Αυτός που είναι πολύ ευσυγκίνητος και ευαίσθητος.
Αυτός που βλέπει σαπουνόπερες και λιώνει σαν σαπούνι!
Πολύ κλάμα χτες στην τιβούλα! Έλιωσα σαν σαπούνι!
Αυτός που είναι πολύ ευσυγκίνητος και ευαίσθητος.
Αυτός που βλέπει σαπουνόπερες και λιώνει σαν σαπούνι!
Πολύ κλάμα χτες στην τιβούλα! Έλιωσα σαν σαπούνι!
Got a better definition? Add it!
Το φιλάκι σε μία πιο ναζιάρικη έκδοση.
-Δώσε μου ένα!
-Ok, μουτς!
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Λήμμα που δεν θα μείνει στην ιστορία, αλλά έτσι, για να βγάλω τ' άχτι μου με την τζονβλάκειο απαγόρευση των υποκοριστικών, ε κι επειδή έχω πολύ καιρό να σκατολογήσω παρά της παροτρύνσεις του τζιζ (χρωστάω, το ξέρω), έχω να σας καταθέσω το λήμμα αυτό, το οποίο όμως έχει 2 σημασίες.
Συναντάται επίσης κατά κόρον στην έκφραση «φάε/πάρε μια σκατούλα», δηλ. πάρε τ' αρχίδια μου, «να φας σκατά» κλπ.
Κάτι πολύ μικρό, σχεδόν ανάξιο λόγου.
Συνώνυμο της απαυτούλας.
Γουτσισμός για ένα αγαπημένο πρόσωπο θηλυκού γένους, ή για κατοικίδιο κλπ.
Είχε «ξεγελαστεί» το μηχάνημα και αυτό που πήρε σαν όγκο ήταν μια – όπως λέγεται – σκληρή μάζα», ή αλλιώς «ghost tumor» (όγκος – φάντασμα) ή «κοπρόλιθος» ή – με άλλα λόγια – πετρωμένη σκατούλα!!!
Εγω το σκαφάκι μου (5 μετρα ειναι, μια σκατουλα) το εχω δηλωμενο σαν μονιμο τοπο κατοικιας.
(Η μάνα στον γιο για τη γκόμενά του)
- Μ' αυτή την σκατούλα που μας κουβάλησες δεν θα τα πάμε καθόλου καλά...
Και τότε ήταν που με πήρε χαμπάρι. Με κατάλαβε η σκατούλα ότι τη βγάζω φωτογραφίες και με κοίταξε.
Όλα, πλην του 3, από το νέτι.
Got a better definition? Add it!
Επιθετικός προσδιορισμός, σχετικά συνώνυμος με τον μουνίκακα, στο πιο μαλακουάζ του. Συνήθως υποδηλώνει τον κρετίνο, κάποιες φορές υποχόνδριο άνδρα, ο οποίος τυγχάνει να είναι ταυτόχρονα αγαθοβιόλης και μουνόδουλος. Συντάσσεται τόσο προσδιοριστικά («είναι απαλομουνίδας» όσο και ποσοτικά («πόσο απαλομουνίδας είσαι»).
- Ρε συ, τα' μαθες για τον Σάββα ; Πάλι του σβούριξε χυλόπιτα η Έλενα!
- Έλα ρε ! Καλά πότε πρόλαβε και χώνεψε την προηγούμενη που του είχε ρίξει ;
- Έλα ντε! Νόμιζε ότι επειδή τον πήρε προχτές τηλέφωνο να τον ρωτήσει κάτι για τη σχολή, μετάνοιωσε που τον απέρριψε την περασμένη εβδομάδα.
- Μα πόσο απαλομουνίδας γίνεται ο μαλάκας ώρες-ώρες !
Got a better definition? Add it!
Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.
Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).
- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος του ανδρός που χαϊδολογιέται ασύστολα και βάζει σε κάθε λέξη που ξεστομίζει υποκοριστικό.
(ο γατούλης παραγγέλνει σε ντελίβερι)
- Nαι, τα σαντουιτσάκια με πατατούλες, ευχαριστώ… A! Nα βάλετε και μερικά κετσαπάκια εξτρά παρακαλώ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τέρμα ζουζουνιάρικη, γκομενίστικη έκδοση του επιρρήματος τόσο.
-Έλα ρε αγάπη άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμαα..
-Είναι δώδεκα ρε πότε θα κατέβουμε κέντρο;
-Τσότσο, τσότσο δα, δέκα λεπτάκια και σηκώνομαι.
Got a better definition? Add it!
Ο Αγρινιώτης, επειδή χρησιμοποιείται στο Αγρίνιο ο χαρακτηρισμός αυτός για αδελφό ή συγχωριανό εκ του αδελφούλης.
Πήρα μετάθεση στους φούληδες.
Got a better definition? Add it!
Η γκομενίτσα εκ του αγγλικού chick (<chicken = κοτόπουλο).
Τόνι, πώς μπορώ να γίνω το τσικάκι σου; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
«Φιλάκι;» με ερωτηματικό/παραινετικό τόνο και με υπόδειξη του πλαϊνού της σιαγόνας, είναι μια σαχλαμαρίτσα που μπορεί κανείς -αρσενικός- να πει για χαβαλέ στο συνομιλητή του -επίσης αρσενικό-, όταν μόλις του έχει κάνει ή πει κάτι που τον έχει εκνευρίσει πολύ (π.χ. χώνεις κάποιον για δουλειά, ή την έχεις βγεις από πάνω με μεγαλείωδη τρόπο σε κάποιο θέμα, γενικά τον έχεις κάνει να φάει ήττα και να σπαστεί με αυτό, και μετά με πολύ γλυκό τρόπο του ζητάς το «φιλάκι» της συμφιλίωσης, και μάλιστα στο συγκεκριμένο σημείο). Είναι αρκετά ηδονικό να το κάνεις μπροστά στη χολωμένη μάπα του άλλου. Αυτή η γλυκούτσικη χειρονομία προέρχεται από την κουλτούρα του γουτσισμού, ενδεχομένως και του παιδαγωγικά απαράδεκτου γουτσισμού μεταξύ γονέων και τέκνων.
Φυσικά, όσοι το λέμε -μεταξύ αυτών και εγώ- πιθηκίζουμε -ακόμη...- το Vinz (Vincent Cassel), που το έλεγε στον Saïd (Saïd Taghmaoui), στο «Μίσος» του Κασοβίτς.
- Ε γάμησε με ρε μαλάκα, πουτάνα η Μαρία, ψώλα η Μαρία... μαλάκα, ε μαλάκα... στ' αρχίδια μου στο κάτω κάτω...
- Σε πειράζει φίλε μου βλέπω... η αλήθεια πονάει... στις δυο βδομάδες απάνω την έλεγες «ο άνθρωπος μου» να σου θυμήσω... εγώ στα 'λεγα...
- Ναι ρε μαλάκα, με πειράζει, τι θες τώρα να 'ούμε...
- Τίποτα τίποτα... φιλάκι;
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified