σε αντίθεση με τις κλασσικές μορφές αργκό που πραγματεύτηκε ο Πετρόπουλος (ρεμπέτικα, καλιαρντά, κ.ά.), τα φλοράδικα δεν προήλθαν από κλειστές υποκουλτούρες του κοινωνικού υπογαστρίου αλλά από τις πλατιές και ετερόκλιτες μάζες τση νεολαίας. Όπως διατύπωσε το 1993, «Oι φλόροι και οι φαντάροι, οι μηχανόβιοι και τα πρεζόνια, οι γκομενάκηδες και οι μπαρόβιοι (αρκεί να ’ναι νεαροί)». Το φαινόμουνο αυτό απεικόνισε στα χειρόγραφά του (βλ. πρώτο μύδι), γράφοντας ότι «λειτουργεί όχι κάθετα αλλά άνω κάτω, σ’ όλο το κοινωνικό εύρος και προπάντων σποραδικά».
  • Σε αντίθεση με την αργκό του υποκόσμου και τα καλιαρντά, οι φλοράδικες γλωσσοπλασίες δεν είναι κρυπτικές αλλά καγκουροειδώς επιδειξιομανείς· εκφέρονται «όχι για να αποκρύψουν, αλλά, κυρίως, για να κάνουν φιγούρα».
  • Το γλωσσάρι περιλαμβάνει περίπου 6.300 λήμματα, από το αγαθοπουρό έως το στρατόκαυλο ώρα των τρελών. Τα λήμματα, σύμφωνα με το συγγραφέα, «πατάνε σταθερά πάνω στην παράδοση της λαϊκής γλώσσας, της εκφραστικής του δρόμου, της αργκοτικής ανέλιξης» και είναι συχνά μπολιασμένα συχνά με αγγλικές λέξεις και εκφράσεις.
  • Ενδεικτικά, περιλαμβάνονται νεολογισμοί τ. τα παίρνω στο κρανίο, ανακυκλωμένες σλανγκιές και γαμοσλανγκοδομές του πάλαι ποτέ υποκόσμου που παρείσφρησαν στην νεολαία (π.χ. ποδανά) αλλά και μη αργκοτικοί νεολογισμοί (π.χ. βιντεάδικο, δημοσιοσχεσίτης, χάκερ).

Ζώντας στο Παρίσι, ο Πετρόπουλος αναγνώριζε ακομπλεξάριστα ότι δεν είχε βιωματική επαφή με τα φλοράδικα. Ωσεκτουτού στηριζόταν σε δευτερογενείς πηγές με ιδιαίτερη προτίμηση σε δημοσιογραφικές τρασιές. Όπως έγραφε, «καλύτερα μαθαίνω τη ρέουσα γλώσσα από το Αθηνόραμα παρά από την Καθημερινή». Πολλοί σλάνγκοι του σλανγκρρρ θα τον τζινάβουν. Άλλοι πάλι, όχι.

Δέκα χρόνια αφότου η στάχτη του Πετρόπουλου σκορπίστηκε στους υπονόμους του Παρισιού, το «Φλοράδικα» παραμένει αδημοσίευτο. Ίσως επειδή τα χειρόγραφα επιμελούνται ακαδημαϊκοί, με την οκνηρία οποίων συχνάκις εσυφιλιάσθη (βλ. παράδειγμα 4). Στους ακαδημαϊκούς αυτούς ωστόσο οφείλουμε το σύνολο σχεδόν των πληροφοριών του ανά οθόνης λήμματος.

Βλ. επίσης: αργκό, σλανγκ, σλανγκιά, καλιαρντά, μαλλιαρή, ιδίωμα της πιάτσας.

1.
Αθελά μου χρησιμοποιώ ένα ευρύ λεξιλόγιο, που αρχίζει από το δεινό Ομηρο και φτάνει ώς τα φλοράδικα. Οταν γράφω οι λέξεις κυλάνε μ' έναν αυτοματισμό. Διορθώνω ελάχιστα τα γραπτά μου. Ο, τι μ' ενδιαφέρει είναι η ακρίβεια του περιεχομένου μιας λέξης, σε συνδυασμό με το αισθητικό χρώμα της.

2.
O Τέος Ρόμβος παρουσιάστηκε σαν η συνέχεια του Εμπειρίκου, αλλά δεν έχει καμιά λογοτεχνική σχέση με τον Εμπειρίκο. O Εμπειρίκος χρησιμοποιεί, εντέχνως, την καθαρεύουσα, ενώ ο Ρόμβος γράφει στην τρέχουσα δήθεν - δημοτική, και, ενίοτε, καταφεύγει στα φλοράδικα της σύγχρονης νεολαίας.

  1. Η πιο εύφωνη γλώσσα, η ομορφότερη, είναι η μάγκικη (π.χ. φέρτον/ε) που τη μιλούσαν ωραία οι Αρβανίτες. Τα πιο γλυκά ελληνικά τα μιλούσαν οι Σμυρνιοί, μ' αυτό π.χ. το διπλό «λάμδα» τους. Η πιο κλειστή γλώσσα είναι η γλώσσα των πρεζάκηδων, πιο κλειστή και από τα καλλιαρντά, που κατέγραψα 3.300 λέξεις. Τώρα ετοιμάζω τα «φλοράδικα» από τη γλώσσα των νέων. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ. (Ηλίας Πετρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 26/01/1998)

4.
Είναι αυτονόητο πως οι λεξικογράφοι που εδημοσίευσαν λίστες με φλοράδικες λέξεις, απέφυγαν επιμελώς τις αθυροστομίες. Η λέξη κουραδοκόφτης τυπώνεται εδώ για πρώτη φορά. Συνεπώς σύμφωνα με το νόμο, έχω τις σχετικές ποινικές ευθύνες, καθότι τυγχάνω πλέον ιδιοκτήτης της λέξης. Οι μικρές λίστες που προανέφερα περιέχουν μόνο 40 μέχρι 150 λέξεις, όπερ αποδεικνύει την οκνηρία των δαιμόνιων λεξικογράφων μας. Οι ίδιοι λεξικογράφοι ισχυρίζονται ότι τα Φλοράδικα βασίζονται κυρίως στα αγγλικά. Αυτό το λένε επειδή ο ασήμαντος αριθμός των λέξεων που κατέγραψαν δεν τους επιτρέπει να προβούν σε σοβαρές στατιστικές. Έχω συγκεντρώσει ως τώρα κάπου 7000 λέξεις της Γλώσσας των Νέων. Και έχω διαπιστώσει μέσα στα Φλοράδικα, μιαν ισχυρότατη παρουσία της κλασικής μας αργκό που οι ερασιτέχνες λεξικογράφοι αγνοούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομμουνιστής στα καλιαρντά, ή, όπως εξηγεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο, ο κόκκινος δημοκράτης, εκ του ρόζος = κόκκινος (< ροζί < γαλλικό rouge ή ιταλικό rosa = τριαντάφυλλο) και του ροβεσπάκης < Robespierre.

Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colggate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 08/10/13)(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο το συνδέει με το τουρκικό ασίκης.

  1. Με παίρνει που λες το γαργαρότεκνο που νταραβερίζομαι τελευταία στο τηλέφωνο προψές και μου λέει:
    -Μαρινάκι, λιακάδα έχει έξω πάμε για καφέ;
    -Να πάμε, του λέω γιατί είχαμε περάσει και καλά το προηγούμενο βράδυ με του λόγου του. Με νοείται!!!!
    -Που θες ομορφιά μου να πάμε για καφέ; τονε ρωτάω
    -Πεθύμισα Μοναστηράκι, μου λέει. Χαλάω εγώ χατήρι; Δε του χαλάω γιατί είναι και ασούξης παναθεμάτονε!!!
    Που να μην έσωνα που τούπα το ναι για το Μοναστηράκι. Γιατί εγώ είπα θα πάμε εκεί, ήσυχα θάναι, μια χαρά καφέ θα πιούμε. Μα τι στο διάολο; Πόσους ακόμα είχε πάρει τηλέφωνο να πάνε για καφέ στο Μοναστηράκι; Τρία μύρια κόσμος ήτανε εκεί. Τη θυμάσαι εκείνη τη πλατεία, πως τηνε λέγανε που είχαν μαζευτεί κάτι μύρια σκουρόχρωμοι ανθρώποι και διαδηλώνανε; Ταρχίρ τη λέγανε; Ταχρίρ τη λέγανε; Τέσπα κάπως έτσι τηνε λέγανε. Ε, εκεί πιο ήσυχα ήτανε!!! (Αποκατέ).

  2. Ο άλλος τύπος νευρίασε και ήταν έτοιμος να της ρίξει καμιά ταλιροκατάρα της σουφροπουρής τσατσάς αλλά σαν ασούξης σηκώθηκε κι έφυγε κι αυτός. (Απομπουρντελέ).

  3. Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο Colgate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… [...] Υστεροσκριβού: Τιποτα από αυτά που είναι γραμένα παραπάνω δεν είναι αλήθεια.
    Πάω τώρα γιατί έχω να ετοιμάσω αμπελομπομπίτσες. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο «στρατιώτης των μονάδων καταδρομών, γιατί ζει σαν παρτιζάνος (< ιταλικό partigiano)», κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Μπορούμε όμως, νομίζω, να φανταστούμε ότι μπορεί να λάβει και μια κάπως ευρύτερη σημασία για να δηλώσει κάθε σέξι τεκνό που υπηρετεί στα ένδοξα στρατά.

Είδα στον ονειροκρίτη του Καζαμία μα δεν έλεγε τίποτα για το συνδυασμό κουμπάρας, Σούλη, μπροστομούνας, στρινκάκι, πισινού και ραμολί. Και τώρα δε ξέρω τι στο διάλο ήτανε εκείνο το όνειρο.
Άμα όμως ξέρεις εσύ πες μου γιατί έχω την περιέργεια να μάθω.
Πάω τώρα γιατί έχω ραντεβού με ένα παρτιζανότεκνο και δε θέλω να το στήσω. (Μαρινάκι Ζέας αποκατέ).

Πουστοαστεία ανάμεσα σε παρτιζανότεκνα πουτινιάρικα. (Μυδασίστ: Σφυρίζων) (από Khan, 15/02/14)Παρτιζανότεκνα τοξεύουν γκοντότεκνο σε πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. (από Khan, 15/02/14)Παρτιζανότεκνα χορεύουν γκεϊμπέκικο σε πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. (από Khan, 15/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified